Οικονομική κατάρρευση, περιβαλλοντική καταστροφή, ακόμη και η άνοδος του Donald Trump – ο νεοφιλελευθερισμός έχει παίξει τον ρόλο του σε όλα αυτά. Γιατί η αριστερά απέτυχε να προσφέρει εναλλακτική λύση;

Του George Monbiot για την εφημερίδα The Guardian

Φανταστείτε αν οι κάτοικοι της Σοβιετικής Ένωσης δεν γνώριζαν τι σημαίνει κομμουνισμός. Ότι η ιδεολογία που κυριεύει τη ζωή μας δεν έχει όνομα. Όταν αναφέρεται σε συζητήσεις κανείς δεν καταλαβαίνει σε τι αναφερόμαστε. Ακόμα κι αν έχουμε ακούσει κάποτε αυτόν τον όρο, είναι σχεδόν αδύνατον να τον ορίσουμε. Ξέρουμε άραγε τι σημαίνει Νεοφιλελευθερισμός;

Η ανωνυμία του είναι το σύμπτωμα αλλά και η πηγή της δύναμης του. Έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε σχεδόν όλες τις κρίσεις: στην οικονομική κατάρρευση του 2007-2008, στην μετατόπιση του πλούτου και της δύναμης (για την οποία τα έγγραφα του Παναμά μας προσφέρουν απλά μια γεύση), στην υπονόμευση της δημόσιας υγείας και της εκπαίδευσης, στην παιδική φτώχεια , στην μοναξιά, στην καταστροφή των οικοσυστημάτων, ακόμη και στην άνοδο του Donald Trump. Ανταποκρινόμαστε σε αυτές τις κρίσεις σαν να επρόκειτο για μεμονωμένα περιστατικά, χωρίς να γνωρίζουμε ότι όλα αυτά χωράνε σε μια φιλοσοφία. Σε μια φιλοσοφία που έχει (ή είχε) όνομα. Υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από την ανωνυμία;

Ο νεοφιλελευθερισμός είναι τόσο διάχυτος που σπανίως αναγνωρίζεται ως ιδεολογία. Φαίνεται να αποδεχόμαστε ότι αυτή η ουτοπική και πολυετής πεποίθηση περιγράφει μια ουδέτερη δύναμη, ένα είδος φυσικού νόμου, σαν τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Αυτή η φιλοσοφία, όμως, προέκυψε ως μια συνειδητή προσπάθεια να αλλάξει την ανθρώπινη ύπαρξη και να μετατοπίσει την πηγή της εξουσίας.

Σύμφωνα με τον νεοφιλελευθερισμό, ο ανταγωνισμός είναι το καθοριστικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων σχέσεων. Επαναπροσδιορίζει τους πολίτες ως καταναλωτές των οποίων οι δημοκρατικές επιλογές εκφράζονται από την αγοραπωλησία, μια διαδικασία που ανταμείβει την αξία και τιμωρεί την αναποτελεσματικότητα. Υποστηρίζει ότι «η αγορά» προσφέρει οφέλη που δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν με άλλον τρόπο.

Οι προσπάθειες για τον περιορισμό του ανταγωνισμού θεωρούνται εχθρικές για την ελευθερία. Οι φόροι και οι νομοθεσίες πρέπει να ελαχιστοποιηθούν και οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν. Η οργάνωση της εργασίας και των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα απεικονίζονται ως στρεβλώσεις της αγοράς που εμποδίζουν το σχηματισμό μιας φυσικής ιεραρχίας με νικητές και ηττημένους. Πλέον διεκδικούμε την ανισότητα: μια ανταμοιβή για την χρησιμότητα και μια μηχανή παραγωγής πλούτου που ρέει προς τα κάτω. Τυχόν προσπάθειες για τη δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας θεωρούνται αντιπαραγωγικές και ανήθικες. Η αγορά εξασφαλίζει ότι ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει.

