Οι φαρμακευτικές βιομηχανίες αφιερώνουν χρόνια εργασίας και επενδύουν μεγάλα χρηματικά ποσά στη μελέτη των ασθενειών, στην έρευνα αποτελεσματικών θεραπευτικών προτύπων, στην τοξικολογική μελέτη υποψήφιων φαρμάκων, σε κλινικές μελέτες και στη διάθεση των προϊόντων στην αγορά σύμφωνα με τις προδιαγραφές των υγειονομικών αρχών. Με βάση αυτές τις ποικίλες δραστηριότητες, οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της φαρμακολογικής έρευνας διεκδικούν το δικαίωμα να καθορίζουν αυτόνομα την τιμή των φαρμάκων και να κατέχουν τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας για είκοσι χρόνια εξασφαλίζοντας, έτσι, το μονοπώλιο στην κυκλοφορία του φαρμάκου. Η φαρμακολογική καινοτομία δε θα μπορούσε, αλλιώς, να χρηματοδοτηθεί και η ανάπτυξη νέων φαρμάκων δε θα ήταν δυνατή. Είναι όμως πράγματι έτσι;

Πρόοδος στη μάχη ενάντια στις ασθένειες ή επινόηση παθολογιών;

Το γεγονός πως υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν πρόσβαση στις αναγκαίες θεραπείες είναι ένα πρόβλημα που συζητείται ευρέως.

Το γεγονός πως η φαρμακευτική βιομηχανία προτιμά την ανάπτυξη φαρμάκων για τη θεραπεία των τυπικών νόσων των αναπτυγμένων χωρών που έχουν ένα λειτουργικό υγειονομικό σύστημα, και αντίθετα, παραμελεί τις χώρες χαμηλού κέρδους αποτελεί ένα πρόσθετο ζήτημα. Η αφθονία φαρμάκων για τη θεραπεία όλων των ασθενειών –πραγματικών και φανταστικών- των πλουσιότερων πληθυσμών, εγείρει όλο και μεγαλύτερες αμφιβολίες ως προς τον οικονομικό σχεδιασμό των υγειονομικών μας συστημάτων. Απ’ τη μια πλευρά, αρκετές φορές, θέτονται υπό αμφισβήτηση τα φάρμακα που καταπολεμούν τα συμπτώματα από την αλλαγή εποχής, τα ψυχοφάρμακα για υπερδραστήρια παιδιά και εργαζόμενους με άγχος ή τα ηρεμιστικά για νοητικά ασταθή άτομα στις αναπτυγμένες χώρες. Απ’ την άλλη πλευρά, αντίθετα, η έρευνα για μια νέα θεραπεία για τη φυματίωση έχει σταματήσει από το 1965 μολονότι η παλιά συνδυασμένη θεραπευτική αγωγή συχνά αποδεικνύεται μη αποτελεσματική ενάντια στα υπερανθεκτικά μικρόβια και δεν είναι καλά ανεκτή. Κάθε χρόνο αρρωσταίνουν από φυματίωση εννιά εκατομμύρια άτομα από τα οποία πεθαίνει το ενάμισι εκατομμύριο. Εκτιμάται πως τα υπερανθεκτικά μικρόβια ευθύνονται για 480.000 περιπτώσεις μόλυνσης και δεν αντιμετωπίζονται με την παραδοσιακή θεραπευτική αγωγή. Αλλά η φυματίωση είναι αρρώστια των φτωχών. Στη Γερμανία οι περιπτώσεις που καταγράφονται ετησίως με δυσκολία ξεπερνούν τις 4.000.

Η βιομηχανία επίσης δεν επενδύει στην έρευνα ασθενειών που έχουν χαμηλή συχνότητα, οι επονομαζόμενες ορφανές ή σπάνιες νόσοι. Θα αποτελούσε υπερβολικά μεγάλη προσπάθεια για μια πολύ μικρή αγορά.

