«Θα χρειαστεί, φαίνεται να φτάσουμε ως την έσχατη άκρη του παραλογισμού όπου μας οδήγησε η ορθολογιστική μας θεότητα για να επαναστρέψουμε τη ζωή επάνω στην ουσιαστική της αλήθεια και να ξαναβρούν οι αισθήσεις μας τη χαμένη τους αγιότητα». Το χαμένο θαύμα του Οδυσσέα Ελύτη[1]  μοιάζει να βρίσκει την έκφρασή του στο βιβλίο «Μίλενα από την Πράγα» της Μαργκαρέτε Μπούμπερ – Νόυμαν από τις εκδόσεις Κίχλη.[2] Ψυχόρμητη αφήγηση. Μας καλεί να εισχωρήσουμε σε ένα από τα κολαστήρια του ναζισμού, όχι ως μάρτυρες της οδύνης, της ντροπής, της ενοχής αυτών που επέζησαν από τη φρίκη, μα ως κοινωνοί της «συντροφικής παραμυθίας του «εμείς», μέσα από τη φιλότητα δύο γυναικών. Της Μίλενα και της Μαργκαρέτε.

«Ευχαριστώ τη μοίρα που με έφερε στο Ράβενσμπρουκ, γιατί εκεί συνάντησα την Μίλενα».

Εκπληκτική η φράση της Μαργκαρέτε. Ρίχνει φως στη δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέξει τη θέση του ως προς τη ζωή, ακόμη κι όταν όλα δείχνουν πως δεν ορίζει τη μοίρα του. Το αντάμωμα των δύο αυτών γυναικών συμβολικά απηχεί τη ουμανιστική προοπτική του ανθρώπου. Αντιστέκεται στην απόφανση του Αντόρνο που είπε πως «μετά το Άουσβιτς δεν μπορεί να γραφτεί ποίηση». Οι δύο τους «μαζί», αναιρούσαν καθημερινά την αποπανθρωποποίηση του ναζισμού, ποιούσαν ζωή στο χείλος του θανάτου ανακαλύπτοντας το βάθος και το εύρος της εμπειρίας του να παραμένουν «ζωντανές», μένοντας σε συμφωνία με ότι έδινε νόημα στη ζωή τους.

Μεταξύ των επιλογών θέσεων των συγκρατούμενων τους, αναφέρει η Μαργκαρέτε την απόσυρση από την πραγματικότητα, την παλινδρόμηση σε μια παιδική ανευθυνότητα, την παραίτηση και την αποδοχή της βάναυσης μοίρας τους όπου η συμπόνια χάνονταν και οι εσωτερικές αντιστάσεις κατέρρεαν, μέχρι την ταύτιση με τους Ες Ες. «Η ηδονή που προκαλεί η άσκηση εξουσίας ανήκει στις πιο σκοτεινές πτυχές της ζωής του στρατοπέδου», σημειώνει.

Η Σούζαν Σόνταγκ στα βιβλία της «Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων» και «Η γοητεία του φασισμού» κάνει φανερό πώς η βία και ο πόνος των άλλων με την συχνότητα και τον τρόπο που παρουσιάζονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προκαλούν μεν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, αλλά συμβαίνει αντί να τους αφυπνίσουν συγκλονίζοντας τους, να διεγείρουν μια απόλαυση που απέχει δραματικά από την συμπόνια ή/και τον αποτροπιασμό και αντίθετα πετυχαίνει την εξοικείωση με τη βία και την οδύνη: «όταν δείχνει κανείς μια κόλαση, δεν σημαίνει, βέβαια ότι μας λέει και πως θα βγάλει απ΄αυτή την κόλαση τους ανθρώπους, πως θα μετριάσει τις φλόγες της».

Στο έξοχο επίμετρο του βιβλίου, η Ανδριανή Δημακοπούλου «νεύει» προς μια έξοδο μέσω του στίχου του Αρχιλόχου: «τοίος γαρ φιλότητος έρως υπό καρδίην ελυσθείς..»[..]Ίσως όταν ο έρωτας κρύβεται γραπωμένος κάτω από την καρδιά, σαν τον Οδυσσέα στη δασύμαλλη κοιλιά του κριαριού, ίσως έτσι, «ελυσθείσαι», κατάφεραν και κάποιες γυναίκες να βγούν από το «γλαφυρόν σπέος» του ολοκληρωτισμού, τη ζοφερή σπηλιά του Κύκλωπα».

