Η Ornella ζει στο Λονδίνο και είναι γνωστή ως «η ιταλίδα βιβλιοπώλης». Στην πιο πολυπολιτισμική και ζωντανή πρωτεύουσα της Ευρώπης, έχει ένα κατάστημα που ειδικεύεται στη ιταλική λογοτεχνία και συνεργάζεται με ιταλικές επιχειρήσεις. Το κατάστημά της προσελκύει κάθε είδους Ιταλό μετανάστη, από τις κυρίες των ανώτερων τάξεων και τους νέους που αναζητούν μια καλύτερη τύχη, μέχρι τραπεζίτες και συγγραφείς. Συνήθως έχει για όλους μια καλή κουβέντα να πει και μια ευγενική χειρονομία να μοιραστεί, ιδιαίτερα τους νέους που ζουν εκτός Ιταλίας για πρώτη φορά. Μετά από το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου, όμως, που έβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο σε τροχιά εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ornella έχει χάσει την αισιοδοξία της. «Υπάρχουν στιγμές που νιώθω πραγματική κατάθλιψη», μου έγραψε σε ένα μήνυμα στο κινητό. «Θα έρθει κάποια στιγμή που θα έχουμε μια νέα Μάργκαρετ Θάτσερ». Η αγωνία και ο φόβος, με μια βαθιά αίσθηση αβεβαιότητας, είναι πλέον διαδεδομένα μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών κοινοτήτων που ζουν στη Βρετανία. Κι είναι αλήθεια πως σε όλη την Ευρώπη, ο αντίκτυπος του Brexit προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και συναισθήματα, καθώς και μια έντονη ανησυχία και νευρικότητα. Όπου κι αν πάω, από τις ειδυλλιακές νότιες ακτές της Τυρρηνικής Θάλασσας μέχρι και τους λόφους της Τοσκάνης, το μόνιμο θέμα συζήτησης είναι το Brexit.

Από το δημοψήφισμα και μετά, με απασχολεί ένα ερώτημα που για μένα – μετανάστης εδώ και χρόνια – είναι αρκετά ασυνήθιστο: αναρωτιέμαι «με θέλουν πραγματικά εδώ;» Έχω αρχίσει να παίρνω μια γεύση από αυτό που αισθάνονται οι μετανάστες που παρουσιάζονται διαρκώς ως «ανεπιθύμητοι» από άτομα όπως η Marine Le Pen και ο Viktor Orbán, ο Donald Trump και ο Geert Wilders, που δεν παραλείπουν να επαναλαμβάνουν: είσαι ανεπιθύμητος εδώ, είσαι πιθανός παράγοντας ανατροπής, ένας εξτρεμιστής του Ισλάμ, ένα παράσιτο της κοινωνίας. Με λίγα λόγια: δεν είσαι και δεν θα γίνεις ποτέ «ένας από εμάς». Απόψεις που απηχούν τις διακηρύξεις ορισμένων δυτικών κυβερνήσεων στις αρχές του 20ού αιώνα ενάντια στους «ξένους μετανάστες», εννοώντας φυσικά τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης – και φυσικά των εκφραστών του φασισμού που θεωρούσαν αποδιοπομπαίους τράγους τους Σλάβους, τους Ρομά και, για άλλη μια φορά, τους Εβραίους. Έχοντας μελετήσει για δέκα χρόνια την ιστορία της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς και του εθνικισμού, τώρα αισθάνομαι ότι την ζω.

Μετά από το δημοψήφισμα, με την εκστρατεία υπέρ της εξόδου που τροφοδοτήθηκε και επικεντρώθηκε στα συναισθήματα κατά των μεταναστών, πολλοί από εμάς αναρωτιούνται αν πραγματικά αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε να ζούμε και να εργαζόμαστε στη Βρετανία. Η απάντηση που παίρνουμε από ορισμένους τουλάχιστον Leavers (υποστηρικτές της Εξόδου) – με την ξενοφοβική βία που ακολούθησε το δημοψήφισμα – είναι σαφής: «Γυρίστε στις χώρες σας!» Ωστόσο, η εκστρατεία υπέρ της Παραμονής απέτυχε σε μεγάλο βαθμό να εκφράσει μια κάποια αλληλεγγύη προς τους μετανάστες, Ευρωπαίους και μη. Σε ό, τι άρχισε να μοιάζει με έναν αγώνα δρόμου σχετικά με το ποιος θα ξεπεράσει με λεκτικούς εντυπωσιασμούς τον άλλο, οι πολιτικοί που υποστήριξαν το Remain εστιάστηκαν σε διάφορους τεχνικούς λόγους υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε. κι έχασαν την ευρύτερη εικόνα: «Θέλουμε/Πρέπει να παραμείνουμε γιατί είμαστε Ευρωπαίοι». Για παράδειγμα, στο φυλλάδιο υπέρ του Remain που διένειμε η βρετανική κυβέρνηση, δεν γινόταν καμία ιδιαίτερη αναφορά στον κοινό πολιτισμό και τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Οι δημόσιες συζητήσεις, αντίθετα, επικεντρώθηκαν σχεδόν εξολοκλήρου σε οικονομικά ζητήματα. Και ξεχάστε οποιαδήποτε αναφορά στις προοπτικές των μη Βρετανών Ευρωπαίων που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι θέσεις μας δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα ανάθεμα, καθώς φαίνεται, όπως ακριβώς και τα όσα έγιναν.

