Οι άνθρωποι που δεν έχουν βιώσει από πρώτο χέρι την εκτροπή της Ερυθραίας προς τον ολοκληρωτισμό δεν μπορούν να καταλάβουν πραγματικά πώς είναι η καθημερινή ζωή εκεί. Ακόμη και οι κακόφημοι χαρακτηρισμοί που της έχουν αποδοθεί –όπως για παράδειγμα η χώρα «με τη μεγαλύτερη λογοκρισία» στον κόσμο ή η χώρα που έχει καταταγεί στις τελευταίες θέσεις του Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου για 10 συνεχόμενα χρόνια– δεν αρκούν για να κατανοήσει κανείς την καθημερινή πραγματικότητα στην Ερυθραία. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να μοιραστώ μαζί σας τη δική μου βιωματική εμπειρία.

Γράφει ο Abraham T Zere*
Ακριβώς πριν από 16 χρόνια, στις 18 Σεπτεμβρίου 2001, ο Πρόεδρος της Ερυθραίας Iσαΐα Αφουέρκι [Isaias Afwerki] και η κλίκα του, απαγόρευσαν επτά ανεξάρτητες εφημερίδες και οδήγησαν στη φυλακή 11 από τους ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Εκείνη η «Μαύρη Τρίτη» ήταν η αρχή της μεταμόρφωσης της Ερυθραίας στο αστυνομικό κράτος που είναι σήμερα. Πριν συμβεί αυτό, παρά τις διάφορες προκλήσεις, τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης της Ερυθραίας είχαν δημιουργήσει έναν χώρο για ανοιχτή συζήτηση, προσφέροντας μάλιστα ένα φόρουμ για αντιφρονούντες πολιτικούς ηγέτες.

 

Συνθλίβοντας τη διαφωνία

Η πρώτη επίσημη απάντηση στα ενθαρρυντικά σημάδια ενός ζωντανού Τύπου και στα ανοιχτά πολιτικά φόρουμ, που διαμορφώνονταν στην Ερυθραία, ήρθε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2001, όταν ο Πρόεδρος Αφουέρκι όρισε τον Ναϊζι Κιφλού [Naizghi Kiflu] ως υπουργό Πληροφόρησης.

Ο Κιφλού είχε αποκτήσει τη φήμη του άγριου και ανελέητου διοικητή, κατά τη διάρκεια του αγώνα για ανεξαρτησία. Είχε υπηρετήσει ως επικεφαλής της περίφημης στρατιωτικής φυλακής, που τότε ονομαζόταν Επαναστατική Φρουρά. Ποτέ δεν ένιωσε ντροπή για το παρελθόν του και στην πρώτη του συνάντηση με τα στελέχη του υπουργείου και τους δημοσιογράφους, ο Κιφλού τούς υπενθύμισε ότι ήταν «ένας σκληρός επιτελάρχης και πρώην επικεφαλής της Επαναστατικής Φρουράς».

Μετά την απαγόρευση ιδιωτικών εφημερίδων και την έκδοση εντολής για ένα κύμα συλλήψεων, ο υπουργός διέταξε τα τυπογραφεία της Ερυθραίας να σταματήσουν αμέσως την εκτύπωση οποιουδήποτε υλικού, συμπεριλαμβανομένων των προσκλητηρίων γάμου και των αφισών νυχτερινών κέντρων.

Έτσι, άρχισε σταθερή κάθοδος της χώρας στην άβυσσο.
Σε μια εκφοβιστική δεύτερη συνάντηση με το προσωπικό του υπουργείου, που ακολούθησε την απαγόρευση των ιδιωτικών εφημερίδων και τη φυλάκιση πολλών ανεξάρτητων δημοσιογράφων, ο υπουργός Κιφλού χαρακτήρισε τους δημοσιογράφους ως «ένα τσούρμο τρωκτικά», δηλώνοντας ότι «δεν είναι τόσο δύσκολο για την κυβέρνηση της Ερυθραίας να απαλλαγεί από τρωκτικά».

Αν και η θητεία του Κιφλού ήταν σύντομη, αρκούσε για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα φόβου με ένα συνεχές συναίσθημα ανασφάλειας, αυθαίρετες συλλήψεις και την εισαγωγή μιας ημι-στρατιωτικής δομής στο υπουργείο.

