Κατά τη διάρκεια της αβάν πρεμιέρ προβολής του ντοκιμαντέρ “Depuis Mediapart”, στον κινηματογράφο ”Ουτοπία” του Μπορντώ, o Edwy Plenel διευθυντής του Mediapart, μοιράστηκε μαζί μας τις σκέψεις του πάνω στην ελευθερία του Τύπου, το επάγγελμα του δημοσιογράφου και την οργή των Κίτρινων Γιλέκων ενάντια στα κυρίαρχα ΜΜΕ.

Ποια η σημασία της ελευθερίας του Τύπου στις μέρες μας;
Υπάρχει μία τάση όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και διεθνώς, που θα έλεγα πως τρέχει ιλιγγιωδώς καθώς διασχίζει τις αριστερές κι όχι μόνο τις δεξιές δυνάμεις. Η τάση αφορά στο ζήτημα του βασικού δικαιώματος των πολιτών για το δικαίωμα στη γνώση και που κατά την προσωπική μου άποψη είναι πιο σημαντικό από το δικαίωμα ψήφου.
Αποτελεί ουσιώδες δικαίωμα η πρόσβαση σε μία πλουραλιστική, σχολαστική, διαφοροποιημένη, ελεύθερη και ανεξάρτητη πληροφόρηση. Εφόσον δεν έχω αυτή την πρόσβαση, μπορώ βεβαίως να ψηφίσω αλλά ψηφίζω σαν τυφλός και μπορώ να ψηφίσω εν αγνοία μου τον χειρότερο μου εχθρό ή τη χειρότερη μου δυστυχία.
Είναι μία δοκιμασία, ένας αγώνας σήμερα όλων των δυνάμεων, όποιες κι αν είναι, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Είτε προσπαθώντας να έχουν ένα ταξικό Τύπο, με πολιτικά, οικονομικά, ή ιδεολογικά μέσα, είτε πάλι εναντιώνονται στον ανεξάρτητο τύπο. Το λέω αυτό διότι πρέπει να τηρούνται τα προσχήματα.
Εμείς στη Mediapart, διεξάγουμε αυτόν τον αγώνα εδώ στη Γαλλία, αλλά είμαστε αλληλέγγυοι επίσης μ’αυτούς που διεξάγουν αυτό τον αγώνα σε χώρες που πρέπει να κάνουν τη μετάβαση, τη στροφή μετά την αποτυχία της αριστεράς και πιστεύω προπάντων μετά την αποτυχία της Μπολιβαριανής εμπειρίας στη Βενεζουέλα, αλλά νομίζω επίσης και σε μία χώρα που γνωρίζω καλά, την Κούβα, που αυτό το ζήτημα δεν είναι ακόμα ανοιχτό κι είναι ένα βασικό θέμα.
Δεν μπορούμε να υπερασπιζόμαστε την ελευθεροτυπία και την ισότητα χωρίς να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στη γνώση που δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο μόνο των δημοσιογράφων αλλά ένα δικαίωμα όλων των πολιτών.
Έπειτα, η κριτική απέναντι στα ΜΜΕ, η κριτική στη δημοσιογραφία, δεν είναι μόνο επιθυμητή αλλά απαραίτητη.
Πρώτα απ’όλα όμως θα πρέπει να έχουμε αυτό το κεκτημένο.