Εσωτερικεύουμε και αναπαράγουμε τα δόγματα της αγοράς. Οι πλούσιοι είναι βέβαιοι ότι απέκτησαν τον πλούτο τους με την αξία τους, αγνοώντας προνόμια όπως την εκπαίδευση, την κληρονομιά και την τάξη. Οι φτωχοί κατηγορούν τον εαυτό τους για τις αποτυχίες τους, ακόμα και όταν είναι αδύνατον να αντιστρέψουν τη δυσχερή κατάσταση τους.

Ξεχάστε τη διαρθρωτική ανεργία: αν δεν έχετε δουλειά είναι επειδή δεν είστε παραγωγικοί. Ξεχάστε το υψηλό κόστος στέγασης: εάν η πιστωτική σας κάρτα έχει φτάσει στο όριο, είστε ανεύθυνοι και σπάταλοι. Δεν πειράζει που δεν υπάρχουν παιδικές χαρες για τα παιδιά σας: αν παχύνουν φταίτε εσείς. Σε έναν κόσμο που διέπεται από τον ανταγωνισμό, όσοι υστερούν ορίζονται και αυτοχαρακτηρίζονται ως αποτυχημένοι.

Όπως αναφέρει ο Paul Verhaeghe στο βιβλίο του What About Me? αυτό οδηγεί σε αυτοτραυματισμούς, διατροφικές διαταραχές, κατάθλιψη, μοναξιά, άγχος και φοβίες. Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η Βρετανία, στην οποία έχουν εφαρμοστεί οι πιο αυστηρές νεοφιλελεύθερες πρακτικές είναι πρωτεύουσα της μοναξιάς στην Ευρώπη. Πλέον, είμαστε όλοι νεοφιλελεύθεροι.

***

Ο όρος νεοφιλελευθερισμός επινοήθηκε σε μια συνεδρίαση στο Παρίσι το 1938. Μεταξύ των συνέδρων ήταν δύο άνδρες που καθόρισαν την ιδεολογία, ο Ludwig von Mises και ο Friedrich Hayek. Και οι δύο τους εξόριστοι από την Αυστρία, θεωρούσαν τη σοσιαλδημοκρατία (όπως ορίστηκε απο το New Deal του Franklin Roosevelt) ως εκδηλώσεις μιας κολεκτίβας που ανήκουν στο ίδιο φάσμα του ναζισμού και του κομμουνισμού.

Ο Hayek στο βιβλίο του The Road to Serfdom (1944) υποστήριξε ότι ο κρατικός σχεδιασμός θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη σύνθλιψη της ατομικότητας και στον ολοκληρωτισμό. Όπως στο βιβλίο Bureaucracy, The Road to Serfdom του Mises, διαβάστηκε πολύ εκείνη την εποχή. Κέρδισε την προσοχή κάποιων πολύ πλούσιων ανθρώπων που είδαν τη φιλοσοφία αυτή ως ευκαιρία για να αποφύγουν τη φορολόγηση. Το 1947, ο Hayek ίδρυσε την πρώτη οργάνωση για τη διάδωση του νεοφιλελευθερισμού, που ονομάστηκε Mont Pelerin Society και υποστηρίχθηκε οικονομικά από εκατομμυριούχους και τους ιδρυτές της.

Με τη βοήθειά τους, δημιουργήθηκε «ένα είδους διεθνούς νεοφιλελευθερισμού» όπως περιγράφει ο Daniel Stedman Jones στο Masters of the Universe – ένα διατλαντικό δίκτυο ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων και ακτιβιστών. Οι πλούσιοι υποστηρικτές τού κινήματος χρηματοδότησαν ομάδες συμβούλων που σκοπό είχαν να βελτιώσουν και να προωθήσουν την ιδεολογία. Μεταξύ αυτών ήταν και το American Enterprise Institute, το Heritage Foundation, το Ινστιτούτο Cato, το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων, το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών και το Ινστιτούτο Adam Smith. Χρηματοδότησαν επίσης ακαδημαϊκές θέσεις και τμήματα, ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια του Chicago και της Virginia.

Ο νεοφιλελευθερισμός ενδυναμώθηκε περισσότερο. Η άποψη του Hayek ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό για να αποτραπεί η δημιουργία μονοπωλίων οδήγησε στην πεποίθηση ότι η μονοπωλιακή δύναμη μπορεί να θεωρηθεί δείγμα αποδοτικότητας.

Κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης συνέβη και κάτι άλλο: Το κίνημα έχασε το όνομά του. Το 1951, ο Friedman πλέον αποκαλούσε τον εαυτό του νεοφιλελεύθερο. Αλλά σύντομα μετά από αυτό, ο όρος άρχισε να εξαφανίζεται. Περιέργως ως ιδεολογία έγινε πιο ευκρινής και το κίνημα πιο συνεκτικό, αλλά το όνομα δεν αντικαταστάθηκε από κάποιο άλλο.

Στην αρχή, παρά τη γενναιόδωρη χρηματοδότησή του, ο νεοφιλελευθερισμός παρέμεινε στο περιθώριο. Οι οικονομικές θεωρίες του John Maynard Keynes είχαν εφαρμοστεί ευρέως στη μεταπολεμική εποχή και οι στόχοι των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης ήταν η πλήρης απασχόληση και η εξάλειψη της φτώχειας. Γι’αυτό το λόγο οι φόροι ήταν υψηλοί και σκόπευαν στην ανάπτυξη νέων δημόσιων υπηρεσιών και διχτύων ασφαλείας.

Αλλά στη δεκαετία του 1970, όταν οι πολιτικές του Keynes άρχισαν να καταρρέουν και οι οικονομικές κρίσεις χτύπησαν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, οι νεοφιλελεύθερες ιδέες άρχισαν να εισέρχονται. Όπως παρατήρησε ο Friedman, «όταν ήρθε η στιγμή της αλλαγής … υπήρχε ήδη η εναλλακτική». Με τη βοήθεια ευνοϊκών ΜΜΕ και πολιτικών συμβούλων, τα στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού, ιδίως οι ρυθμίσεις για τη νέα νομισματική πολιτική, εγκρίθηκαν από τη κυβέρνηση του Jimmy Carter στις ΗΠΑ και την κυβέρνηση του Jim Callaghan στη Βρετανία.

Μετά την ανάληψη εξουσία από την Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρίγκαν, ακολούθησε και το υπόλοιπο πακέτο: μαζικές φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους, σύνθλιψη των συνδικάτων, απορρύθμιση, ιδιωτικοποιήσεις, εξωπορισμοί και ανταγωνισμός στις δημόσιες υπηρεσίες. Μέσω του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, επιβλήθηκαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές – συχνά χωρίς δημοκρατική συναίνεση – στα περισσότερα κράτη του κόσμου. Εγκρίθηκαν ακόμη και από κόμματα που κάποτε ανήκαν στην αριστερά, για παράδειγμα απο τους Εργατικούς και τους Δημοκρατικούς. Όπως σημειώνει ο Stedman Jones, «δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη ουτοπία που να έχει υλοποιηθεί τόσο αποτελεσματικά».

***

Φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι ένα δόγμα που υπόσχεται πολλές επιλογές, εγκαθιδρύθηκε με το σλόγκαν «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Στην επίσκεψή του στη Χιλή – που είναι ένα από τα πρώτα έθνη που εφαρμόστηκε πλήρως το πρόγραμμα – ο Hayek είπε: «θα προτιμούσα μια φιλελεύθερη δικτατορία παρά μια δημοκρατική κυβέρνηση που στερείται του φιλελευθερισμού». Η ελευθερία που προσφέρει ο νεοφιλελευθερισμός, η οποία ακούγεται τόσο γοητευτική όταν εκφράζεται γενικά, αποδεικνύεται να είναι ελευθερία για το μεγάλο ψάρι και όχι για το μικρό.

Απελευθέρωση από τα συνδικάτα και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σημαίνει απελευθέρωση της μείωσης μισθών. Απελευθέρωση από τους κρατικούς μηχανισμούς σημαίνει ελευθερία να μολύνουμε ποτάμια, να θέσουμε τους εργαζομένους σε κίνδυνο, να χρεώσουμε άδικα επιτόκια και να δημιουργήσουμε εξωτικούς οικονομικούς παραδείσους. Απελευθέρωση από τη φορολόγηση σημαίνει απελευθέρωση από την δίκαιη κατανομή του πλούτου που διαφυλάσσει τον κόσμο απο την φτώχεια.

