Η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, πρώην Διευθύντρια της Μονάδας Απεξάρτησης Τοξικομανών 18ΑΝΩ, δημοσίευσε πριν μερικές μέρες ένα κείμενο για το νέο Νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας που εγκρίθηκε στη Βουλή και προβλέπει τη νομοθέτηση Χώρων Ελεγχόμενης Χρήσης (ΧΕΧ), για τους χρήστες ουσιών. Στους χώρους, οι ενδοφλέβιοι χρήστες θα μπορούν να φέρνουν ουσίες που έχουν προμηθευτεί παράνομα και να κάνουν χρήση υπό εποπτεία, ώστε να επαναφέρονται σε περίπτωση υπερβολικής δόσης.

Στο κείμενο με τίτλο “Χώροι εποπτευόμενης χρήσης: Όχι στη βιοπολιτική της εξουσίας,” η Μάτσα χαρακτήρισε το νομοσχέδιο “νομοσχέδιο-σκούπα” με “επίπλαστο ανθρωπιστικό προσωπείο”. Όπως έγραψε, το νομοσχέδιο δεν προβλέπει παροχή υπηρεσιών για παράλληλη χρήση παράνομων και νόμιμων ουσιών στα πλαίσια “πολυτοξικομανίας” ή για αποτοξίνωση και πρόληψη. Αναφερόμενη στη στήριξη του μέτρου από την πλειοψηφία των υποψήφιων για το δήμο της Αθήνας έγραψε ότι στόχος είναι να “καθαρίσουν την Αθήνα […] συγκεντρώνοντας τα ανθρώπινα σκουπίδια σ’αυτούς τους ειδικούς χώρους.”

Η Μάτσα αναφέρθηκε στη μείωση της βλάβης, ως πολιτική “που βασίζεται στη θέση ότι η τοξικομανία είναι χρονία, ανίατη νόσος του εγκεφάλου” και στοχεύει στον κοινωνικό έλεγχο στιγματισμένων ομάδων. Η βιοπολιτική των ναρκωτικών, πρόσθεσε, ωφελεί τις φαρμακοβιομηχανίες και την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά που “πιέζει για τη νομιμοποίηση όλων των ναρκωτικών. Προς αυτήν την κατεύθυνση ανοίγουν το δρόμο τα καινούργια μέτρα, όπως και η σχετική φιλολογία που αναπτύσσεται για την αθωότητα της κάνναβης.” Η λιτότητα έχει οδηγήσει σε “μαρασμό των θεραπευτικών (στεγνών) προγραμμάτων απεξάρτησης” και οι ΧΕΧ συμβάλλουν στο να κρυφτούν οι χρήστες “από την κοινή θέα, ακόμα και με τη θέλησή τους σε μια ευπρεπισμένη, αποστειρωμένη αίθουσα, σε ένα κενοτόπιο, θα λέγαμε, στο σώμα της πόλης, για να μην ενοχλούν!” Ολοκληρώνοντας, κατηγόρησε τους αρμόδιους για υποκρισία και εμπαιγμό: “χρειάζεται μια και μόνη απάντηση: να δυναμώσουμε με τους αγώνες μας σε όλα τα πεδία και να οργανώσουμε τη συλλογική αντίσταση στη βιοεξουσία.”

Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που η Μάτσα τοποθετείται δημόσια κατά των ΧΕX. Σε παλαιότερη κοινή ανακοίνωσή της με τον Διευθυντή του ΚΕΘΕΑ Χαράλαμπο Πουλόπουλο, είχε ταχθεί κατά των χώρων, επικαλούμενη επιστημονικούς, κοινωνικούς, νομικούς και ηθικούς λόγους. Η διακεκριμένη ψυχίατρος, με πολυδεκαετή πορεία, συγγραφικό έργο και προσφορά στο χώρο της θεραπείας και επανένταξης, έχει κερδίσει τον αδιαμφισβήτητο σεβασμό θεραπευόμενων και εργαζομένων στο χώρο της επανένταξης. Παρόμοιες ενστάσεις κατά της μείωσης βλάβης, υιοθετούνται συχνά στο δημόσιο λόγο στην Ελλάδα από όσους βλέπουν τη “στεγνή” θεραπεία πλήρους απεξάρτησης ως τη μόνη οδό για την αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος.