Είναι δυνατό σήμερα να μιλάμε για έναν ανεξάρτητο Τύπο;
Είναι η μάχη που δίνει η Mediapart. Είμαστε ένα εργαστήριο μέσω του οποίου εργαζόμαστε για να δείξουμε στο κοινό ότι ο ανεξάρτητος Τύπος είναι εφικτός, προσφεύγοντας και στην ψηφιακή επανάσταση. Δεν έχουμε παρά μονάχα μία συνταγή: την υποστήριξη των συνδρομητών μας, “μόνο οι αναγνώστες μας, μπορούν να μας αγοράσουν”. Δεν έχουμε έσοδα από διαφημίσεις, δεν έχουμε αυτό το εμπόρευμα που ονομάζεται ”διαφήμιση” καμία διαφημιστική καταχώρηση. Αρνούμαστε κάθε λαϊκή επιδότηση, δεν αγγίζουμε και δεν εισπράττουμε ούτε ένα λεπτό από το Κράτος και δεν έχουμε σπόνσορες που να ελέγχουν τη Mediapart: εμείς είμαστε τα αφεντικά.
Κι έτσι λέμε στο κοινό: “κρίνετέ μας στα σημεία”. Η ελευθερία σας είναι να μας διαβάζετε ή να μη μας διαβάζετε, είναι επίσης να μας ασκείτε κριτική εάν το επιθυμείτε. Είμαστε μία συνεργατική εφημερίδα. Έχετε το δικαίωμα να μας αντικρούσετε, να μας αμφισβητήσετε, έχετε το δικαίωμα να μας παρατείνετε κι εμείς θέλουμε να ζούμε μόνο χάρη στη δική σας συνδρομή. Ακριβώς εδώ είναι που η εμειρία της Mediapart γίνεται μία ελπίδα φωτός, καθώς εδώ και 11 χρόνια αποδεικνύουμε συνεχώς ότι το να αντιστέκεσαι είναι εφικτό. Αλλιώς, γνωρίζουμε ότι, είναι δυνατό να δημιουργήσει κανείς μία επικερδή και αποδοτική εφημερίδα, που θα έχει κέρδη κάθε χρονιά που θα επενδύει σ’αυτήν χωρίς να χρειάζεται τις δωρεές και την υποστήριξη του κοινού για να επιβιώνει.

Πώς αντιλαμβάνεστε το ρόλο του δημοσιογράφου στο σημερινό περιβάλλον;
Υπερ-αμυνόμαστε τις αρχές που διέπει η δημοσιογραφία. Τις αρχές που θα έπρεπε να υποστηρίζει κάθε δημοσιογράφος που εργάζεται. Προσωπικά, θεωρώ ότι είμαστε εργάτες της ενημέρωσης. Δεν είμαι υπέρ της έχθρας απέναντι σ’έναν δημοσιογράφο που εργάζεται στο TF1, ή σ’έναν άλλον που εργάζεται στη Figaro. Με τον ίδιο τρόπο που δεν είμαι υπέρ του μίσους απέναντι σ’ έναν εργάτη που δουλεύει στα πυρηνικά ή τη βιομηχανία των αμυντικών εξοπλισμών. Τον ενθαρρύνω όμως να συνδικαλιστεί, τον προτρέπω να παλέψει για τα ουσιώδη, πάνω στις κοινωνικές αξίες, αλλά δεν θα πάω να του πω “είναι σκάνδαλο να βγάζεις το ψωμί σου μ’αυτό τον τρόπο”. Λέω ότι, εάν είμαι στο TF1, εάν είμαι στη Figaro, εγώ στη Mediapart, αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να παρακινήσω να παλέψουν για την εύρυθμη λειτουργία του επαγγέλματός τους απ’ όποια θέση κι αν βρίσκονται.
Λέω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι υπάρχει μία ιδιάζουσα κριτική μορφή των ΜΜΕ που είναι εκτός τόπου και χρόνου, που πιστεύει ότι για να παρέχουμε σωστή πληροφόρηση, αρκεί να σκεφτούμε πολιτικά δίκαια. Αλίμονο, η εμπειρία των αριστερών του 20ου αιώνα μας αποδεικνύει ότι δεν είναι ακριβώς η περίπτωση. Μπορούμε να πιστεύουμε ότι σκεφτόμαστε δίκαια πολιτικά και την ίδια στιγμή να μην βλέπουμε την πραγματικότητα που δεν κινείται στο πλαίσιο των πεποιθήσεών μας. Είναι δυστυχώς η ιστορία του απολογισμού του υπαρκτού σοσιαλισμού, με τα πολλά ψέμματα και τις πολλές απάτες. Άρα εάν θέλουμε να συνοψίσουμε με την εμπειρία, την ελπίδα της ελευθεροτυπίας, θα πρέπει να υπερασπιστούμε την ιδέα ότι κατά βάθος, οφείλουμε πρώτα να παλέψουμε εκεί όπου εργαζόμαστε. Έτσι, εμείς στη Mediapart, είμαστε στο πλευρό των εργαζομένων στη πληροφόρηση. Εγώ είμαι συνδικαλιστής, πάντα ήμουν δηλαδή.
Σήμερα, είμαι αφεντικό μίας επιχείρησης, έτσι πληρώνω τη συνδρομή μου απευθείας στη κεντρική, αλλά στη Mediapart υπάρχουν συνδικάτα, υπάρχουν αυτοί που το προσωπικό ορίζει κλπ. Άρα υπάρχει μία ζωή, μία κοινωνία δημοσιογράφων. Πιστεύω πως πρέπει να υπερασπιστούμε αυτή την ιδέα. Δεν είμαστε αλυσοδεμένοι, είμαστε άνθρωποι που μάχονται καθημερινά.
Όλος ο κόσμος μπορεί να δει στα ΜΜΕ, πώς εγώ ο ίδιος αντιμετωπίζω την άλλη δημοσιογραφία, την προσφιλή στη κυβέρνηση, της αυταρέσκειας, των εκδοτών και του μπλα-μπλα. Αντιμετωπίζω όμως μαχώμενος την τιμή του επαγγέλματος και της απασχόλησης. Γιατί; Διότι αυτή η δουλειά βρίσκεται στη καρδιά της δημοκρατικής ελευθερίας. Δεν είναι μόνο προνόμιο των δημοσιογράφων το δικαίωμα στη γνώση.

