Μεταφέρουμε εδώ την ομιλία της Pía Figueroa στην παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου «Γράμματα στους Φίλους μου» του Σίλο, που έγινε στην  Κρήτη:

«Θέλω να ευχαριστήσω τους έλληνες φίλους μου γι’ αυτήν την πρόσκληση στο νησί της Κρήτης, λίκνου ενός μη βίαιου πολιτισμού, και επίσης να ευχαριστήσω καθέναν από σας που βρεθήκατε εδώ απόψε για να συμμετάσχετε στην παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου «Γράμματα στους Φίλους μου» του Σίλο.

Θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι κρατάμε στα χέρια μας αυτό το έργο, εδώ στην Ελλάδα, μια χώρα που έχει βιώσει τεράστιες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, που τόσο καλά περιγράφονται σ’ αυτές τις σελίδες που γράφτηκαν από το 1991 ως το 1993 υπό τη μορφή επιστολών και με τον τίτλο Γράμματα στους φίλους μου: για την κοινωνική και προσωπική κρίση στο σημερινό κόσμο.

Υπήρχαν, άραγε, σαφείς ενδείξεις στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αυτής της συνολικής κρίσης που σήμερα επηρεάζει όλους μας; Τόσο σαφείς ώστε ο Σίλο να περιγράψει αυτήν την κρίση με τέτοια μεγάλη ακρίβεια, προειδοποιώντας μας γι’ αυτή και προσφέροντάς μας καθοδήγηση για το τι μπορούμε να κάνουμε για να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων; Ή πρόκειται για ένα βιβλίο προφητικό, που προοιωνίζει αυτό που θα βιώναμε καποιες δεκαετίες αργότερα; Όπως και να ‘χει, το έργο έχει, αναμφίβολα, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά που μας κάνουν να το εκτιμάμε ακόμη περισσότερο σήμερα.

Στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στο Πολιτιστικό Κέντρο του Σαντιάγκο στη Χιλή, άκουσα τον ίδιο το συγγραφέα να ορίζει με τον εξής τρόπο αυτό που σήμερα λέμε «κρίση»: η «κρίση» μας κάνει να βγούμε από μια κατάσταση και να μπούμε σε μια άλλη καινούρια που έχει τα δικά της προβλήματα. Ο κόσμος όταν ακούει τη λέξη «κρίση» σκέφτεται μια επικίνδυνη φάση από την οποία μπορεί να προκύψει κάτι χρήσιμο ή κάτι ολέθριο για αυτούς που τη βιώνουν, στην προκειμένη περίπτωση, την κοινωνία και τα άτομα.

Στα γράμματα αυτά παρουσιάζεται το μοντέλο ενός κλειστού συστήματος. Καταδεικνύεται ένας κόσμος στον οποίο η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης συντρίβει τη βιομηχανία, το εμπόριο, την πολιτική, τις χώρες, τα άτομα. Για ένα κλειστό σύστημα, η μόνη λύση είναι η αποδόμησή του. Πράγματι, η αποδόμηση του σοσιαλισμού φαίνεται πως υπήρξε το προοίμιο της παγκόσμιας αποδόμησης που τόσο επιταχύνεται σήμερα. Αυτή είναι η στιγμή της κρίσης στην οποία βρισκόμαστε. Ποια θα είναι η λύση;

Ο Σίλο περιγράφει δύο πιθανότητες. Αφενός, την εκδοχή της εντροπίας των κλειστών συστημάτων που απλά επιδεινώνει τις καταστάσεις και, αφετέρου, την εκδοχή του ανοίγματος αυτού του συστήματος χάρη στην όχι φυσική αλλά αποβλεπτική δράση του ανθρώπου.