Εδώ και τριάντα χρόνια, η ανεξάρτητη οργάνωση Prescrire ταξινομεί τα φάρμακα σε επτά κατηγορίες βάση της αποτελεσματικότητάς τους, σε μια κλίμακα που πηγαίνει από το «πραγματικά καινοτόμο» έως το «μη αποδεκτό». Από το 2000 έως το 2013 το ποσοστό καινούριων φαρμάκων που έχουν λάβει το χαρακτηρισμό «Άριστο» ισούται με 0. Σε αυτή την κατηγορία μπαίνουν επίσης και τα φάρμακα για ανίατες ασθένειες. Πάνω από τα μισά καινούρια φάρμακα παίρνουν το χαρακτηρισμό «τίποτα νέο» που περιλαμβάνει και τα λεγόμενα ισοδύναμα φάρμακα που παρουσιάστηκαν ως καινοτόμα, αλλά που, αντίθετα, έχουν υποστεί ελάχιστες τροποποιήσεις σε σχέση με τα υπάρχοντα που ήδη χρησιμοποιούνται επιτυχώς, όπως επίσης περιλαμβάνει το συνδυασμό δύο σκευασμάτων που παρουσιάζεται ως καινούριος: βιταμίνη C και Ασπιρίνη σε ένα δισκίο αντί για δύο. Το 14% των φαρμάκων έχει χαρακτηριστεί ελάχιστης ή μηδενικής αποτελεσματικότητας και είναι δυνάμει επιβλαβή για την υγεία.

Η τιμή της υγείας

Ο καθορισμός της τιμής από τις εταιρίες είναι κάθε άλλο παρά διαφανής. Το 2014, μια μελέτη του Tufts, του Κέντρου για τη μελέτη της ανάπτυξης του φαρμάκου, καθόρισε ότι απαιτούνται 2,56 δισεκατομμύρια δολάρια ούτως ώστε ένα φάρμακο να φτάσει το επίπεδο ωρίμανσης στην αγορά. Οι επιχειρηματολογίες των εκπροσώπων της φαρμακευτικής βιομηχανίας και των κύριων πολιτικών παραγόντων χρησιμοποιούν αυτό τον αριθμό για να δικαιολογήσουν τις συχνά απαγορευτικές τιμές των καινούριων προϊόντων. Οργανώσεις όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα επικρίνουν την έλλειψη διαφάνειας στις μεθόδους στις οποίες βασίζεται αυτή η μελέτη υποστηρίζοντας πως δεν είναι σαφές το πώς υπολογίζεται αυτός ο αριθμός και έχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ορθότητά του. Η εμπειρία δείχνει πως αν τα φάρμακα αναπτύσσονται με δημόσιες χρηματοδοτήσεις, τα κόστη μειώνονται έως και δέκα φορές. Ωστόσο, οι προσπάθειες για καθορισμό των τιμών με διαφανή τρόπο έχουν αποβεί ως τώρα μάταιες.

Αυτή την εποχή, είναι ιδιαίτερα έντονη η συζήτηση για το «χάπι των χιλίων δολαρίων», το καινούριο φάρμακο κατά της ηπατίτιδας C. Το κόστος του είναι τόσο υψηλό που χώρες όπως η Ελβετία έχουν αποφασίσει ότι θα μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε ασθενείς των οποίων η μόλυνση είναι σε προχωρημένο στάδιο˙ πέραν του ηθικού ζητήματος που θέτει, είναι αναμφισβήτητα μια παράλογη επιλογή. Αυτό δείχνει πως ακόμη και χώρες με ένα λειτουργικό υγειονομικό σύστημα βρίσκονται σε δίλημμα: από τη μια πλευρά, οι απαιτήσεις της φαρμακευτικής βιομηχανίας και, από την άλλη, η ηθική ευθύνη προς τους ασθενείς τους.