Όπως γράφει η Naomi Klein στο Δόγμα του Σοκ, οι νεοφιλελεύθεροι χρησιμοποίησαν τις κρίσεις για να επιβάλουν αντιλαϊκές πολιτικές, ενώ οι λαοί έχουν στραμμένη την προσοχή τους αλλού: για παράδειγμα, στον απόηχο του πραξικοπήματος του Πινοσέτ, στον πόλέμο του Ιράκ και στον τυφώνα Κατρίνα, που ο Friedman περιέγραψε ως «μια ευκαιρία να μεταρρυθμιστεί ριζικά το εκπαιδευτικό σύστημα» στη Νέα Ορλεάνη.

Όταν οι νεοφιλελεύθερες πρακτικές δεν μπορούν να επιβληθούν στην εγχώρια αγορά, επιβάλλονται σε διεθνές επίπεδο, μέσω των συνθηκών εμπορίου «επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους» όπου οι επιχειρήσεις μπορούν να πιέσουν για την άρση κοινωνικών και περιβαλλοντικών διατάξεων. Όταν τα κοινοβούλια ψήφισαν τον περιορισμό στις πωλήσεις των τσιγάρων, την προστασία των υδάτινων αποθεμάτων από εταιρείες εξόρυξης, το πάγωμα λογαριασμών ενέργειας ή την απαγόρευση για τις φαρμακευτικές να κλέβουν από το κράτος, οι επιχειρήσεις μήνυσαν τα κράτη, πολλές φορές με επιτυχία. Η δημοκρατία έχει καταντήσει θέατρο.

Ένα άλλο παράδοξο του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι ο παγκόσμιος ανταγωνισμός εξαρτάται από την καθολική ποσοτικοποίηση και σύγκριση, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι, όσοι αναζητούν εργασία και οι δημόσιες υπηρεσίες κάθε είδους, υπόκεινται σε ένα σχολαστικό και ασφυκτικό καθεστώς αξιολόγησης και παρακολούθησης, με σκοπό να προσδιοριστούν οι νικητές και να τιμωρηθούν οι ηττημένοι. Το δόγμα που πρότεινε ο Von Mises για να μας ελευθερώσει από το γραφειοκρατικό εφιάλτη δημιούργησε έναν ακόμη.

Η οικονομική ανάπτυξη υπήρξε αισθητά βραδύτερη στην νεοφιλελεύθερη εποχή (από το 1980 στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ) απ’ ό,τι στις προηγούμενες δεκαετίες, όχι όμως για τους πλούσιους. Η ανισότητα στην κατανομή των εισοδημάτων και του πλούτου, μετά από 60 χρόνια παρακμής, αυξήθηκε ταχύτατα, λόγω της συντριβής των συνδικάτων, τις μειώσεις φόρων, την αύξηση των ενοικίων, των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης.

Η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, όπως η ενέργεια, το νερό, τα τρένα, η υγεία, η εκπαίδευση, το οδικό σύστημα και οι φυλακές επέτρεψε σε εταιρείες να χρεώνουν τους πολίτες ή την κυβέρνηση για τη χρήση τους. Ενοίκιο θεωρείται τώρα η είσπραξη μη-δεδουλευμένων έσοδων. Όταν πληρώνετε μια διογκωμένη τιμή για ένα εισιτήριο τρένου, μόνο ένα μέρος του αντιτίμου του εισιτηρίου αποζημιώνει τους φορείς για τα χρήματα που δαπανούν για τα καύσιμα, τους μισθούς και λοιπά. Το υπόλοιπο ποσό ουσιαστικά σημαίνει ότι σας εκμεταλλεύονται.

Όσοι κατέχουν ιδιωτικοποιημένες ή ημι-ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες του Ηνωμένου Βασιλείου πλουτίζουν επενδύοντας λίγο και χρεώνοντας πολύ. Στη Ρωσία και την Ινδία, οι ολιγάρχες πλούτισαν μέσω του ξεπουλήματος κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Στο Μεξικό, δόθηκε στον Carlos Slim η άδεια να ελέγχει σχεδόν όλες τις υπηρεσίες τηλεφωνίας και σύντομα έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο.

