Πώς διδάσκεται η ιστορία του πολέμου μετά τον πόλεμο;
Είναι η συμφιλίωση αδύνατη;

Κατά τη διάρκεια της διημερίδας με τίτλο “Η Κλειώ πάει σχολείο”, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και διοργανώνει ο Όμιλος για την ιστορική εκπαίδευση στην Ελλάδα, είχα χθες την ευκαιρία να παρακολουθήσω την εισήγηση της Χριστίνας Κουλούρη, Καθηγήτριας της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Παρουσίασε μια διαβαλκανική απόπειρα για τη δημιουργία κοινού εκπαιδευτικού υλικού, που βοηθά τη διδασκαλία της ιστορίας σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων, προσπάθεια που ξεκίνησε όταν είχαν μόλις τελειώσει οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία, έχοντας πολύ νωπές τις μνήμες του πολέμου και που ολοκληρώθηκε και δημοσιεύθηκε το 2016.

 

Ζούμε σε καιρό ειρήνης αλλά η διδασκαλία της ιστορίας περιστρέφεται σε μεγάλο ποσοστό γύρω από πολέμους. Κάποια γεγονότα μοιάζουν πολύ απομακρυσμένα, όπως για παράδειγμα οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, κάποια όμως πιο κοντινά μας, όπως για παράδειγμα ο εμφύλιος. Η πολεμική εμπειρία σε όλες τις εκδοχές αφήνει βαθιά σημάδια στις κοινωνίες, τα οποία μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Η μνήμη του πολέμου αποτελεί την οργανωτική αρχή γύρω από την οποία συγκροτούνται πολλές συλλογικές ταυτότητες. Στην περίπτωση των βαλκανίων αυτό είναι ακόμα πιο ισχυρό. Όποτε μιλάμε ιστορικά για τον 20ο αιώνα, μιλάμε για πολέμους. Ξεκινάμε από τους Βαλκανικούς, προχωράμε στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, μετά στον Μεσοπόλεμο, στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, στον Ψυχρό Πόλεμο, κλπ”, ξεκίνησε λέγοντας η Χ. Κουλούρη.

Εκατό περίπου ιστορικοί από διαφορετικές εκπαιδευτικές βαθμίδες προερχόμενοι από “εχθρικές” ή αντίπαλες χώρες κάθισαν στο ίδιο τραπέζι, συνομίλησαν και κατέληξαν γύρω από την αφήγηση του κοινού παρελθόντος. Το αποτέλεσμα της δουλειάς τους έχει μεταφραστεί σε 9 γλώσσες, και στα ελληνικά, και υπάρχει ελεύθερο στο διαδίκτυο. Περιέχει συλλογές πηγών από όλες τις βαλκανικές χώρες, καλύπτει όλα τα κεφάλαια της κοινής ιστορικής διδασκαλίας και είναι ένα εγχειρίδιο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους εκπαιδευτικούς σε όποια βαλκανική χώρα και αν βρίσκονται.

Είναι δυνατόν να υπερβούμε την εθνοκεντρική αφήγηση; Πώς μπορούμε να διδάξουμε τα επίμαχα και συγκρουσιακά γεγονότα σε κοινωνίες που μόλις έχουν βιώσει έναν αιματηρό πόλεμο, γενοκτονίες, σφαγές και εκτοπισμούς;” αναρωτήθηκε η Χ. Κουλούρη. Συνήθως ακούμε ότι δεν είναι δυνατόν και ότι χρειάζεται μια απόσταση από τα γεγονότα ώστε να μπορέσουμε να αποκτήσουμε την ψυχραιμία να τα διαπραγματευθούμε, ότι είναι προτιμότερη η σιωπή.

Και συνέχισε: “Η ιστορία φτιάχνει ταυτότητα. Αυτό δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε ούτε να το αντιπαλέψουμε. Το ζήτημα είναι τι ταυτότητα διαμορφώνει, πώς την διδάσκουμε για να φτιάξουμε έναν σύγχρονο πολίτη. Οι πόλεμοι ερμηνεύονται κατά τη διδασκαλία στο πλαίσιο μιας εθνοκεντρικής αφήγησης. Αυτές οι εθνοκεντρικές προσεγγίσεις γίνονται από όλες τις κοινωνίες, δεν έχει η χώρα μας το μονοπώλιο. Οι τραυματικές εμπειρίες των πολέμων στιγματίζουν το παρόν και δημιουργούν τις διχασμένες μνήμες. Κυρίως από την πλευρά των θυμάτων ακούμε να μιλούν για το “καθήκον της μνήμης”, οφείλουμε να θυμόμαστε γιατί με αυτό τον τρόπο αναγνωρίζουμε τον πόνο και την τραυματική εμπειρία των θυμάτων. Έτσι στη δημόσια σφαίρα μαίνονται οι “πόλεμοι της μνήμης” και υπάρχει πολιτική κατάχρηση του παρελθόντος και της ιστορίας από κυβερνήσεις και κόμματα.