Και επαναλαμβάνω πάντα κάτι που το ξέρουν λίγοι, στην πλατεία της Βαστίλλης υπάρχει η στήλη του Ιουλίου, Les Trois Glorieuses (οι τρείς ημέρες της Επανάστασης του 1830). Οι εργάτες κι οι βιοτέχνες του προαστίου Σαιντ-Αντουάν. Υπάρχουν 500 πτώματα κάτω απ’τη στήλη. Γιατί άραγε πέθαναν τον Ιούλιο του 1830; Γαι το δικαίωμα στην ελευθερία του Τύπου ενάντια στα διατάγματα του Καρόλου του 10ου. Την εποχή εκείνη, υπήρχε η παιδική εργασία, δεν υπήρχε όριο στις εργατοώρες, ούτε η Κυριακάτικη αργία. Υπήρχε μόνο μιζέρια στις φάμπρικες. O Lamennais, ο πρώτος προοδευτικός ιερέας, πριν το κομουνιστικό μανιφέστο, συνέταξε ένα μανιφέστο πάνω στη σύγχρονη δουλεία και το έκανε την κατάλληλη στιγμή. Η σύγχρονη δουλεία υφίστατο, παρ’όλα αυτά υπήρξαν άτομα που είπαν: πρίν από τα κοινωνικά μας δικαιώματα, υπάρχει ένα ουσιώδες δικαίωμα: θέλουμε να είμαστε πληροφορημένοι. Η γνώση είναι ένα όπλο. Κι αυτό είναι η απελευθέρωση, η ελευθεροτυπία, είναι ο Διαφωτισμός. Βρισκόμαστε στην καρδιά όλου αυτού. Και λέγοντας αυτό δεν προσπαθώ να εξιδανικεύσω το επάγγελμά μου. Παλεύω γι’αυτό το επάγγελμα αλλά παλεύω στο όνομα αυτού του δημοκρατικού ιδανικού.

Από που πηγάζει όλη αυτή η οργή των Κίτρινων Γιλέκων;
Όλα όσα έχουν συμβεί με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων δείχνει προφανώς ότι υπάρχει μία οργή ενάντια στα κυρίαρχα ΜΜΕ. Γιατί λοιπόν υπάρχει η οργή αυτή; Το είδαμε ήδη για παράδειγμα στο ζήτημα της αστυνομικής βίας, υπήρξαν κυρίαρχα ΜΜΕ που παρακολούθησαν το κίνημα αφ’υψηλού, που δεν πήγαν να το δουν από κοντά και το δαιμονοποιήσαν κατ’ευθείαν: Όχι μόνο είναι επικίνδυνοι, αλλά είναι ρατσιστές, αντισημιτικοί και βίαιοι, είπαν. Άρα τους κρίνουν αφ’υψηλού και κρίνοντάς τους με τέτοιο τρόπο δεν βλέπουν αυτό που τους κάνουν. Χάρη στα κοινωνικά δίκτυα και τη Mediapart, μέσω του David Dufresne, τέθηκε το ζήτημα της βίαιης αστυνομικής καταστολής, των ακολασιών και των κακοποιήσεών της. Υπάρχει ένα έθνος που ξεσηκώνεται, που διαβάζει τον τοπικό τύπο, που παρακολουθεί ειδησεογραφικά, ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, δεν διαβάζει απαραίτητα τη Mediapart, ούτε απαραίτητα τη Le Monde, τη Figaro ή τη Liberation και αναρωτιέται: Πώς δεν μας λαμβάνουν υπόψη τους; και κατά συνέπεια είναι οργισμένοι. Εξαιτίας αυτού προχωρούν σε ακρότητες ακόμα και εναντίον δημοσιογράφων.

