Η κρίση μετανάστευσης που ξεκίνησε το 2015 είχε σημαντικό αντίκτυπο στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η Amanda Russell Beattie, η Gemma Bird, η Jelena Obradovic-Wochnik και η Patrycja Rozbicka εξηγούν ότι η αντιμετώπιση της ΕΕ στην κρίση έχει οδηγήσει στην εξωτερική ανάθεση της προσφυγικής στέγασης και περίθαλψης σε κράτη όπως η Σερβία, η Ελλάδα και η Βοσνία τα οποία προηγουμένως είχαν περιγραφεί ως χώρες διέλευσης. Αυτό έχει οδηγήσει σε υπερπληθυσμό στα καμπ προσφύγων και στα κέντρα υποδοχής, καθώς και δυσκολίες στη διασφάλιση κατάλληλων προτύπων περίθαλψης και στέγασης.

Στις 26 Φεβρουαρίου, σε εκδήλωση στο Λονδίνο, παρουσιάσαμε τα αποτελέσματα ενός μεγάλου πρότζεκτ που ανταποκρίνεται στην τρέχουσα κρίση της υποστήριξης των προσφύγων στην Ελλάδα και τη Σερβία. Τα αποτελέσματα του πρότζεκτ μας υποδηλώνουν ότι οι αλλαγές στη διαχείριση των συνόρων της ΕΕ έχουν περιορίσει την μετακίνηση των προσφύγων σε ολόκληρη την Ευρώπη και ως εκ τούτου είχαν ως αποτέλεσμα την εξωτερική ανάθεση της προσφυγικής στέγασης και περίθαλψης στα κράτη που είχαν περιγραφεί προηγουμένως ως χώρες διέλευσης κατά μήκος της βαλκανικής διαδρομής: τη Σερβία, την Ελλάδα και τη Βοσνία.

Μετά την ομιλία του Ντόναλντ Τουσκ το 2016, στην οποία μίλησε «σε όλους τους πιθανούς παράνομους οικονομικούς μετανάστες όπου και αν βρίσκεστε: Μην έρχεστε στην Ευρώπη … Όλα είναι για το τίποτα. Η Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν θα είναι πλέον χώρα διέλευσης», είχε την πρόθεση να μειώσει τον αριθμό των προσφύγων κατά μήκος της διαδρομής.

Ωστόσο, παρόλο που ο αριθμός των προσφύγων που φθάνουν στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης έχει μειωθεί συνολικά από το 2015, συνεχίζεται η ροή των ανθρώπων, ενώ 139.300 έφτασαν μέσω της Μεσογειακής Διαδρομής το 2018 σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ. Είναι σημαντικό ότι οι νέες αφίξεις δεν είναι σε θέση να διέλθουν μέσω της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και όλο και περισσότερο «κολλάνε» στις χώρες διέλευσης, γεγονός που οδηγεί σε υπερπληθυσμό στα στρατόπεδα προσφύγων και στα κέντρα υποδοχής και περιορισμένους πόρους για τη διασφάλιση των προτύπων φροντίδας και επαρκούς στέγασης.

Η έκθεσή μας αναλύει τα προβλήματα που σχετίζονται με τις υπηρεσίες υποστήριξης και στέγασης των προσφύγων στις χώρες αυτές και κατά μήκος των Βαλκανικών Διαδρομών προς τη Δυτική Ευρώπη. Τονίζει την ανομοιογένεια των υπηρεσιών, της στέγασης και των συνθηκών διαβίωσης στην περιοχή για τους πρόσφυγες, καθώς και τις σοβαρές και συνεχιζόμενες ανθρωπιστικές κρίσεις. Υπάρχουν διάφοροι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις κακές συνθήκες διαβίωσης για τους πρόσφυγες, όπως: ο υπερπληθυσμός, ο κατακερματισμός των υπηρεσιών κατά μήκος των διαδρομών και η έλλειψη συνέπειας στη διαχείριση των καμπ. Στη συνέχεια, υπάρχουν διάφορες επιλογές στέγασης για πρόσφυγες στις χώρες διέλευσης: συμπεριλαμβανομένων άτυπων και αυτοσχέδιων καταυλισμών, καταλήψεων, ξενοδοχείων και προγραμμάτων στέγασης που υποστηρίζονται από τον ΟΗΕ γνωστά ως «αστικά καταφύγια», το καθένα με τα δικά του πλεονεκτήματα και αδυναμίες.

Βασικά συμπεράσματα

Υπάρχουν έξι βασικά συμπεράσματα από το πρότζεκτ μας. Πρώτον, διαπιστώσαμε ότι το μέγεθος του πληθυσμού και τα επίπεδα υπερπληθυσμού είναι ένας από τους θεμελιώδεις παράγοντες που επηρεάζουν την παροχή και την ποιότητα ζωής σε όλα τα είδη στέγασης προσφύγων. Τα καμπ της ηπειρωτικής χώρας, καθώς και η άτυπη παροχή στέγασης, όπως οι καταλήψεις, είναι σε θέση να ελέγχουν τον αριθμό των κατοίκων που έχουν, ενώ τα νησιωτικά κέντρα υποδοχής έχουν πολύ λιγότερο έλεγχο και ως εκ τούτου είναι υπερπλήρεις με ανθρώπους που έχουν κολλήσει σε αυτούς τους χώρους για χρονικό διάστημα ακόμη και 18 μήνες.