Οι φαρμακευτικές ευρεσιτεχνίες

Η Συμφωνία για τα εμπορικά ζητήματα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (TRIPS), που ισχύει από το 1995, ορίζει σε είκοσι χρόνια τη διάρκεια μιας ευρεσιτεχνίας για καινούρια προϊόντα, είτε πρόκειται για καταναλωτικά αγαθά είτε για φαρμακευτικά προϊόντα. Η TRIPS, που στηρίζεται από την παγκόσμια Οργάνωση εμπορίου, επιβάλλει τη μεταφορά των νόμων και στο εσωτερικό δίκαιο αναπτυσσόμενων χωρών αγνοώντας, όμως, τις διαφορές στην κοινωνική και οικονομική τους δομή.

Όταν ξέσπασε η επιδημία του HIV στην Αφρική και την Ασία πλήττοντας εκατομμύρια ανθρώπους που δεν είχαν πρόσβαση στο καινούριο ακριβό φάρμακο, η αγανάκτηση όλης της κοινωνίας οδήγησε στην επανεξέταση του ζητήματος της προστασίας των φαρμακευτικών ευρεσιτεχνιών. Το 2001, υπογράφηκε η διακήρυξη Doha που εισάγει εξαιρέσεις για τις φτωχότερες χώρες, στις οποίες, για παράδειγμα, δίνεται το δικαίωμα να αναβάλλουν την προσχώρησή τους στην TRIPS (μέχρι το 2016). Έτσι, η Ινδία άρχισε αυτόνομα να παράγει γενόσημα φάρμακα, αλλά η φαρμακευτική βιομηχανία και οι διεθνείς πολιτικοί της εκπρόσωποι αντέδρασαν με αποδοκιμασία μολονότι αποτελεί δικαίωμα της.

Όπως καταγγέλλουν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, αν στη συνέχεια καμιά άλλη χώρα δεν ακολούθησε το παράδειγμα της Ινδίας συνέβη λόγω της πίεσης των διεθνών χρηματοδοτών και των πιο αναπτυγμένων χωρών. Η φαρμακευτική βιομηχανία, πράγματι, προσπάθησε με διάφορους τρόπους να ακυρώσει τις εξαιρέσεις που προβλέπει η Διακήρυξη Doha, για παράδειγμα, μέσω της σύναψης διμερών εμπορικών συμφωνιών. Γνωστές ως TRIPS Plus, αυτές οι συμφωνίες ορίζουν ως διάρκεια μιας ευρεσιτεχνίας τα είκοσι χρόνια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα παρατείνουν. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ έχουν συνάψει ακόμη πιο δεσμευτικές συμφωνίες με τη Βραζιλία, την Κίνα ή κάποιες χώρες της κεντρικής Αμερικής εμποδίζοντας έτσι την πρόσβαση πολλών πολιτών στις θεραπείες. Ένα από τα σημεία της TRIPS Plus ορίζει πως τα στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων δεν δημοσιοποιούνται. Μ’ αυτό τον τρόπο, ένας παραγωγός γενόσημων φαρμάκων, αφού λήξει η ευρεσιτεχνία του, θα είναι υποχρεωμένος να διεξάγει εκ νέου κοστοβόρες κλινικές έρευνες πριν μπορέσει να εισάγει το προϊόν του στην αγορά. Αυτό δεν προϋποθέτει μόνο υψηλά κόστη και μια περαιτέρω αύξηση της τιμής, αλλά θέτει και ένα επιπλέον ηθικό ζήτημα αναφορικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με άχρηστες κλινικές δοκιμές στον άνθρωπο και τα ζώα.