Η Μίλενα συνάντησε την Μαργκαρέτε ογδόντα χιλιόμετρα βορείως του Βερολίνου στο γυναικείο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ. Συστήθηκε λέγοντας: «Μίλενα από την Πράγα» δίνοντας στον τόπο καταγωγής πιότερη σημασία από το γένος. Ίσως γιατί ως γένος της νοούσε το Ανθρώπινο. Νεοφερμένη στο στρατόπεδο, ήδη δημοσιογράφος, πλησίασε τη Μαργκαρέτε – θέλοντας να μάθει από πρώτο χέρι – αν όντως οι Σοβιετικοί παρέδιδαν στους ναζί τους αντιφασίστες Γερμανούς πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στη Ρωσία.

«Ο τρόπος που ρωτούσε έμοιαζε με πράξη δημιουργίας, κι έτσι για πρώτη φορά μπόρεσα ιστορώντας να δώσω μορφή στην αφήγηση της ζωής μου».

Ρωτώντας και ακούοντας η μια την άλλη αξιώνουν ως υποκείμενο της Ιστορίας όχι τη μάζα μα την ξέχωρη παρουσία κάθε ανθρώπου. «Η εποχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης». Έτσι θέλησαν να ονομάσουν το βιβλίο που θα έγραφαν μαζί, εάν ποτέ έβγαιναν ζωντανές από το Ράβενσμπρουκ. Η Μίλενα πέθανε εκεί το 1944. Η Μαργκαρέτε έζησε για να την «αναστήσει» γράφοντας για το πέρασμα της από τον ζοφερό κόσμο εκείνης της δραματικής ιστορικής στιγμής: «Η Μίλενα δεν περνούσε μέσα σε τούτο τον κόσμο με σταθερό, σίγουρο βήμα, κινιόταν ελαφροπάτητη ολισθαίνοντας σαν όραμα». Θα μπορούσε να είναι νύξη για το πώς θα όφειλε να είναι το ανθρώπινο πέρασμα από τούτη την πολύπαθη γη.

Όντας στην κοιλιά του τέρατος, η Μίλενα και η Μαργκαρέτε ξαναγέννησαν η μια την άλλη μέσα από τη μήτρα του λόγου. Ενός λόγου συγκινησιακού, συναισθηματικού, εγγύτητας, διαθεσιμότητας, αξιοπιστίας που υπέσκαπτε την στρατοπεδική συνθήκη. Βρήκαν η μια στην άλλη από την πρώτη ματιά, την «παρουσία». Εύλογα το θέτει η Α. Δημακοπούλου, «μόνον εκεί υπάρχουμε, στα μάτια που αποζητάμε». Κι είναι το βλέμμα που διαφοροποιεί το υποκείμενο από τους ομοίους του, που κάνει τον κάθε άνθρωπο να είναι ξεχωριστός όντας μέσα στο σύνολο. Στα αγγλικά η λέξη I (εγώ) ευηχεί το ίδιο με τη λέξη eye (μάτι).

Η αφήγηση του βλέμματος της μιας για την άλλη δίνει μια άλλη αξία στην ανθρώπινη υπόσταση:
«Η Μίλενα ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που δίνονται δίχως καμία αναστολή. {..} εξεγερμένη και εμφορούμενη από το πάθος και την ορμή της ζωής […] Όταν τη ρώτησα τί το αξιαγάπητο μου έβρισκε, η βαθύτατα σοβαρή απάντηση της Μίλενα ήταν: «Έχεις το χάρισμα ν΄αγαπάς τη ζωή με τρόπο εντελώς αρχέγονο. Είσαι δυνατή και καλή σαν καρπερή γη, είσαι μια μικρή γαλάζια Παναγιά του χωριού…».

Στην πιο άγρια πραγματικότητα οι δύο αυτές γυναίκες μένουν σε επαφή με τις ζωτικές εμπειρίες της εσωτερικής τους απόκρισης στο κόσμο, με τη φαντασία, το συναίσθημα, την επιθυμία τους. Δεν ονειροβατούν. Ξέρουν ακριβώς που βρίσκονται. Στο πιο ζοφερό περιβάλλον που θα μπορούσαν να υπάρξουν, σε ένα απάνθρωπο πεδίο εξόντωσης. Υπό την κατάρρευση κάθε κοινωνικού δεσμού, υφαίνουν με τις προσωπικές αφηγήσεις τους τον «πρωταρχικό δεσμό» της ανθρωπότητας. Ξέρουν να κάνουν διάκριση του ονείρου από την πραγματικότητα, του μέσα από το έξω, του σώματος από το νου. Μα επιλέγουν να φέρουν τα όνειρα κάτω στη γη και να τους επιτρέψουν να αλληλεπιδράσουν με τα σκληρά γεγονότα. Ξέρουν ότι το ιδεώδες και η πραγματικότητα, το επιθυμητό και το υπαρκτό αφορά και τον ίδιο τον εαυτό. Και επιλέγουν να μην χάσουν τον εαυτό τους. Βρίσκουν τον καλύτερο τρόπο να υπάρχουν την ίδια στιγμή που αντιμετωπίζουν τα χειρότερα.