Δεύτερον, οι σχέσεις μεταξύ καμπ, κέντρων υποδοχής και παροχών από τρίτους διαδραματίζουν βασικό ρόλο στον καθορισμό της πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη, τις εγκαταστάσεις υγιεινής, την ψυχοκοινωνική υποστήριξη και τους κοινοτικούς χώρους και εάν παρέχονται εντός ή εκτός των χώρων διαμονής. Σε περιοχές όπου η σχέση μεταξύ καμπ και ΜΚΟ είναι καλή, οι πρόσφυγες μπορούν να επωφεληθούν από τα κέντρα γυναικών και παιδιών, τα μαθήματα γλωσσών, την υγειονομική περίθαλψη, τα πλυντήρια ρούχων, τη διανομή ρούχων και τις βελτιωμένες εγκαταστάσεις ντους μέσα στα όρια του καμπ. Σε περιοχές όπου αυτή η σχέση είναι λιγότερο συνεργατική, αυτές οι υπηρεσίες είναι προσβάσιμες μόνο εκτός των κέντρων υποδοχής και λιγότερο συχνές.

Τρίτον, η έλλειψη σαφήνειας και διαφάνειας γύρω από τις διαδικασίες ασύλου οδηγεί σε αυξημένη ανησυχία για τη διαδικασία. Η έλλειψη γνώσεων σχετικά με το πώς λειτουργεί η διαδικασία, το τι συμβαίνει σε κάθε στάδιο και τι σημαίνει κάθε απόφαση οδηγεί τους πρόσφυγες, ιδιαίτερα ασυνόδευτους ανήλικους, να παραβιάζουν κανόνες που δεν συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν, καθιστώντας τους πιο ευάλωτους.

Τέταρτον, οι διάφορες μορφές υποστήριξης στέγασης εξαρτώνται από μεμονωμένες περιστάσεις. Ωστόσο, υπάρχει έλλειψη ευελιξίας, ιδιαίτερα γύρω από τις ευάλωτες περιπτώσεις όπου δεν είναι κατάλληλη μια προσέγγιση «ενιαίου μεγέθους για όλους». Σε περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι έχουν υποστεί τραυματικές εμπειρίες η μεταφορά τους από τα καμπ σε διαμερίσματα φαίνεται ότι είναι η καλύτερη λύση. Ωστόσο, για μερικούς ανθρώπους που μοιράζονται διαμερίσματα με άλλους με εξίσου παρόμοιες εμπειρίες, η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί αντί να βελτιωθεί.

Πέμπτον, οι πρόσφυγες κατευθύνονται προς ανεπίσημες κατοικίες όπως καταλήψεις και αυτοσχέδιους καταυλισμούς για δύο κύριους λόγους: κακές συνθήκες στα καμπ ή υπερπληθυσμό και αβεβαιότητα σχετικά με τη διαδικασία ασύλου, συμπεριλαμβανομένης της μακράς αναμονής για συνεντεύξεις ασύλου στην Ελλάδα. Η βελτίωση τόσο των συνθηκών παροχής επίσημης στέγασης όσο και της διαφάνειας της διαδικασίας ασύλου θα συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης από ακτιβιστές και εθελοντικές οργανώσεις για την παροχή άτυπων κατοικιών.

Τέλος, υπάρχει έλλειψη επίσημης υποστήριξης για άτομα που ζουν σε ανεπίσημα καταλύματα, ιδίως για την υγειονομική περίθαλψη, τα τρόφιμα και τις εγκαταστάσεις υγιεινής. Ενώ οι άτυπες κατοικίες χρησιμοποιούνται ακόμα από πρόσφυγες, με κάποιες καταλήψεις να δηλώνουν ότι είναι γεμάτες και να βασίζονται σε λίστα αναμονής, απαιτείται μεγαλύτερη αναγνώριση για αυτές τις μορφές στέγασης, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πρόσφυγες έχουν ακόμα πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη που κανονικά θα απαιτούσε μια διεύθυνση για να εγγραφούν.

Συστάσεις για αλλαγή πολιτικής

Έχουμε πέντε συστάσεις για αλλαγή πολιτικής. Πρώτον, υπάρχει επείγουσα ανάγκη διαχείρισης του αριθμού των ανθρώπων που ζουν στα νησιωτικά κέντρα υποδοχής αυξάνοντας τον αριθμό των μετακινήσεων στην ηπειρωτική Ελλάδα ή αλλού στην Ευρώπη και βελτιώνοντας τις παροχές και τις συνθήκες διαβίωσης στην ηπειρωτική χώρα.