Ήδη από τη δεκαετία του ’90 διαφαινόταν η πιθανότητα της τάσης για ομογενοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο της οικονομίας, του Δικαίου, των επικοινωνιών, των αξιών, της γλώσσας, των ηθών και των εθίμων. Η τάση για την εδραίωση μιας παγκόσμιας εξουσίας ενορχηστρωμένης από το διεθνές χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, μιας εξουσίας που θα αδιαφορούσε ακόμη και για τους πληθυσμούς των μεγάλων κέντρων αποφάσεων. Ο κοινωνικός ιστός θα συνέχιζε να αποδομείται. Οι πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις, η κρατική διοίκηση θα καταλαμβάνονταν από τεχνοκράτες στην υπηρεσία ενός τερατώδους Παρακράτους που θα προσπαθούσε να πειθαρχήσει τους λαούς με όλο και πιο περιοριστικά μέτρα. Η σκέψη θα κατέληγε να χάσει την αφαιρετική της ικανότητα και να αντικατασταθεί από την αναλυτική λειτουργία, ίδιον των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Θα χανόταν η αντίληψη της διαδικασίας και της δομής οδηγώντας σε απλουστευτικές μελέτες στη λογική της γλωσσολογίας και της τυπικής ανάλυσης. Η μόδα, η γλώσσα και τα κοινωνικά στυλ, η μουσική, οι πλαστικές τέχνες και η λογοτεχνία θα αποδομούνταν. Αυτή η ανάμιξη στυλ θα απλωνόταν σε κάθε πεδίο θυμίζοντας τους εκλεκτισμούς της αυτοκρατορικής παρακμής άλλων ιστορικών στιγμών. Τέλος, η αρχαία ελπίδα για σύνδεση των πάντων θα εξαφανιζόταν διά παντός.

Αυτό το σκοτείνιασμα της λογικής, αυτή η κόπωση των λαών, θα άφηνε το πεδίο ελεύθερο σε κάθε τύπου φανατισμό, στην άρνηση της ζωής, στην αυτοκτονία, στον ανεξέλεγκτο φονταμενταλισμό. Δε θα υπήρχε πια επιστήμη, ούτε μεγάλες επαναστάσεις του πνεύματος … μόνο τεχνολογία που θα ονομαζόταν πλεόν «Επιστήμη». Θα έκαναν εκ νέου την εμφάνισή τους οι τοπικισμοί, οι εθνικές διαμάχες και οι περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί θα συνέρρεαν στα κέντρα των αποφάσεων μεταβάλλοντας τις ήδη πυκνοκατοικημένες μεγαλουπόλεις σε ακατοίκητες. Συνεχείς εμφύλιοι πόλεμοι θα συγκλόνιζαν αυτό το δύσμοιρο πλανήτη στον οποίο δε θα θέλουμε πια να κατοικούμε. Ούτως ή άλλως, αυτό είναι κάτι που συνέβη σε πολλούς πολιτισμούς που πίστεψαν κάποια στιγμή στην παντοτινή τους πρόοδο. Όλοι αυτοί οι πολιτισμοί κατέληξαν να διαλυθούν, αλλά, ευτυχώς, σε άλλα σημεία του πλανήτη νέες ανθρώπινες προθέσεις έκαναν την εμφάνισή τους και, σ’ αυτή την αλληλοδιαδοχή, το παλιό ξεπεράστηκε από το καινούριο. Είναι σαφές ότι σε ένα κλειστό παγκόσμιο σύστημα δεν υπάρχει χώρος για τη γέννηση ενός άλλου πολιτισμού παρά μόνο για ένα μακρύ και σκοτεινό παγκόσμιο μεσαίωνα.

Σήμερα, τα ίδια τα γεγονότα έχουν δείξει πως στην πλειοψηφία τους αυτές οι προβλέψεις ήταν σωστές. Τα εθνικά κράτη έχουν χάσει την κυριαρχία τους με την ανάδειξη ενός παρακράτους που ελέγχεται από το διεθνές χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, που επιβάλλει εν είδει τυράννου τους όρους του στις χώρες ενάντια στα συμφέροντα των πολιτών τους, όπως αποδείχθηκε περίτρανα στην πρόσφατη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με το Eurogroup. Στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η παράλογη (και παράνομη) απάντηση της ξενοφοβίας τιμωρεί σκληρά τους μετανάστες ως άμεσους υπεύθυνους της αύξησης της ανεργίας, όταν η πραγματική αιτία είναι η μετεγκατάσταση των μεγάλων επιχειρήσεων από τις χώρες καταγωγής τους σε άλλες χώρες όπου η εργασία είναι πιο φτηνή (ή δουλική). Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα από τα πιο ελπιδοφόρα πλάνα των τελευταίων δεκαετιών, αρχίζει πλέον να δείχνει σαφή σημάδια αποσύνθεσης, επειδή η αποδόμηση είναι μια αδυσώπητη διαδικασία που δε σέβεται τίποτα. Αυτή η τάση επηρεάζει και τον κοινωνικό ιστό, εντός του οποίου είναι σήμερα δύσκολο να βρούμε ευρύτερες αναφορές (όπως ήταν οι κοινωνικές τάξεις ή οι γενιές) και όλα εξαντλούνται σε μια ατέλειωτη σειρά συγκεκριμένων αξιώσεων χωρίς κανένα συντονισμό μεταξύ τους. Τέλος, η εκθετική αύξηση των ψυχικών ασθενειών, της εξάρτησης από τα ναρκωτικά και της αυτοκτονίας δείχνουν πώς το πέπλο του μη νοήματος καλύπτει όλο και περισσότερο αυτόν τον πλήρως απανθρωπισμένο κόσμο.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της επιταχυνόμενης κοινωνικής αποδόμησης, η πρόταση να προχωρήσουμε προς ένα Παγκόσμιο Ανθρώπινο Έθνος δεν έχει πλέον το χαρακτήρα μιας μακρινής και ανέφικτης ουτοπίας παρά απαντά σε μια αναπόφευκτη ιστορική ανάγκη, αν θέλουμε να ξεπεράσουμε την κρίση στην οποία μας έχει βυθίσει το κλειστό σύστημα της παγκοσμιοποίησης.