Το μέλλον της φαρμακευτικής καινοτομίας

Δεν αμφισβητείται πως η φαρμακευτική βιομηχανία έχει συνεισφέρει σημαντικά στην αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών παθήσεων και του καρκίνου. Ωστόσο, θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός πως οι αναπτυσσόμενες χώρες στερούνται την απαραίτητη υγειονομική πρόνοια και ότι μια τόσο επιθετική πολιτική όσον αφορά στην προστασία των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας οδηγεί, εκτός των άλλων, σε επιδείνωση των υγειονομικών συνθηκών. Η ερώτηση, λοιπόν, δεν είναι «Πόσο αξίζει η υγεία μας;» αλλά «Μπορεί να υπάρξει μια βιομηχανία προσανατολισμένη στο κέρδος που να εγγυάται σε όλους το δικαίωμα στην καλύτερη δυνατή θεραπευτική αγωγή;»

Υπάρχουν κάποιοι που ακόμα πιστεύουν πως αν δοθεί λευκή επιταγή στην αγορά θα βρεθεί ο τρόπος να λειτουργήσουν όλα καλά. Πρόκειται για μια νεοφιλελεύθερη ιδέα που αποκρούεται πλέον σθεναρά καθώς μια αγορά χωρίς περιορισμούς γεννά μόνο ανισότητα και οδηγεί σε ένα ταξικό σύστημα στο οποίο μόνο οι πιο πλούσιοι έχουν πρόσβαση στις καλύτερες θεραπείες. Ωστόσο, οι πεποιθήσεις και οι προσδοκίες δεν πεθαίνουν και πιστεύεται ακόμη πως μόνο η βιομηχανία μπορεί να δημιουργήσει καινοτομία. Η μεγιστοποίηση του κέρδους είναι στην πραγματικότητα η μοναδική ή η βασική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη καινούριων θεραπειών; Δε θα ήταν λογικό να στοιχηματίζουμε λιγότερο στη βιομηχανία και περισσότερο σε μια ανεξάρτητη έρευνα που χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους για την παραγωγή φαρμάκων προσβάσιμων σε όλους;

Υπάρχουν ήδη υποσχόμενα προγράμματα που προάγουν κυρίως την έρευνα στο πεδίο των παραμελημένων ή σπάνιων νόσων. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, που τιμήθηκαν το 1999 με το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη, έχουν ξεκινήσει την Εκστρατεία για την πρόσβαση στα βασικά φάρμακα και, για τη στήριξή της, δημιούργησαν την Drugs for Neglected Diseases initiative (DNDi) που από το 2007 έχει εισάγει στην αγορά διάφορα φάρμακα, καινοτόμα και οικονομικά, για τη θεραπεία της ελονοσίας, της λεϊσμανίασης και της ασθένειας του ύπνου. Αυτή η πρωτοβουλία βασίζεται στη συνεργασία ανάμεσα στη βιομηχανία και τη δημόσια έρευνα που, στα καταστατικά τους, έχουν κυρώσει την απαγόρευση κατοχύρωσης ευρεσιτεχνίας των φαρμάκων που αναπτύσσονται. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει ανταγωνισμός και η βιομηχανία μπορεί να έχει άγνωστα μέχρι τώρα οφέλη όπως είναι η δημιουργία ενός ευρέος δικτύου ερευνητών. Παρέχει, για παράδειγμα, τη δυνατότητα στους λίγους επιστήμονες που ασχολούνται με σπάνιες νόσους να συνεργαστούν, να ανταλλάξουν ιδέες και να συζητήσουν τις δυσκολίες. Έτσι αποφεύγονται παράλληλες έρευνες και στηρίζεται η δημιουργική διαδικασία. Τα κόστη για την παραγωγή του τελικού φαρμάκου μειώνονται και τα χρονικά πλαίσια συντομεύονται. Αυτές οι πρωτοβουλίες μας προσανατολίζουν σε ένα μέλλον όπου η ανάπτυξη των φαρμάκων για τη θεραπεία σοβαρών νόσων, που ευθύνονται ακόμη για πολλούς θανάτους, θα είναι ανεξάρτητη από τη φαρμακευτική βιομηχανία.