Ο διάδοχός του ως de facto υπουργός Πληροφοριών Αλί Αμπντού Αχμέντ [Ali Abdu Ahmed] ήρε την απαγόρευση της εκτύπωσης και την αντικατέστησε με την πανταχού παρούσα και διαδεδομένη λογοκρισία.
Για περισσότερο από μια δεκαετία, οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς της Ερυθραίας χτυπήθηκαν από αυτή τη μεσαιωνική άσκηση λογοκρισίας. Το υπουργείο διέταξε να αλλάξουν οι στίχοι στις στροφές τραγουδιών, να διαγραφούν και να ξαναγραφτούν κεφάλαια βιβλίων.

Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι εντολές δεν βασίζονταν σε πολιτικές αντιρρήσεις, αλλά σε προσωπικές ιδιοτροπίες κυβερνητικών λογοκριτών ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, απλώς στην διεστραμμένη επιθυμία του λογοκριτή να ασκεί την εξουσία.

Με την πάροδο του χρόνου, η βίαιη καταστολή του υπουργείου σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και η παράλογη λογοκρισία οποιασδήποτε μορφής τέχνης, οδήγησαν τους καλλιτέχνες της Ερυθραίας στο να αποφεύγουν να παρουσιάσουν ευαίσθητα έργα τέχνης στο υπουργείο, προς έγκριση.

Καθώς, με αυτόν τον τρόπο, το περιεχόμενο της λογοκρισίας εξανεμίστηκε, το γραφείο λογοκρισίας μετατράπηκε σε «συμβουλευτική» μονάδα, όπου οι προσωπικές προτάσεις και προτιμήσεις των λογοκριτών έγιναν η de facto πολιτική του υπουργείου.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όλοι οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς της χώρας να χάσουν τη φωνή τους και να εξαναγκαστούν σε μια αορίστου χρόνου καλλιτεχνική χειμερία νάρκη.

 

Φόβος και συγκεντρωτισμός

Ο Αλί Αμπντού –πιστός του Αφουέρκι– υπηρέτησε για περισσότερο από μια δεκαετία ως de facto υπουργός πληροφόρησης μέχρι που τελικά εγκατέλειψε τη χώρα το 2012. Μετά τη σύντομη θητεία του Κιφλού, που χαρακτηρίστηκε από φόβο και εκφοβισμό, ο Αμπντού θεσμοποίησε μηχανισμούς ελέγχου και μετέτρεψε τα εθνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης σε έναν γιγαντιαίο καθρέφτη του Προέδρου. Μέσω του Αμπντού, το υπουργείο Πληροφόρησης, άρχισε να μοιάζει με σχολή δοκίμων. Άρχισε επίσης να λειτουργεί ημι-στρατιωτικά κέντρα φυλακών.

Ο Αμπντού διοικούσε, όχι μόνο με το να δημιουργεί φόβο στους υφισταμένους του. Ζούσε ο ίδιος με αμείωτο άγχος, αναζητώντας διαρκώς την εύνοια και την έγκριση τού προϊσταμένου του, του Προέδρου Αφουέρκι. Είναι ενδιαφέρον ότι, παρόλο που ο Aμπντού αναφερόταν ως υπουργός, ειδικά από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν του είχε ποτέ ανατεθεί επισήμως το αξίωμα του υπουργού ούτε καν του υπηρεσιακού υπουργού. Η θέση του ήταν διευθυντής της εθνικής τηλεόρασης Eri-TV και επισήμως συστηνόταν ως «Αλί Αμπντού από το Υπουργείο Πληροφόρησης». Γνωρίζοντας τη φιλοδοξία του και τη συνεχή ανάγκη για εξασφάλιση της έγκρισής του, ο Αφουέρκι σίγουρα τον κρατούσε σε αυτή τη διφορούμενη θέση για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα και ενδεχομένως για να τον κρατήσει υπό έλεγχο.

Πλήρως αφοσιωμένος στην υπηρεσία του προέδρου, σε κάποιο σημείο ο Αμπντού άρχισε να διαβάζει και να ελέγχει κάθε τοπικό ειδησεογραφικό υλικό, προκειμένου να αποφανθεί αν μπορεί να εκτυπωθεί ή να μεταδοθεί.

Βαθιά εξοικειωμένος με το άκαμπτο σύστημα και οπλισμένος με προσεκτικά διαλεγμένα στελέχη από την κορυφή μέχρι τη βάση της ιεραρχίας, δεν άφηνε κανένα ευαίσθητο υλικό να ξεφύγει από την επιθεώρηση.