«Η βαθιά φιλία πάντα είναι μεγάλο δώρο. Όταν βιώνεται όμως μια τέτοια ευτυχία στο απελπιστικό περιβάλλον του στρατοπέδου, μπορεί να γίνει περιεχόμενο ζωής. Η Μίλενα κι εγώ τον καιρό που ήμασταν μαζί καταφέραμε να ξεπεράσουμε το αφόρητο παρόν. Όμως με τη δύναμη και την αποκλειστικότητά της, η φιλία αυτή έγινε κάτι περισσότερο, έγινε ανοιχτή διαμαρτυρία ενάντια στον εξευτελισμό. Οι Ες Ες μπορούσαν να τα απαγορέψουν όλα, να μας εξευτελίσουν μετατρέποντάς μας σε αριθμούς, να μας απειλήσουν με θάνατο, να μας εξαθλιώσουν, αλλά ως προς τα αισθήματα της μιας για την άλλη μείναμε ελεύθερες και αλώβητες. Ήταν πια τέλη Νοέμβρη, όταν σε ένα βραδινό περίπατο τολμήσαμε για πρώτη φορά να πιαστούμε αγκαζέ, γιατί στο Ράβενσμπρουκ αυτό ήταν κάτι που απαγορευόταν αυστηρά. Περπατούσαμε στο σκοτάδι πάνω στο δρόμο του στρατοπέδου σιωπηλά, πιασμένες χέρι χέρι, με αλλόκοτα μεγάλες δρασκελιές, σαν σε χορό, και κοιτούσαμε το γαλακτερό φως του φεγγαριού. Επικρατούσε απόλυτη άπνοια. Κάπου παράμερα, εντελώς έξω από το δικό μας χώρο, σέρνονταν και κροτούσαν τα ξυλοπάπουτσα των άλλων. Για μένα υπήρχε μόνο το χέρι της Μίλενα μέσα στο δικό μου και η επιθυμία να μην τελειώσει ποτέ αυτό».

Ο έρως του δεσμού. Ότι μπορεί κρατήσει αυτόν τον κόσμο στην τροχιά του. Οι συνδέσεις και η σχέση μέσα στο αγαπητικό φως της εξατομίκευσης, είναι ότι τρέμει ο ολοκληρωτισμός. Κι είναι αυτή η μαγική στιγμή του «χορού» τους -«λες κι αυτές οι δύο δεν φορούσαν ξυλοπάπουτσα», που μας επαναφέρει στο χαμένο θαύμα του Ο.Ελύτη: «….αν το θαύμα έγινε απρόσιτο στις μέρες μας, δε σημαίνει ότι τα στοιχεία που το συνιστούν έπαψαν να υπάρχουν. [..] Υπάρχει και το άλλο σπέρμα, το αόρατο, που κλείνει μέσα του όλες τις βαθύτερες δυνάμεις του ανθρώπου να ξεπεράσει τον εαυτό του και που, ανάλογα με την αντίσταση που συναντούν στη διάχυση τους προς τον εξωτερικό κόσμο γίνονται τελικά οι δυνάμεις του Καλού ή του Κακού που ορίζουν τη μοίρα μας».[3]

 


[1] Ο. Ελύτης, Τα μικρά Έψιλον Το χαμένο θαύμα, Εν λευκώ, εκδόσεις Ίκαρος.

[2] Margarete Buber-Neumann,Mίλενα από την Πράγα, μετάφραση από τα γερμανικά: Τούλα Σιετή, επιμέλεια: Μίνα Πατεράκη-Γαρέφη, επίμετρο – βιογραφικά σημειώματα – ευρετήρια: Αδριανή Δημακοπούλου, Κίχλη και Τα Πράγματα, Αθήνα 2015.

[3] Ο. Ελύτης, Τα μικρά Έψιλον, Εν λευκώ , εκδόσεις Ίκαρος.