Η δημόσια συζήτηση που οδήγησε σε ψηφοφορία, ήταν γεμάτη από λεκτικά πυροτεχνήματα και συναρπαστικά σλόγκαν, ένας αδιαπέραστος τοίχος θορύβου τον οποίο τα όποια αληθινά επιχειρήματα μόλις και μετά βίας κατάφερναν να διαπεράσουν. Για παράδειγμα, οι «αυθεντίες» επέμεναν με μανία ότι οι πολίτες της Ε.Ε. που ζουν στη Βρετανία συνιστούν τροχοπέδη για το σύστημα, αλλά οι έρευνες δείχνουν ότι μεταξύ των ετών 1995-2011, οι μετανάστες της ΕΕ επηρέασαν θετικά την οικονομία με 20 δισεκατομμύρια λίρες και έχουν πληρώσει σε φόρους περισσότερο από ό, τι λαμβάνουν σε οφέλη. Επίσης, το ανθρώπινο δυναμικό που έχει εκπαιδευτεί στο εξωτερικό προσφέρει στην κοινωνία μέσω της εργασίας του, χωρίς προηγούμενο κόστος για τους Βρετανούς φορολογούμενους. Και σε τομείς όπως ο κατασκευαστικός, όπου το βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν προσφέρει ικανοποιητική εκπαίδευση, οι Ευρωπαίοι με προέλευση τα κράτη της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης έρχονται να καλύψουν το κενό.

Ο επαγγελματικός τομέας στον οποίο ανήκω, αυτός της εκπαίδευσης, βρίσκεται τώρα σε κατάσταση απόλυτης σύγχυσης. Πριν από την ψηφοφορία, ο βασικός εκφραστής των Συντηρητικών ευρωσκεπτικιστών, Daniel Hannan, φαντασιωνόταν μια ουτοπία της μετα-Brexit επoχής, κατά την οποία τα βρετανικά σχολεία θα βρίσκονταν σε άνθηση: «τα πανεπιστήμιά μας θα ακμάσουν, καλωσορίζοντας τους λαμπρότερους φοιτητές από όλο τον κόσμο που θα πληρώνουν αναλόγως. Τα έσοδα των πανεπιστημίων θα αυξηθούν, ενώ θα συνεχίζουν να συνεργάζονται με ερευνητικά κέντρα στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο.» Μέχρι στιγμής η πραγματικότητα αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, πολύ διαφορετική. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα The Times Higher Education, στις 29 Ιουνίου, «οι ακαδημαϊκοί στο Ηνωμένο Βασίλειο θα διακινδυνεύσουν ολοένα και λιγότερες ακαδημαϊκές ευκαιρίες, που συνεπάγονται και λήψη λιγότερων επιχορηγήσεων για έρευνα, μετά από την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση … ενώ πολλοί Ευρωπαίοι ερευνητές λένε ότι δεν θα καταθέσουν νέες κοινές αιτήσεις» για το πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ε.Ε., Horizon 2020 * (της τάξης των 70 δις λιρών). Διαδικτυακή έρευνα στην οποία συμμετείχαν 167 επιστήμονες, έδειξε ότι 51 από αυτούς εκδηλώνουν γενικό ενδιαφέρον για το μέλλον της επιστήμης στο Ηνωμένο Βασίλειο, 33 αναφέρουν ότι σχεδιάζουν να εγκαταλείψουν τη χώρα, 20 ανέφεραν ανησυχίες σχετικά με την ξενοφοβία, 16 αναφέρουν ότι βρήκαν ανεπαρκές το πρόγραμμα Horizon 2020 και 9 ήταν ξένοι επιστήμονες που είχαν αποφασίσει να μην αποδεχθούν τις θέσεις εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο». Εάν λάβουμε υπόψη ότι οι υποσχέσεις της εκστρατείας υπέρ της Εξόδου, που έκαναν λόγο για αύξηση των χρηματοδοτήσεων για το εθνικό σύστημα υγείας διαψεύστηκαν γελοιωδώς, μπορεί κανείς να προβλέψει με σιγουριά ότι οι χαμένες χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε. για την εκπαίδευση, δεν πρόκειται ποτέ να αποκατασταθούν από καμία κυβέρνηση μετά το Brexit. Όπως ήταν αναμενόμενο, ορισμένοι από τους συναδέλφους μου από κράτη της Ε.Ε., δέχονται ήδη προσφορές εργασίας από τα καλύτερα Βρετανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και είμαι βέβαιος ότι και τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ πρόκειται σύντομα να κάνουν το ίδιο. Πολύ πιθανόν δε, όλο αυτό το κλίμα του αντι-διανοητικισμού που ακολούθησε το Brexit, να προετοιμάζει και το έδαφος για την απόδραση των καλύτερων βρετανικών μυαλών στο εξωτερικό.