 

Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στο νέο κείμενό της, είναι ο διττός λόγος και οι γενικεύσεις. Η φυλάκιση των φτωχοδιάβολων χρηστών καταδικάζεται ταυτόχρονα με κριτική μιας καπιταλιστικής βιοπολιτικής προς νομιμοποίηση των ουσιών. Οι μαθητές δημοτικού που εθίζονται στη ριταλίνη στις ΗΠΑ αναφέρονται σε κάποιο σημείο μαζί με δημοσιεύματα για τη διάθεση στην Ελλάδα βιολογικών προϊόντων κανναβιδιόλης. Οι ΧΕΧ συγκρίνονται με τις σκούπες της Αστυνομίας και η μείωση βλάβης με τη νοεφιλελεύθερη λιτότητα. Ποιες είναι όμως οι επιστημονικές, κοινωνικές και ηθικές παράμετροι που συνδέουν όλα αυτά;

 

Κάποιοι από τους ισχυρισμούς του κειμένου είναι ίσως απαραίτητο να σχολιασθούν εξ’αρχής. Η μείωση βλάβης δεν ορίζει τη χρήση ουσιών ως ασθένεια του εγκεφάλου. O οργανισμός Harm Reduction International την ορίζει ως ένα σύνολο από “πολιτικές, προγράμματα και πρακτικές που στοχεύουν κυρίως στη μείωση των αρνητικών υγειονομικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της χρήσης νόμιμων και παράνομων ψυχοδραστικών ναρκωτικών, χωρίς απαραίτητα να μειώνουν την κατανάλωση ναρκωτικών”. Η μείωση βλάβης αναπτύχθηκε ως μη κυβερνητική πολιτική στις δυτικές κοινωνίες κατά την επιδημία του HIV/AIDS τη δεκαετία του ‘80 εν μέσω μαζικών θανάτων χρηστών ενέσιμων ουσιών και όχι ως ιατρική θεωρία που παρουσιάζει τη χρήση ως εγκεφαλική ή άλλη ασθένεια. Τα επιστημονικά και εμπειρικά στοιχεία που αξιοποιούνται στις πολιτικές μείωσης βλάβης αναζητούν ελάφρυνση των συνεπειών της χρήσης, χωρίς να απαιτούν την απεξάρτηση και την αποχή ούτε να αποτρέπουν τους χρήστες από το να τις επιλέξουν.

 

Η Μάτσα σκιτσάρει τη μείωση βλάβης ως τακτική που ενισχύει κατασταλτικές καπιταλιστικές πολιτικές. Η μείωση βλάβης όμως έφερε, αρχικά σε Ευρώπη, Καναδά και Αυστραλία και σιγά σιγά πια και στις ΗΠΑ, δυναμική αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική για τα ναρκωτικά και το HIV/AIDS, οδηγώντας σε άμεσα και θετικά αποτελέσματα. Μέχρι στιγμής, δεν έχει καταγραφεί παγκοσμίως εντός ΧΕΧ ούτε ένας θάνατος από υπερβολική δόση. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας οι θάνατοι υπερβολικής δόσης αποτέλεσαν το ενάμισυ τρίτο των συνολικά 450,000 θανάτων χρηστών παγκοσμίως, μόνο για το 2015. Έρευνες έχουν ήδη δείξει τη συμβολή των ΧΕΧ στη μείωση θανάτων στις περιοχές λειτουργίας τους καθώς και μείωση της ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς, η οποία συμβάλλει στην άνοδο των ποσοστών HIV και HCV λοίμωξης.

 

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, οι πολιτικές ενστάσεις της Μάτσα δεν γίνονται σαφείς. Η Θάτσερ υπονοείται στο κείμενο ως μια εκ των ιδεολογικών εμπνευστών της λογικής της μείωσης βλάβης μέσω των πολιτικών της λιτότητας και παρά το γεγονός ότι η ίδια είχε υιοθετήσει τη ρητορική του Πολέμου κατά των Ναρκωτικών των Νίξον και Ρήγκαν. Ο Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών ενέτεινε την ποινικοποίηση σωρείας ουσιών, συμπεριλαμβανομένης και της κάνναβης, επιβάλλοντας αβάσταχτες ποινές και αναπτύσσοντας έναν βίαιο, στρατιωτικοποιημένο έλεγχο τόσο της ντόπιας αγοράς όσο και της παράνομης εισαγωγής από τη Λατινική Αμερική. Η άγρια καταστολή στις ΗΠΑ, με έντονο ρατσιστικό, ταξικό και ιμπεριαλιστικό πρόσημο, εξελίχθηκε παράλληλα με την προώθηση προγραμμάτων απεξάρτησης και αποχής, με το γνωστό σύνθημα “Πες όχι στα ναρκωτικά”. Εάν ήθελε λοιπόν κάποιος να συνδέσει ιστορικά και πολιτικά διαφορετικές περιόδους γύρω απ’το ζήτημα των ναρκωτικών, θα μπορούσε πιο εύκολα να αναζητήσει μια σχέση ανάμεσα στη λογική της αποχής και της απεξάρτησης από όλες τις ουσίες με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, παρά μια σχέση της Θάτσερ με τη μείωση της βλάβης.