Δεύτερον, απαιτείται μεγαλύτερη διαφάνεια και αυξημένος διάλογος μεταξύ ορισμένων κέντρων υποδοχής και παροχές από τρίτους.

Τρίτον, θα πρέπει να υπάρξει επείγουσα αύξηση της ικανότητας επεξεργασίας των καταχωρίσεων ασύλου στην Ελλάδα, μειώνοντας έτσι τους τρέχοντες χρόνους αναμονής και τον υπερπληθυσμό στα κέντρα υποδοχής. Χρειάζεται περισσότερη και καλύτερης ποιότητας πληροφόρηση των προσφύγων για κάθε στάδιο, προβλεπόμενοι χρόνοι αναμονής και τι σημαίνει κάθε στάδιο στα αρχικά στάδια της διαδικασίας ασύλου για να μειωθεί το άγχος για τους ανθρώπους που ζουν στα κέντρα υποδοχής.

Τέταρτον, απαιτείται μεγαλύτερη ευελιξία στην παροχή στέγασης, ιδίως για ευάλωτες περιπτώσεις όπου οι ανάγκες των ατόμων διαφέρουν πολύ. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζονται μεγαλύτεροι πόροι.

Τέλος, υπάρχει ανάγκη για αυξημένη χρηματοδότηση και στήριξη για το πρόγραμμα ESTIA «Αστικά Καταφύγια» του ΟΗΕ, το οποίο μεταφέρει τους πρόσφυγες από τα καμπ σε διαμερίσματα, καθώς και την αυξημένη ικανότητα στέγασης έξω από τα καμπ και τη δημιουργία κινήτρων για τις τοπικές αρχές που είναι απρόθυμες να συνεργαστούν με το σχέδιο.

Οι πρόσφατες επισκέψεις μας στην Αθήνα και στη Σάμο επανέλαβαν την ανάγκη για αυτές τις αλλαγές. Το Κέντρο Υποδοχής στη Σάμο έχει επίσημη χωρητικότητα για 700 άτομα, ωστόσο από το Δεκέμβριο του 2018 έως τον Ιανουάριο του 2019 περίπου 5.000 άνθρωποι περέμεναν στο νησί για απόφαση ασύλου. Αυτός ο υπερπληθυσμός οδηγεί σε μεγάλες ουρές για φαγητό, ντους, εγκαταστάσεις πλυντηρίου και νομικές πληροφορίες και υποστήριξη, καθώς και αυξημένους κινδύνους βίας λόγω φύλου, ασθένειας και τραυματισμού. Οι καταλήψεις και οι ανεπίσημοι φορείς παροχής στέγασης στην Αθήνα αναγκάζονται επίσης τώρα να δηλώσουν ότι είναι γεμάτοι με περιορισμένο διαθέσιμο χώρο για να φιλοξενήσουν ανθρώπους και μια κατάληψη μιλάει για μια λίστα αναμονής με περισσότερους από 400 ανθρώπους. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη είναι μάρτυρας μιας συνεχιζόμενης κρίσης, μιας κρίσης υποστήριξης και παροχής.

Οι συντάκτριες αυτού του άρθρου αποτελούν μέρος του πρότζεκτ IR_Aesthetics, το οποίο, σε συνεργασία με το Foreign Policy Centre, παρουσίασε την έκθεση στο Portcullis House στο Λονδίνο στις 26 Φεβρουαρίου, απαντώντας στην τρέχουσα κρίση της υποστήριξης των προσφύγων στην Ελλάδα και τη Σερβία και κάνοντας προτάσεις για αλλαγή βασισμένες στην έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή μεταξύ 2017-2019.

Παρακαλούμε διαβάστε την πολιτική των σχολίων μας πριν σχολιάσετε.

Σημείωση: Αυτό το άρθρο παρουσιάζει τις απόψεις των συγγραφέων, όχι τη θέση του EUROPP – European Politics and Policy ή του London School of Economics.

_________________________________

Σχετικά με τις συγγραφείς

Amanda Russell Beattie – Πανεπιστήμιο Aston

Η Amanda Russell Beattie είναι Ανώτερος Λέκτορας Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Aston.

Gemma Bird – Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ

Ο Gemma Bird είναι Λέκτορας Πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικής του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ.

Jelena Obradovic-Wochnik – Πανεπιστήμιο Aston

Η Jelena Obradovic-Wochnik είναι Αναπληρωτής Διευθύντρια του Κέντρου για την Ευρώπη του Aston και ειδικός στην πολιτική των Δυτικών Βαλκανίων, της Σερβίας και του Κοσόβου.

Patrycja Rozbicka – Πανεπιστήμιο Aston

Η Patrycja Rozbicka είναι Λέκτορας Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Aston.

Σύνδεσμος στο αρχικό άρθρο εδώ.

 

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Pressenza Athens