Ως εκ τούτου και οι πιθανοί σπουδαστές έχουν ολοένα και περισσότερες αμφιβολίες. Είμαστε, στην πραγματικότητα, αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης μείωσης των αιτήσεων υποψήφιων σπουδαστών από την ηπειρωτική Ευρώπη για φοίτηση σε βρετανικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι το 41% των φοιτητών από το εξωτερικό  αισθάνονται λιγότερο πρόθυμοι να σπουδάσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της «ανησυχίας σχετικά με την ξενοφοβία και τους αυστηρότερους ελέγχους σε σχέση με τη μετανάστευση.» Τα σχολεία αγγλικής γλώσσας καθώς και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Βόρειας Ευρώπης (όπου προσφέρεται ένας μεγάλος αριθμός εξειδικευμένων σπουδών στην αγγλική γλώσσα), πιθανότατα αυτή τη στιγμή να «τρίβουν τα χέρια τους» με ικανοποίηση. Ακόμη και πριν από το Brexit, η ατμόσφαιρα στη Βρετανία είχε ήδη γίνει αβέβαιη για πολλούς σπουδαστές, όταν η Theresa May, τότε Υφυπουργός Εσωτερικών (τώρα πρωθυπουργός), είχε εφαρμόσει αυστηρότερους κανόνες σε ό,τι αφορά την έκδοση ειδικών αδειών φοίτησης για τους ξένους φοιτητές. Ο τριπλασιασμός των διδάκτρων αντιστοιχούσε επίσης και σε μείωση του αριθμού των μαθητών από δημόσια σχολεία που φοιτούν στο πανεπιστήμιο, πράγμα που σημαίνει και περαιτέρω περιορισμό της εκπαιδευτικής ποικιλομορφίας.

Οι προοπτικές για τους Ευρωπαίους που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι εξαιρετικά αβέβαιες. Παρά το ότι η πρωθυπουργός δείχνει να τάσσεται υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο διατηρεί μια αυστηρή προσέγγιση σε ό,τι αφορά τη μετανάστευση. Τον Οκτώβριο του 2015, η May είχε υπαινιχθεί ότι ο μεγάλος αριθμός των μεταναστών αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή της χώρας. Πρόσφατα, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων σε σχέση με την επαγγελματική και οικονομική κατάσταση των πολιτών της Ε.Ε. που ζουν σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο – γεγονός που υποδηλώνει ότι θα μπορούσαν και να απολυθούν. Μια τέτοια εκ των υστέρων, και προ τετελεσμένου, εφαρμογή των αλλαγών στο νόμο για τη μετανάστευση φαίνεται να υπονομεύει ουσιαστικά τις βασικές αρχές του νόμου (και μάλιστα την αρχή του lex retro non agit, δηλαδή την αναδρομικότητα του νόμου). Οι παρατηρητές έχουν λόγο να ανησυχούν για τις επιπτώσεις. Η σύγχυση που θα προκαλούσε μια τέτοια αλλαγή πολιτικής θα ήταν τεράστια, και ακριβώς αυτή η ιδέα – που έχει την προέλευσή της στον αντι-Διαφωτισμό, καθώς και σε ένα είδος αντι-φιλελευθερισμού – έχει ήδη προκαλέσει κατάπληξη ακόμη και σε μέρος του τύπου που ήταν υπέρ του Brexit.

Η ανάθεση καθηκόντων σε ηλικιωμένα άτομα από την ίδια τη May στην κυβέρνησή της, δεν προσφέρει κανένα περιθώριο για αισιοδοξία. «Η Theresa May φέρνει στο προσκήνιο τους Brexiteers», ήταν ο ενθουσιώδης τίτλος στην εφημερίδα – προπύργιο της δεξιάς και του απομονωτισμού, The Daily Telegraph. Ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών την άνοιξη συμμετείχε στη σύνταξη επιστολής που επέκρινε τον Ντέιβιντ Κάμερον για την αποτυχία του να περιορίσει τη μετανάστευση στην Ε.Ε., ένα λάθος που όπως υποστήριζε «αμαυρώνει την εμπιστοσύνη του κόσμου στην πολιτική.» Ο υπουργός οικονομικών της Ε.Ε., Philip Hammond, κατονόμαζε προηγουμένως τους μετανάστες από την Αφρική ως «μετανάστες πλιατσικολόγους», κατηγορώντας τους ότι συνιστούν απειλή για την ευρωπαϊκή κοινωνία. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει τους μετανάστες από την Ε.Ε., εάν στο τέλος αποφασίσουν να φύγουν, εφόσον θα έχουν την ευκαιρία; Οι υποστηρικτές του Brexit είχαν τη νίκη που ήθελαν· μια νίκη που μοιάζει όμως με συλλογική ήττα.

του Andrea Mammone

Πηγή: https://zcomm.org/znetarticle/go-home-being-foreign-in-post-brexit-britain/

Πρωτότυπο: New Internationalist

Μετάφραση από τα Ιταλικά: Όλγα Λιακάκη

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