 

Η κριτική που παρουσιάζει τη μείωση βλάβης συνολικά ως εργαλείο του καπιταλισμού οδηγεί επιπλέον σε μία σύγχυση για τις πολύμορφες πολιτικές τάσεις που την υιοθετούν. Είναι αναπόφευκτο ότι για τα νεοφιλελεύθερα κράτη και τις φαρμακευτικές εταιρίες, κάθε αναδυόμενη κοινωνική τάση μπορεί να ειδωθεί ως ευκαιρία για εμπορευματοποίηση και πληθυσμιακό έλεγχο. Τα πρώτα βήματα όμως στον τομέα της μείωσης βλάβης έγιναν με αγώνες ριζοσπαστικών κινημάτων, από ακτιβιστές, χρήστες και οροθετικούς που κάθε άλλο παρά υπηρέτησαν μια νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Οι ΧΕΧ πρωτοεμφανίστηκαν στις δυτικές κοινωνίες σε ανεξάρτητους χώρους και κοινωνικά στέκια, ενώ η λειτουργία τους ήταν αρχικά -και συχνά παραμένει- παράνομη. Το παράδειγμα του ΧΕΧ Insite στο Βανκούβερ δείχνει ότι η μείωση βλάβης μπορεί να γίνει από ανθρώπους που, με κίνδυνο φυλάκισης, αντιστέκονται στα νομικά εμπόδια συντηρητικών κυβερνήσεων, οι οποίες εμμένουν σε ένα μοντέλο ποινικοποίησης. Οι χρήστες και αναρχικοί ακτιβιστές για παράδειγμα που έστησαν πρόσφατα μια απλή τέντα σε πάρκο του Τορόντο, μετά από δραματική αύξηση θανάτων από οπιοειδή στην πόλη τους, δεν είναι νεοφιλελεύθεροι υποκριτές χρηματοδοτούμενοι φαρμακευτικών εταιριών, αλλά άνθρωποι που βλέπουν τους φίλους τους να πεθαίνουν και θέλουν να κάνουν κάτι γι’αυτό επειγόντως. Οι ΧΕΧ δεν είναι απαραίτητα αποστειρωμένοι χώροι, “κενοτόπια” όπου πωλούνται φάρμακα, αλλά πολιτικοί χώροι κοινωνικής επανένταξης που δέχονται τους χρήστες χωρίς προϋποθέσεις και ψυχιατρικοποίηση. Δεν υπάρχει κανένας λόγος που μια παρόμοια πρωτοβουλία στην Ελλάδα δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα πλαίσιο αλληλεγγύης.

 

Το κείμενο της Μάτσα αποφεύγει να αναλύσει τα πολιτικά ζητήματα που εγείρει, με κυριότερο αυτό της ποινικοποίησης.  Η ποινικοποίηση δεν κατονομάζεται ως ένα από τα βασικά αίτια εξαθλίωσης των χρηστών και η αποποινικοποίηση περιγράφεται ως καπιταλιστική “νομιμοποίηση”. Το  παράδειγμα της Πορτογαλίας που ως απάντηση στη δραματική άνοδο της HIV λοίμωξης έγινε η πρώτη χώρα που αποποινικοποίησε την ατομική χρήση όλων των ουσιών (όχι το μαζικό εμπόριο), οδήγησε σε μείωση θανάτων και αύξηση της συμμετοχής σε προγράμματα θεραπείας. Είναι άραγε και τα Πορτογαλικά προγράμματα υποχείρια φαρμακευτικών και ποιο άλλο ιστορικό παράδειγμα “στεγνής” προσέγγισης μπορεί να συγκριθεί με τα εντυπωσιακά τους αποτελέσματα; Ποια είναι τα επιχειρήματα κατά της αποποινικοποίησης όλων των ουσιών και και του πώς αποδεσμεύει τους χρήστες από έναν φαύλο κύκλο φυλάκισης και παραβατικότητας; Ποια δεδομένα δείχνουν πως η θεραπεία δεν μπορεί να αναπτυχθεί ως πολιτική παράλληλα με την αποποινικοποίηση; Μια καταδίκη κάθε προσπάθεια αποποινικοποίησης, ακόμα και -όπως φαίνεται να κάνει η Μάτσα- της κάνναβης, οφείλει να εξετάσει το πως η διατήρηση του υπάρχοντος ποινικού πλαισίου μπορεί να συνεχιστεί χωρίς το παράνομο εμπόριο και τις επιπτώσεις αυτού για όλους τους χρήστες.