Εκείνη την εποχή ο Σίλο αναρωτιόταν: πώς μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει την κατεύθυνση των γεγονότων; Ποιοι θα μπορούσαν να παράξουν αυτήν την εξαιρετική αλλαγή της κατεύθυνσης αν όχι οι λαοί που είναι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας; Έχουμε άραγε φτάσει σε ένα επίπεδο επαρκούς ωριμότητας ώστε να καταλάβουμε πως δε θα υπάρξει πρόοδος αν δεν είναι από όλους και για όλους; Αυτό είναι το δεύτερο σενάριο που εξετάζεται στα Γράμματα.

Αν αυτή η ιδέα –ότι δε θα υπάρξει πρόοδος αν δεν είναι από όλους και για όλους- πάρει σάρκα και οστά στους λαούς, τότε ο αγώνας θα είναι ξεκάθαρος.

Στο τελευταίο σκαλοπάτι της αποδόμησης, στην κοινωνική βάση, θα αρχίσει να φυσά ένας νέος άνεμος. Στις συνοικίες, στις κοινότητες των γειτόνων, στα πιο ταπεινά μέρη εργασίας θα αρχίσει να αναγεννιέται ο κοινωνικός ιστός. Αυτό θα είναι, προφανώς, ένα αυθόρμητο φαινόμενο. Θα επαναληφθεί στη γέννηση πολλών ομάδων βάσης που θα σχηματίσουν οι εργαζόμενοι που θα έχουν ήδη ανεξαρτητοποιηθεί από την κηδεμονία των συνδικάτων. Θα εμφανιστούν πολιτικές ομάδες, χωρίς κεντρική οργάνωση, που θα συγκρουστούν με τις αρχηγικές πολιτικές οργανώσεις. Θα ξεκινήσει η συζήτηση σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε γραφείο, σε κάθε επιχείρηση. Τα βραχυπρόθεσμα, άμεσα αιτήματα θα αντικατασταθούν από την επίγνωση μιας συνολικότερης κατάστασης στην οποία η εργασία θα έχει περισσότερη ανθρώπινη αξία από το κεφάλαιο και το ρίσκο της εργασίας θα είναι περισσότερο σαφές από το ρίσκο του κεφαλαίου όταν φτάνει η ώρα καθορισμού των προτεραιοτήτων. Οι άνθρωποι εύκολα θα φτάνουν στο συμπέρασμα πως τα κέρδη της επιχείρησης πρέπει να επανεπενδυθούν στο άνοιγμα νέων πηγών εργασίας ή να κατευθυνθούν προς άλλους τομείς στους οποίους η παραγωγή συνεχίζει να αυξάνεται και όχι να εκτρέπεται στην κερδοσκοπία που καταλήγει απλώς να αυξάνει το μεγάλο κεφάλαιο καταστρέφοντας ολόκληρες επιχειρήσεις και οδηγώντας στη χρεοκοπία της παραγωγικής διαδικασίας. Ο επιχειρηματίας θ’ αρχίσει να ανατιλαμβάνεται πως έχει μετατραπεί σε απλό υπάλληλο της τράπεζας και πως, σ’ αυτήν την κρίσιμη κατάσταση, ο φυσικός του σύμμαχος είναι ο εργαζόμενος. Ο κοινωνικός αναβρασμός θα ενταθεί εκ νέου οδηγώντας σε μια ανοιχτή, άμεση αντιπαράθεση ανάμεσα στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο, ως αφηρημένης και απάνθρωπης δύναμης, και τις δυνάμεις της εργασίας, τον πραγματικό μοχλό μετατροπής του κόσμου.