Πίσω από αυτή την οργή κρύβεται κάτι βαθύτερο. Στην κούρσα της ακροαματικότητας, τα κυρίαρχα μίντια ασπάζονται τον κίνδυνο και την τρομολαγνία χρησιμοποιώντας τα κοινωνικά δίκτυα, περνώντας την γνώμη τους για αλήθεια. Όταν είμαστε όμως κοντά στην αιτία ξέρουμε ότι η αλήθεια δεν είναι εκεί. Δεν αρκεί να έχουμε μία πιό σωστή γνώμη, η συζήτηση απόψεων δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία ακόμα κι αν κινείται γύρω από πραγματοποιήσιμες αλήθειες, που αφορούν το παρόν και το παρελθόν. Εάν είναι μονάχα η γνώμη μου ενάντια στη δική σου, τότε εύκολα είναι και η προκατάληψή μου ενάντια στη δική σου, η καταγωγή μου, η πίστη μου, η ταυτότητα μου ενάντια στη δική σου, ο πόλεμος όλων εναντίων όλων. Μιλάω για το δικαίωμα στη γνώση το οποίο είναι άλλο πράγμα από την ελευθερία του λόγου. Τι είναι τελικά ο θυμός; Είναι ότι υπάρχει ένας δημοσιογράφος που αντί να πάει στο πεδίο των γεγονότων, αντί να κάνει τη δουλειά του, να κατανοήσει την πραγματικότητα, να τη γνωρίσει, να τη συνειδητοποιήσει, κάνει δημοσιογραφία της φλυαρίας, των τοκ σόου, των απόψεων, θεωρεί τον εαυτό του πιο αξιόπιστο από τους ανώνυμους των κοινωνικών δικτύων, αλλά κάνει πράγματα του ίδιου τύπου. Δίνει την άποψή του. Δεν είναι αυτό το επάγγελμά μας. Έχω κι εγώ τις δικές μου πεποιθήσεις, αλλά δεν είναι αυτό το επάγγελμά μου.

Κατά τη γνώμη σας, ποιος είναι ο ρόλος μίας εφημερίδας;
Η δουλειά μου, ο ρόλος της Mediapart κι όσα παρακινούν τα άτομα με διαφορετικές ευαισθησίες και ανησυχίες να είναι συνδρομητές στη Mediapart, είναι να φέρνουμε χρήσιμες ειδήσεις στον κόσμο, πάνω στην οικονομία, τα χρηματοοικονομικά, την πολιτική, την κοινωνική πραγματικότητα. Αυτός είναι ο ορισμός μίας χρήσιμης εφημερίδας. Μία εφημερίδα είναι ένα λαϊκό πανεπιστήμιο. Είναι ένας χώρος όπου έχω πρόσβαση στη γνώση, που ανακαλύπτω τη γνώση. Γι’ αυτό το λόγο, η Mediapart είναι δύο κόσμοι: μία εφημερίδα κι αυτό που αποκαλούμε η λέσχη, όχι λέσχη Rotary αλλά με την έννοια του κλαμπ των Jacobins, των Cordeliers, μια λέσχη όπου δίνουμε μία μάχη, όπου μπορούμε να ασκήσουμε κριτική ακόμα και στην ίδια τη Mediapart, όπου μπορούμε να τσακωθούμε γύρω από μία είδηση της Mediapart, με έναν κώδικα ηθικής όμως, όπου δεν βριζόμαστε. Για μένα, αυτό είναι το δημοκρατικό οικοσύστημα κι αυτό πρέπει να διαφυλάξουμε. Δυστυχώς, υπάρχουν στον κόσμο μας πολλοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού κόσμου όλων των τάσεων, που κατά βάθος, αντί να υπερασπιστούν αυτό το ιδανικό ενός ελεύθερου και ανεξάρτητου Τύπου, αγαπούν τον Τύπο, όταν αυτός τους υποστηρίζει. Λυπάμαι, αλλά δεν είναι αυτός ο ρόλος μας.

Ευχαριστούμε τον Edwy Plenel για τη διαθεσιμότητα και την καλοσύνη του.

——————-
Μετάφραση από τα γαλλικά για την ελληνική Pressenza: Ανδρέας Παπαγγελόπουλος.