Ο Andrew Sayer στο βιβλίο του Why We Cant Afford the Rich αναφέρει πως η χρηματιστικοποίηση είχε παρόμοια επίδραση. «Είναι σαν το ενοίκιο» υποστηρίζει, «όπου η πίστωση είναι … ένα εισόδημα που παρέχεται χωρίς καμία εργασία». Καθώς οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, οι πλούσιοι αποκτούν μεγαλύτερο έλεγχο και σε ένα ακόμη κρίσιμο περιουσιακό στοιχείο: στη ροή του χρήματος. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι πληρωμές γίνονται από τους φτωχούς στους πλούσιους. Καθώς οι τιμές των ακινήτων και η απόσυρση των κρατικών χρηματοδοτήσεων επιβαρύνουν τον λαό με χρέη (σκεφτείτε τη μετάβαση από τις σπουδαστικές υποτροφίες στα φοιτητικά δάνεια), οι τράπεζες και τα στελέχη τους θησαυρίζουν.

Ο Sayer υποστηρίζει ότι οι τελευταίες τέσσερις δεκαετίες χαρακτηρίζονται από τη μετατόπιση πλούτου όχι μόνο από τους φτωχούς στους πλούσιους, αλλά και μέσα από τις τάξεις των πλουσίων: από αυτούς που βγάζουν χρήματα από την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών και σε αυτούς που βγάζουν χρήματα ελέγχοντας υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία, ενοίκια, τόκους και κεφάλαια. Το εισόδημα πλέον αποτελείται από μη-δεδουλευμένα έσοδα.

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι το αποτέλεσμα των αποτυχιών της αγοράς. Δεν είναι μόνο που οι τράπεζες είναι πολύ ισχυρές για να πέσουν, αλλά και ότι οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν πλέον την παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Όπως επισήμανε ο Tony Judt στο Ill Fares the Land, ο Hayek ξέχασε ότι ζωτικές εθνικές υπηρεσίες οφείλουν να προστατεύονται, πράγμα που σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η επιχείρηση παίρνει τα κέρδη, ενώ το κράτος παίρνει το ρίσκο.

Όσο μεγαλύτερη είναι η αποτυχία, τόσο πιο ακραία γίνεται η ιδεολογία. Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις κρίσεις ως δικαιολογία και ευκαιρία για να μειώσουν περαιτέρω τους φόρους, να ιδιωτικοποήσουν κι άλλες δημόσιες υπηρεσίες, να καταστρέψουν και άλλα δίχτυα κοινωνικής ασφάλειας, να απορρύθμισουν εταιρείες και πολίτες. Τα κράτη που τώρα απεχθάνονται τους ίδιους τους τους εαυτούς, θέλουν να καταστρέψουν τον δημόσιο τομέα.

Η πιο επικίνδυνη επίδραση του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι οι οικονομικές κρίσεις που προκάλεσε, αλλά η πολιτική κρίση. Καθώς ο δημόσιος τομέας υποβιβάζεται, συρρικνώνεται και η ικανότητά μας να αλλάξουμε τις ζωές μας μέσω της ψήφου. Αντ ‘αυτού, η νεοφιλελεύθερη θεωρία ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα επιλογής μέσω της αγοράς. Αλλά μερικοί έχουν περισσότερα να ξοδέψουν από τους άλλους: στη δημοκρατία της αγοράς, οι ψήφοι δεν είναι κατανεμημένες ισομερώς. Το αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση των μεσαίων και χαμηλών τάξεων. Ενώ τα κόμματα της δεξιάς και της πρώην αριστεράς υιοθετούν παρόμοιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η αποδυνάμωση μετατρέπεται σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Πολλοί έχουν αποβληθεί από την πολιτική αρένα.