Οι άνθρωποι θα αρχίσουν να καταλαβαίνουν πως η πρόοδος δεν εξαρτάται από το χρέος που συνάπτεται με τις τράπεζες αλλά ότι οι τράπεζες πρέπει να χορηγήσουν πιστώσεις στην επιχείρηση χωρίς να χρεώνουν τόκο. Όπως επίσης θα είναι σαφές πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σταματήσει η συγκέντρωση του κεφαλαίου και της δύναμης που οδηγεί στην κατάρρευση παρά μόνο η αναδιανομή του πλούτου.

Η πραγματική, δημοψηφισματική, άμεση δημοκρατία θα αναχθεί σε ανάγκη επειδή οι άνθρωποι θα θελήσουν να ξεφύγουν από την αγωνία της μη-συμμετοχής και τη διαρκή απειλή της λαϊκής αναταραχής. Οι εξουσίες θα μεταρρυθμιστούν επειδή θα έχει χάσει πλέον κάθε νόημα η τυπική δημοκρατία που εξαρτάται από το κεφάλαιο.

Αυτό το δεύτερο σενάριο της κρίσης, που ο Σίλο περιέγραφε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, θα συμβεί μετά από μια αρχική περίοδο στην οποία τα προβλήματα θα συνεχίσουν να οξύνονται. Και τότε, όπως λέει, θα ξεκινήσει μια σειρά βημάτων προς τα εμπρός και προς τα πίσω όπου κάθε επιτυχία θα πολλαπλασιάζεται ως φαινόμενο επίδειξη φτάνοντας ως τα πιο απομακρυσμένα μέρη της γης χάρη στα μέσα άμεσης επικοινωνίας. Και δεν αναφέρεται απλά στην ανάληψη της εξουσίας σε κάποια εθνικά κράτη παρά σε μια παγκόσμια κατάσταση στην οποία θα πολλαπλασιαστούν αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα προπομποί μιας ριζικής αλλαγής στην κατεύθυνση των γεγονότων.

Και έτσι, αντί για τη διαδικασία της αλλαγής που καταλήγει στη μηχανική κατάρρευση και που έχουμε δει να επαναλαμβάνεται τόσες φορές, θα δούμε τη βούληση της αλλαγής και τους λαούς της γης να ξεκινούν το ταξίδι τους προς το παγκόσμιο ανθρώπινο έθνος.

Σ’αυτή τη δεύτερη πιθανότητα, σ’ αυτήν την εναλλακτική ποντάρουν το μέλλον τους οι σημερινοί ανθρωπιστές.

Γι’ αυτό και δίνουμε τόση προσοχή σε όσα συμβαίνουν στα μέρη εκείνα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κρίσης, στους λαούς όπως ο δικός σας, τους Έλληνες, που έχουν σαφώς μεγαλύτερη επίγνωση της αποτυχίας και του απανθρωπισμού που βιώνουμε. Μας ενδιαφέρει πολύ αυτό που οι πιο απλοί άνθρωποι προσπαθούν να κάνουν εδώ, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται, η αλληλέγγυα μάχη που δίνουν.

Έχουμε απέραντη πίστη στο ανθρώπινο ον και αδυνατούμε να πιστέψουμε πως όλα θα τελιώσουν τόσο ανόητα. Ποιος ξέρει αν δεν ξεκινήσει ακριβώς από εδώ, από αυτόν τον τόπο να γεννιέται κάτι νέο και να αναπαράγεται σε άλλα μέρη της γης, ένα φαινόμενο επίδειξη της δυνατής και αναγκαίας απάντησης για μια μεγάλη αλλαγή, για αυτή τη ριζική αλλαγή που τόσο χρειαζόμαστε ως ανθρωπότητα.

Γι’ αυτό το λόγο, εμπνευσμένοι από αυτά τα Γράμματα του Σίλο, εμείς οι ανθρωπιστές θέλουμε να συνοδεύσουμε αυτήν τη διαδικασία ανοίγματος του μέλλοντος, εδώ και όπου αλλού αρχίζει να συμβαίνει».