 

Το κείμενό της κάνει ειδική μνεία και στα παιδιά, ως έρμαια εθισμών, αναφερόμενη στη νόμιμη χορήγηση ριταλίνης σε μαθητές δημοτικού των ΗΠΑ. Πώς συνδέονται όμως η υπερχορήγηση νόμιμων φαρμάκων σε μαθητές δημοτικού των ΗΠΑ με τις πολιτικές μείωσης βλάβης στην Ελλάδα; Σίγουρα μια ανθρωπιστική πολιτική οφείλει να προστατεύσει τους πιο ευάλωτους, στους οποίους περιλαμβάνονται οι ανήλικοι. Δεν είναι όμως όλοι οι χρήστες ουσιών παιδιά ή έφηβοι. Κάποιοι είναι ενήλικοι και γονείς οι ίδιοι, κάνουν χρήση ουσιών για δεκαετίες, και επιθυμούν να τη συνεχίσουν και να τη θέσουν υπό έλεγχο με προσωπικά κριτήρια, χωρίς τον κίνδυνο του θανάτου και της φυλακής. Κάποιοι χρήστες έχουν περάσει από προγράμματα αποτοξίνωσης και δεν στοχεύουν πλέον στην πλήρη απεξάρτηση. Άλλοι οδηγούνται σε αίσθημα προσωπικής αποτυχίας όταν δεν καταφέρνουν να απέχουν από τις ουσίες μόνιμα. Οι οικογένειες αυτών των ανθρώπων, οι σύντροφοί τους, τα δικά τους παιδιά, κληρονομούν το στιγματισμό τους, ο οποίος διαχέεται με λεκτικές υπερβολές και γενικεύσεις. Η επιστημονική υπεύθυνος του Σχολείου 18 ΑΝΩ για παράδειγμα μίλησε πρόσφατα για το καθημερινό ολοκαύτωμα της χρήσης. Το Τμήμα Εφήβων και Νέων 18 Άνω χρησιμοποιεί το σύνθημα “καθαρή σκέψη, καθαρή ζωή” σε αφίσα του. Μια ρητορική που περιγράφει τη χρήση με όρους καθαρότητας και Ολοκαυτώματος ή ανθρωπομορφοποιεί τις ουσίες ως ένοχες ή αθώες δε βοηθά στον αποστιγματισμό των πληττώμενων ομάδων. Ίσως μια αλλαγή στην περιγραφή των καταστάσεων, ίσως μια ψύχραιμη ανάλυση των διαφορετικών ουσιών και συνθηκών χρήσης και στη δημόσια συζήτηση, χωρίς παιδοποιητικό λόγο και ηθικολογία, βοηθήσει ένα ευρύ κοινό να απεμπολίσει την εικόνα του χρήστη ως ανεξέλεγκτης, ανώριμης προσωπικότητας που στερείται πλήρως επιτελεστικότητας. Ίσως η δημόσια συζήτηση για τη χρήση να πρέπει πλέον να ανοίξει σε ένα πλαίσιο που δε θα επικεντρώνει σε προσωπικές αποτυχίες αλλά σε κοινούς, πραγματιστικούς στόχους. Αυτό θα ήταν μια πιο σθεναρή απάντηση στη νεοφιλελεύθερη λογική της υπευθυνοποίησης και της ατομικής ευθύνης.

 

Ακόμα όμως και αν η προτεραιότητα μιας “στεγνής” προσέγγισης είναι η προστασία κυρίως των νεαρών ανθρώπων, αναρωτιέται κανείς ποια είναι η ηθική ή επιστημονική αρχή που εμποδίζει τα στεγνά προγράμματα στη χώρα μας να συμβάλλουν στην εκπαίδευση εκείνων και των οικογενειών τους σε απλές μεθόδους μείωσης βλάβης. Τί εμποδίζει για παράδειγμα τα προγράμματα απεξάρτησης να συμβουλεύουν τις οικογένειες νεαρών ενδοφλέβιων χρηστών να διατηρούν ναλοξόνη, ένα φάρμακο που ανατρέπει την υπερβολική δόση από οπιοειδή, στα σπίτια τους; Τί το νεοφιλελεύθερο ακριβώς θα είχε η εκπαίδευση νεαρών χρηστών και των οικογενειών τους στη χορήγηση ναλοξόνης ή στη διατήρηση καθαρών συριγγών στα σπίτια τους (η δημόσια χορήγηση στην Ελλάδα εφαρμόζεται ακόμα σε αδιευκρίνιστο νομικό καθεστώς) ή για παροχή πρώτων βοηθειών σε περίπτωση υπερβολικής δόσης στα αγαπημένα τους πρόσωπα; Η στάση που επιμένει να απορρίπτει κάθε τακτική μείωσης βλάβης προτάσσει ιδεολογικά εμπόδια σε απλές καθημερινές ενέργειες και θέτει την απεξάρτηση ως προϋπόθεση για κάθε δράση, ακόμα και όταν αυτή μπορεί να συμβεί ιδιωτικά, μακριά από κρατικά ελεγχόμενους χώρους.