Ο Chris Hedges παρατήρησε ότι τα «φασιστικά κινήματα χτίζουν τη βάση τους όχι από τους πολιτικά ενεργούς, αλλά απ’ τους πολιτικά ανενεργούς, από τους ‘αποτυχημένους’ που (δικαίως) αισθάνονται ότι δεν έχουν καμία φωνή ή δεν διαδραματούν σημαντικό ρόλο στο πολιτικό κατεστημένο». Όταν η πολιτική συζήτηση δεν μας αφορά, ανταποκρινόμαστε σε συνθήματα, σύμβολα και συναισθήματα. Για τους θαυμαστές του Trump, για παράδειγμα, τα γεγονότα και τα επιχειρήματα είναι άνευ σημασίας.

Ο Judt εξηγεί ότι όταν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ πολιτών και κράτους περιορίζονται στην υπακοή, το μόνο που μας απομένει είναι η κρατική εξουσία. Ο ολοκληρωτισμός που φοβάται ο Hayek προκύπτει όταν οι κυβερνήσεις, έχοντας χάσει το ηθικό κύρος από την παροχή δημόσιων υπηρεσιών, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να «καλοπιάνουν, να απειλούν και τελικά να αναγκάζουν τους πολίτες να υπακούν».

***

Όπως και ο κομμουνισμός, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο Θεός που απέτυχε. Αλλά επιβιώνει ακόμη σαν ζόμπι και ένας από τους λόγους είναι η ανωνυμία του. Ή μάλλον, ένα σύμπλεγμα ανωνυμιών.

Το δόγμα του αόρατου χεριού προωθείται από αφανείς υποστηρικτές. Σιγά-σιγά, ανακαλύπτουμε τα ονόματα μερικών από αυτούς. Μάθαμε ότι το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων που υποστηρίζει σθεναρά στα μέσα ενημέρωσης την περαιτέρω ρύθμιση της βιομηχανίας καπνού, χρηματοδοτείται κρυφά από την British American Tobacco από το 1963. Ανακαλύψαμε ότι οι Charles και David Koch, δύο από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, έφτιαξαν το ίδρυμα από το οποίο συστάθηκε το κίνημα Tea Party. Μάθαμε ότι ο Charles Koch είπε ότι «προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες κριτικές δεν πρέπει να γνωστοποιείται το πως ελέγχεται και διευθύνεται η οργάνωση».

Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται από το νεοφιλελευθερισμό συχνά κρύβουν περισσότερα από όσα δείχνουν. «Η αγορά» ακούγεται σαν ένα φυσικό σύστημα που επιδρά σε όλους μας το ίδιο, όπως η βαρύτητα ή η ατμοσφαιρική πίεση. Είναι, όμως, γεμάτη με σχέσεις εξουσίας. Αυτό που «θέλει η αγορά» τείνει να σημαίνει αυτό που θέλουν οι εταιρείες και οι διευθυντές τους. «Οι επενδύσεις», όπως σημειώνει ο Sayer, έχουν διττή σημασία. Από τη μια είναι η χρηματοδότηση των παραγωγικών και κοινωνικά χρήσιμων υπηρεσιών. Από την άλλη είναι η αγορά των ήδη υπάρχοντων περιουσιών για να τις ξεζουμίσεις ως προϊόντα προς ενοικίαση, τόκους, μερίσματα και κέρδη κεφαλαίου. Χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη για διάφορες δραστηριότητες «καμουφλάρεται η πηγή του πλούτου» και συγχέουμε την εξόρυξη πλούτου με τη δημιουργία πλούτου.

Πριν από έναν αιώνα, οι πλούσιοι επιχειρηματίες παραγκωνίζονταν από τους κληρονόμους περιουσιών. Οι επιχειρηματίες αναζητούσαν την κοινωνική αποδοχή παριστάνοντας τους εισοδηματίες. Σήμερα, η σχέση αυτή έχει αντιστραφεί: οι εισοδηματίες και οι κληρονόμοι παριστάνουν τους επιχειρηματίες. Ισχυρίζονται ότι έχουν κερδίσει με τον ιδρώτα τους το μη-δεδουλευμένο εισόδημά τους.