Ο Αμπντού ήταν πολύ προσεκτικός, ώστε κάποιος που δεν απολάμβανε την εύνοια του Προέδρου να μην λάβει οποιαδήποτε κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης. Μόνο ο ίδιος, και όσοι όπως αυτός είχαν επιτύχει στο δύσκολο έργο της ερμηνείας των συναισθημάτων του Προέδρου, θα μπορούσαν να τεθούν επικεφαλής σε ένα τόσο κουρελιασμένο τοπίο ενημέρωσης.

Αν το προσωπικό του δεν κατάφερνε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, ο Αμπντού αναλάμβανε ο ίδιος την αποστολή. Μια φορά, όταν η μονάδα παρακολούθησης του υπουργείου απέτυχε να καταγράψει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα επικριτικό προς την Ερυθραία που μεταδόθηκε από ένα διεθνές δίκτυο, το γραφείο του Προέδρου Aφουέρκι διατύπωσε παράπονα.

Ο Αμπντού απάντησε, παίρνοντας την υπόθεση στα χέρια του. Προκειμένου να παρακολουθεί προσωπικά και να καταγράφει τέτοια προγράμματα, εγκατέστησε στο γραφείο του 16 μίνι οθόνες που μετέδιδαν τα δελτία των μεγαλύτερων ειδησεογραφικών δικτύων στον κόσμο. Αυτές οι οθόνες μετέδιδαν καθ ‘όλη τη διάρκεια της ημέρας, ενώ εκείνος ακολουθούσε τη ρουτίνα του.

 

Τα καινούργια ρούχα του βασιλιά

Μετά την καταστροφή του πεδίου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που άνθιζαν στο νεαρό αφρικανικό κράτος, ο Πρόεδρος Αφουέρκι δημιούργησε έναν μηχανισμό μέσων ενημέρωσης που του επιτρέπει να μεταδίδει ό,τι του αρέσει.

Παραχωρεί συχνά «σύντομες συνεντεύξεις» στην εθνική τηλεόραση, οι οποίες διαρκούν περίπου δύο ώρες. Περνά από έλεγχο όλες τις ερωτήσεις εκ των προτέρων. Το μοναδικό καθήκον των «δημοσιογράφων» είναι να τον βοηθήσουν να μεταβεί από το ένα θέμα στο άλλο και να τον αφήνουν γενικώς να μιλάει. Συνήθως, ο Αφουέρκι μιλάει περίπου μισή ώρα για να απαντήσει σε μία ερώτηση. Δεν είναι περίεργο που σε μία από αυτές τις μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις, ο δημοσιογράφος Asmelash Abraha αποκοιμήθηκε στη μέση της μακράς απάντησης του προέδρου.

Όταν δεν μεταδίδουν αυτές τις ψευδο-συνεντεύξεις, οι εθνικές τηλεοπτικές εκπομπές αναφέρονται στην ατελείωτη «περιοδεία της επιθεώρησης» του Αφουέρκι σε όλη τη χώρα, όπου αφιερώνει άπλετο χρόνο, επιτηρώντας τις προσπάθειες ανάπτυξης και την εποπτεύοντας έργα, όπως η κατασκευή φραγμάτων.

 

Η απαξίωση της κρατικής τηλεόρασης

Ο Αφουέρκι μπορεί να έχει τα μέσα για να τυπώνει και να μεταδίδει ό, τι θέλει, αλλά σχεδόν κανείς δεν ακούει ή δεν διαβάζει αυτά που λέει.

Οι πολίτες της Ερυθραίας δεν παρακολουθούν σχεδόν ποτέ την εθνική τηλεόραση Eri-TV, το σύνθημα της οποίας είναι «εξυπηρετώντας την αλήθεια», αλλά απέτυχε να καλύψει μείζονα διεθνή γεγονότα όπως η Αραβική Άνοιξη, ενώ εξακολουθεί να παραμένει σιωπηλή για πολλές άλλες σημαντικές περιφερειακές εξελίξεις. Εάν οι πολίτες της Ερυθραίας έπρεπε να βασιστούν στα κρατικά μέσα ενημέρωσης, δεν θα μάθαιναν ποτέ, για παράδειγμα, ότι ο Μουαμάρ Καντάφι και ο Χόσνι Μουμπάρακ απομακρύνθηκαν από την εξουσία.

Εν τω μεταξύ, η κρατική εφημερίδα της Ερυθραίας έχει ουσιαστικά μετατραπεί σε μια έκδοση νεκρολογιών. Οι αναγνώστες συνήθως κοιτούν τις διαφημίσεις ή διαβάζουν από το τέλος προς τα εμπρός, ξεκινώντας από τα αθλητικά.