 

Η αναφορά της Μάτσα στους ΧΕΧ ως χώρους που θα κρύβουν τα ανθρώπινα σκουπίδια του νεοφιλελευθερισμού από κοινή θέα, θέτει και το ερώτημα του πως η προϋπόθεση της απεξάρτησης που υιοθετούν τα στεγνά προγράμματα, πολλές φορές με τιμωρητική αντιμετώπιση για όσους υποτροπιάζουν,”στέκεται απέναντι και στο πρόβλημα της αστεγίας. Η αστεγία των χρηστών ενέχει πολλαπλούς κινδύνους, όπως η προαναφερόμενη HIV λοίμωξη και η εγκληματικότητα. Οι απάνθρωπες συνθήκες ζωής των άστεγων χρηστών αποτελούν μια τεράστια αποτυχία του υπάρχοντος προστατευτικού πλαισίου στην Ελλάδα, που δεν απαλάσσει ούτε τους φορείς της απεξάρτησης. Η λιτότητα έχει όντως πλήξει τις δομές τους. Μια κριτική όμως που παρουσιάζει τους ΧΕΧ ως υποβοηθητικούς στις αστυνομικές σκούπες ενώ βγάζει από το πλάνο της ευθύνης τις προϋποθετικές πόρτες της “στεγνής” προσέγγισης είναι μια μονομερής κριτική.

 

Υπάρχουν πολλά που πρέπει ακόμα να γίνουν πριν ανοίξει τις πόρτες του ο πρώτος νόμιμος ΧΕΧ. Ο Νόμος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι υπεράνω κριτικής, ούτε πανάκεια και η προώθησή του από ένα μνημονιακό κόμμα που εμμένει στη λιτότητα είναι πολιτικά προβληματική. Το δε μητρώο καταγραφής χρηστών που προβλέπεται είναι απαράδεκτο μέτρο, που ενδέχεται να φέρει τους χρήστες αντιμέτωπους με περεταίρω ποινικοποίηση. Οι επόμενες εβδομάδες είναι κρίσιμες, προκειμένου να επιτευχθεί ένα ενδεχομένως καλύτερο πλαίσιο λειτουργίας του Nόμου. Όσο όμως ένα κομμάτι της κοινωνίας απορρίπτει ντε φάκτο τους ΧΕΧ με ιδεολογικές ενστάσεις, μια ανθρωπιστική εφαρμογή των νέων μέτρων γίνεται πιο δύσκολη.

 

Στις 10 Απριλίου, το Δίκτυο Ομοτίμων Χρηστών Ψυχοδραστικών Ουσιών, η οργάνωση χρηστών της χώρας μας, θα παρεβρεθεί σε επίσημες διαβουλεύσεις για το πλαίσιο λειτουργίας του νέου Νόμου. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που, μετά από πρόσκληση του νέου Εθνικού Συντονιστή για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών, Χρήστου Κουϊμτσίδη, εκπρόσωποι των χρηστών θα παρακολουθήσουν Συνεδρίαση της Εθνικής Επιτροπής για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών. Το Δίκτυο έχει κληθεί ως μέλος της Πλατφόρμας για της Ψυχοδραστικές Ουσίες να παρακολουθήσει απλώς τη συζήτηση, στο τραπέζι της οποίας θα κάθονται για άλλη μια φορά υπουργοί, η δίωξη ναρκωτικών, ψυχίατροι, φορείς και οργανώσεις τόσο της μείωσης βλάβης όσο και της απεξάρτησης. Θα ζητηθεί άραγε η γνώμη των χρηστών από τους παρευρισκόμενους; Θα αναρωτηθούν οι κρατικοί λειτουργοί και οι χρηματοδοτούμενοι από κράτος και εταιρίες για τις προτάσεις και σκέψεις των στιγματισμένων; Ή θα συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται οι δεύτεροι ως ουσιο-“μανείς” που δεν μπορούν να εκφέρουν κρίση για όσα άλλοι αποφασίζουν για τις ζωές τους;