 

Ο ρόλος του σχολείου και του σχολικού εγχειριδίου
Το σχολικό εγχειρίδιο αντιμετωπίζεται ως “ευαγγέλιο” που οφείλει να περιέχει την “τελική αλήθεια” και έτσι το ίδιο και οι συγγραφείς του αποτελούν στόχο επιθέσεων και κριτικής. Το σχολείο μπορεί να συμβάλλει στην αναπαραγωγή της σύγκρουσης εάν κρύβει τις σκοτεινές πλευρές του παρελθόντος και προωθεί μια μονόπλευρη ερμηνεία των γεγονότων. Υπάρχει εμπειρία που έχει συζητηθεί για το ποιος ήταν ο ρόλος του σχολείου μεταξύ δύο πολέμων, αν ουσιαστικά καλλιεργούσε το μίσος για το γείτονα. Η άλλη όψη είναι αν η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί, μιλώντας για τις συγκρούσεις, να συμβάλλει στη συμφιλίωση. Θα προτάξουμε τη συμφιλίωση και μετά θα μεταρυθμιστεί η διδασκαλία της ιστορίας; ή θα χρησιμοποιήσουμε τη διδασκαλία της ιστορίας για να πετύχουμε τη συμφιλίωση;”, αναρωτήθηκε η Χ. Κουλούρη.

 

Μερικά διλήμματα και το παράδειγμα κοινής προσέγγισης του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία
Πρώτο δίλημμα αφορά τη σχέση θυμάτων και θυτών. Θα πρέπει τα θύματα να συγχωρήσουν για να επιτευχθεί η συμφιλίωση ή είναι πιο σημαντική η απονομή δικαιοσύνης;
Οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν για το παρελθόν τους και να συμφιλιωθούν με τα όσα έκαναν οι γονείς, οι γιαγιάδες και οι παππούδες τους;
Στη διδασκαλία της ιστορίας θα πρέπει να θυμόμαστε ή να ξεχνάμε τα τραυματικά γεγονότα;

Παίρνοντας το παράδειγμα του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία η Χ. Κουλούρη εξήγησε πώς το έχουν προσεγγίσει στην κοινή απόπειρα που έκαναν οι εκατό περίπου ιστορικοί από όλες τις βαλκανικές χώρες. Αρχικά παρουσιάζεται ο ίδιος ο πόλεμος, οι μάχες, τα “ρεάλια” όπως αποκαλούν οι ιστορικοί τα καθαρά ιστορικά γεγονότα. Παράλληλα όμως στο εγχειρίδιο φωτίζονται η ανθρώπινη εμπειρία, ο τρόπος που βίωσαν οι κοινωνίες τον πόλεμο και ιδιαίτερα τα παιδιά, το σκοτεινό πρόσωπο του πολέμου, δηλαδή οι πρόσφυγες από όλες τις πλευρές, οι εθνοκαθάρσεις, οι καταστροφές μνημείων και τόπων λατρείας ενώ έμφαση δίνεται και στα αντιπολεμικά κινήματα της εποχής.

Κατέληξε λέγοντας: “Πρέπει να ενσωματώσουμε τις προαναφερθείσες πλευρές στο ηγεμονικό αφήγημα της ιστορίας, δηλαδή να αλλάξουμε το αφήγημα για τις συγκρούσεις. Είναι μια απαραίτητη στρατηγική στην ιστορική σκέψη για να υπερβούμε τον εθνοκεντρισμό και να αναγνωρίσουμε την ετερότητα. Σε σχέση με τη μνήμη, η επιλογή δεν είναι ανάμεσα στο να θυμόμαστε ή να ξεχάσουμε, ανάμεσα στη μνήμη ή τη λήθη, γιατί το να ξεχάσουμε δεν είναι κάτι που μπορούμε να διαλέξουμε να κάνουμε. Η επιλογή έγκειται σε διαφορετικούς τρόπους να θυμόμαστε. Η συμφιλίωση δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε με σιωπές ούτε με διαστρεβλώσεις. Η μνήμη είναι ζωντανή, ακόμα και κάτω από το πέπλο της σιωπής, ιδιαίτερα όταν έχει υπάρξει ένα πρόσφατο βίαιο παρελθόν. Η ιστορική εκπαίδευση οφείλει να αναλάβει το δύσκολο έργο της διαδασκαλίας πολέμων και συγκρούσεων, ώστε να διδάξει στις νέες γενιές πώς να πραγματευτούν το σκοτεινό παρελθόν τους. Η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί να είναι αποτελεσματική και πειστική μόνο όταν ενσωματώνει τις τραυματικές εμπειρίες και απαντά στα βιώματα της σύγκρουσης.