Εγκλωβισμένοι σε ένα τόσο ζοφερό και άγονο περιβάλλον ενημέρωσης, οι Ερυθραίοι επινόησαν νέες μορφές κοινωνικής ανυπακοής. Για να μπορεί να ξεφύγει από τον μοναδικό τηλεοπτικό σταθμό της χώρας, σχεδόν κάθε νοικοκυριό στην Ερυθραία έχει εγκαταστήσει ένα δορυφορικό δέκτη.

 

Η στρατιωτικοποίηση της Ερυθραίας

Αφού τα ελεύθερα ειδησεογραφικά μέσα στην Ερυθραία καταστράφηκαν, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να στρατιωτικοποιηθεί πλήρως η χώρα. Ο στρατός σύντομα ανέλαβε τα σχολεία, τις διοικήσεις και τις περισσότερες πολιτικές θέσεις.

Εκτός από τη συστηματική διάλυση της εκπαίδευσης, του Τύπου, του εμπορίου και της θρησκείας, η καταστολή του Σεπτεμβρίου του 2001 έφερε ανοιχτή εχθρότητα προς το κράτος δικαίου και τη λογοδοσία.

Στρατιωτικοί διοικητές άρχισαν να δημιουργούν εναλλακτικές εγκαταστάσεις φυλακών για να αποσπούν χρήματα από τους συγγενείς των κρατουμένων. Σήμερα, υπάρχουν περισσότερες από 360 «σωφρονιστικές εγκαταστάσεις» που διευθύνονται κυρίως από τους στρατιωτικούς διοικητές.

Τώρα που δεν υπάρχει ανεξάρτητος Τύπος για να ελέγχει, κυβερνά τη χώρα ο στρατός, ο οποίος απέκτησε τεράστια δύναμη με το καθεστώς Αφουέρκι.
Ένα Ειδικό Δικαστήριο έχει εγκρίνει και προωθήσει αυτή τη συστηματική παρεμπόδιση του κράτους δικαίου. Ένα στρατιωτικό δικαστήριο, που διοικείται από στρατιωτικούς διοικητές, ρυθμίζει τις περισσότερες δικαστικές υποθέσεις. Τα δικαστήρια της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του Ανώτατου Δικαστηρίου, έχουν περιοριστεί στη διαχείριση των υποθέσεων κλοπής και οικογενειακού δικαίου.

Αυτά τα δικαστήρια υποχρεούνται να συμβουλεύονται τους στρατιωτικούς διοικητές πριν εκδώσουν αποφάσεις σχετικές με σημαντικά ζητήματα. Φυσικά, οι διοικητές ζητούν αναθεωρήσεις έως ότου επιτευχθεί μια ετυμηγορία για τις προτιμήσεις τους.

Καταργώντας την ανεξαρτησία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ανακυκλώνοντας αδιάκοπα την κουρασμένη προπαγάνδα και εγκαθιδρύοντας εκτεταμένη λογοκρισία, το καθεστώς Αφουέρκι δημιούργησε ένα ζοφερό κράτος. Ως αποτέλεσμα, η Ερυθραία μετατράπηκε σε μια μονοφωνική χώρα, της οποίας ολόκληρος ο λαός επαναλαμβάνει τις ίδιες εκφράσεις που τον ταΐζουν τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, η λογοτεχνία και η καλλιτεχνική παραγωγή. Τα μέσα ενημέρωσης του Αφουέρκι προσπαθούν να προβάλουν μια εικόνα της Ερυθραίας ως ιδανικού κράτους, αλλά αυτή η εικόνα εμφανίζεται μόνο στα εθνικά μέσα ενημέρωσης και είναι ακριβώς η αντίθετη της πραγματικότητας που ισχύει αυτή τη στιγμή στην Ερυθραία.

 

———-

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Al Jazeera, στις 18 Σεπτεμβρίου 2017.

Μετάφραση: Συντακτική Ομάδα pass-world.gr

* Ο Abraham T Zere είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος από την Ερυθραία, που έχει την έδρα του στις Η.Π.Α. Είναι εκτελεστικός διευθυντής του δικτύου PEN Eritrea στην εξορία. Τα άρθρα του, τα οποία εστιάζουν κυρίως στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ερυθραία και την έλλειψη ελευθερίας έκφρασης, έχουν δημοσιευθεί στον Guardian, τον Independent και το Index on Censorship Magazine.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