Αυτές οι ανωνυμίες και οι συγχύσεις ανακατεύονται με την ανωνυμία και ατοπία του σύγχρονου καπιταλισμού: το μοντέλο δικαιόχρησης που εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι δεν γνωρίζουν για ποιον εργάζονται. Εταιρείες που είναι εγγεγραμμένες σε υπεράκτια δίκτυα τόσο περίπλοκα και ανώνυμα, που ούτε η αστυνομία δεν μπορεί να ανακαλύψει τους πραγματικούς δικαιούχους. Φορολογικές ρυθμίσεις που ξεγελούν τις ίδιες τις κυβερνήσεις. Χρηματοοικονομικά μοντέλα που κανείς δεν καταλαβαίνει.

Η ανωνυμία του νεοφιλελευθερισμού φρουρείται έντονα. Όσοι υποστηρίζον τους Hayek, Mises και Friedman τείνουν να απορρίπτουν τον όρο, λέγοντας (δικαίως) ότι χρησιμοποιείται πλέον μόνο υποτιμητικά. Αλλά δεν προτείνουν κανένα υποκατάστατο. Μερικοί περιγράφουν τους εαυτούς τους ως κλασικούς φιλελεύθερους ή ελευθεριακούς, αλλά αυτές οι περιγραφές είναι απλά παραπλανητικές.

***

Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν υπάρχει κάτι αξιοθαύμαστο στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, τουλάχιστον στα πρώτα του στάδια. Ήταν μια ξεχωριστή, πρωτοποριακή φιλοσοφία που προωθήθηκε από ένα συνεκτικό δίκτυο στοχαστών και ακτιβιστών με ένα σαφές σχέδιο δράσης.

Ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού αντικατοπτρίζει επίσης την αποτυχία της αριστεράς. Όταν το οικονομικό σύστημα laissez-faire οδήγησε στην οικονομική καταστροφή του 1929, ο Keynes επινόησε μια νεα οικονομική θεωρία για να το αντικαταστήσει. Όταν η θεωρία του για τη διαχείρηση της ζήτησης κατέρρευσε στη δεκαετία του ’70, υπήρχε έτοιμη μια εναλλακτική λύση. Αλλά όταν ο νεοφιλελευθερισμός κατέρρευσε το 2008 δεν έγινε … τίποτα. Γι ‘αυτό το ζόμπι εξακολουθεί να περπατάει. Η αριστερά και το κέντρο δεν προσκόμισαν κάποιο πλαίσιο οικονομικής θεωρίας εδώ και 80 χρόνια.

Κάθε φορά που αναφέρεται το όνομα του Lord Keynes είναι μια παραδοχή αποτυχίας. Το να προτείνονται λύσεις του Keynes για τις κρίσεις του 21ου αιώνα δείχνει ότι αγνοούμε τρία προφανή προβλήματα. Είναι δύσκολο να κινητοποιηθούν οι λαοί γύρω από παλιές ιδέες, τα προβλήματα του ’70 δεν έχουν λυθεί και, το σημαντικότερο, δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν στο σοβαρότερο πρόβλημα: την περιβαλλοντική κρίση. Οι θεωρίες του Keynes λειτουργούν μέσω της τόνωσης της ζήτησης των καταναλωτών. Η καταναλωτική ζήτηση και η οικονομική ανάπτυξη είναι οι αιτίες της καταστροφής του περιβάλλοντος.

Αυτό που δείχνει η ιστορία της θεωρίας του Keynes και του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι δεν αρκεί να αντιταθείς σε ένα σπασμένο σύστημα. Πρέπει να προταθεί μια ολοκληρωμένη εναλλακτική λύση. Οι Εργατικοί, οι Δημοκρατικοί και η ευρύτερη αριστερά, θα έπρεπε να έχει ως κεντρικό στόχο την ανάπτυξη ενός οικονομικού προγράμματος, ενός νέου συστήματος, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα.

  • Το βιβλίο How Did We Get into This Mess? του George Monbiot θα εκδοθεί αυτόν τον μήνα από το Verso. Για την αγορά αντιτύπου για £12.99 (λιανική £16.99) ) πηγαίνετε στο bookshop.theguardian.com ή καλέστε στο 0330 333 6846. Δωρεάν αποστολή στο Ην. Βασίλειο για αγορές άνω των £10. Ελάχιστη τηλεφωνική χρέωση £1.99.