Ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου μας φαίνεται απολύτως φυσικό και κοινωνικά αποδεκτό το να παίρνουμε, και να παίρνουμε, και να παίρνουμε.   Αυτό είναι το μοντέλο της κατανάλωσης  άλλωστε. Σήμερα αποτελεί ύψιστη αξία το να αποκτάς αντικείμενα.  Έτσι είναι φτιαγμένα όλα που ο μόνος λόγος για να δουλέψει κανείς, για να δώσει το χρόνο και την ενέργειά του σε μια εργασία, είναι η αμοιβή που θα πάρει. Ανταλλάσσουμε αυτό το χρόνο και αυτή την ενέργεια μόνο με κάποια αμοιβή ή, σε κάθε περίπτωση, την απόκτηση ενός βιοτικού επιπέδου. Κι όχι πως στην τελική μας αρέσει. Φαίνεται να είμαστε αναγκασμένοι από τις συνθήκες να το κάνουμε.

Πού όμως βρίσκεται, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η έκφραση των δικών μας προσωπικών ενδιαφερόντων στον κόσμο; Πώς εκφράζεται η δική μας δημιουργικότητα; Πού υπάρχει το δικό μας κομμάτι σε όλα αυτά, πού είναι όσα σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε και θέλουμε να μεταφέρουμε στον κόσμο για να τον αλλάξουμε; Πολύ σπάνια, στην κατάσταση που ζούμε, μας δίνεται η ευκαιρία να εκφράσουμε αυτές μας τις ανάγκες.

Έτσι λοιπόν, δίνουμε την ενέργειά μας, πουλάμε το χρόνο μας και σαν αντάλλαγμα παίρνουμε μια αμοιβή. Τόσο καλά δομημένο είναι το σύστημα και αυτός ο τρόπος σκέψης που δεν μπορούμε να διανοηθούμε πως είναι δυνατό να εκφράσουμε το δυναμικό μας, να παράγουμε κάτι χωρίς να αμειφθούμε γι’ αυτό.

Και όμως, ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος ώστε να μπορεί να παίρνει αλλά και να δίνει. Και μοιάζει πως κλείνοντας τη μια από τις δυο στρόφιγγες (αυτή του να δίνουμε) αποκτάμε προβλήματα. Δυσκολίες στην επικοινωνία, στις σχέσεις με τους αγαπημένους μας και τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους, ασυμφωνία στον τρόπο που βλέπουμε τα γεγονότα. Προτείνουμε σα λύση το διάλογο αλλά ούτε ο διάλογος λύνει τα προβλήματα. Γιατί πιθανά, η λύση να μην είναι ο διάλογος αλλά η κοινή δράση προς την κατεύθυνση του να δίνουμε εκτός απ’ το να παίρνουμε.

Η ηθική της κοινωνίας μας όμως ορίζει ότι για να δώσεις πρέπει να πάρεις. Υποθέτουμε δε ότι όσο περισσότερα παίρνουμε τόσο πιο ενδιαφέρουσα γίνεται η ζωή μας. Αν έτσι ήταν τα πράγματα, όλοι εκείνοι που ζουν σε χώρες πλούσιες και έχουν λυμένα τα άμεσα προβλήματα της επιβίωσής τους, έχουν αξιοπρεπείς μισθούς και οικονομική ελευθερία να αγοράσουν ή να πραγματοποιήσουν τις υλικές τους επιθυμίες, τότε όλοι αυτοί θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένοι!

Υπάρχουν πάλι κι εκείνοι που θέλουν να δώσουν, χωρίς αμοιβή. Οι εθελοντές, που με τις καλύτερες προθέσεις επιλέγουν αυτό τον τρόπο δράσης. Άνθρωποι που οι κοινωνίες τους βλέπουν με συμπάθεια (συχνά δε τους επιβραβεύουν, αρκεί η δράση τους να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή τις ελλείψεις του συστήματος και να μην αφορά σε καίριες αποφάσεις) αλλά και κάποιο σκεπτικισμό. Ίσως στο πίσω μέρος του μυαλού να έρχεται συχνά η ερώτηση: «τι κερδίζει ο εθελοντής απ’ αυτά που κάνει και που πιθανά του στερούν χρόνο από τη δουλειά του και την οικογένειά του;» Κι έτσι, βάση αυτής της καταναλωτικής ιδεολογίας ή του περιορισμού στο πλαίσιο δράσης, αποθαρρύνονται άνθρωποι άξιοι που θέλουν, χωρίς συμφέρον, να προσφέρουν σε άλλους.

Όπως και να ‘χει, η αξία του «να δίνεις» είναι ελαφρώς υποτιμημένη στις κοινωνίες μας. Ή υπερτιμάται όταν βοηθάς έναν εθνικό σκοπό. Δεν είναι μια κοινωνική αξία που μας γεννά φιλοδοξίες. Περισσότερο φιλοδοξούμε να καταναλώνουμε. Όλα τα ωραία αντικείμενα που βλέπουμε στις διαφημίσεις, στις βιτρίνες των καταστημάτων και που μας λένε πως αν δουλέψουμε λίγο παραπάνω μπορούμε να τα αποκτήσουμε.

Έτσι από μένα δε βγαίνει τίποτα προς τα έξω, εκτός από τη δουλειά για την οποία αμείβομαι. Δεν είμαι λοιπόν τίποτα παραπάνω από ένας πεπτικός σωλήνας; Ήρθα για να κάνω μια δουλειά, να αμειφθώ (στην καλύτερη) γι’ αυτήν και να μου απορροφήσει όλη μου την ενέργεια ώστε τις επόμενες ώρες απλά να επιβιώνω;

Δυστυχώς, όλ’ αυτά έχουν το τίμημά τους. Γιατί αργά ή γρήγορα αυτό το παρά φύση κλείσιμο, αυτή η αφύσικη διάρρηξη της αλληλεγγύης και του δοσίματος γεννά μια εσωτερική διάσπαση. Συσσωρεύονται νευρώσεις δημιουργώντας προβλήματα στις σχέσεις και αδυναμία κατανόησης. Στις κοινωνίες μας σήμερα η έλλειψη επικοινωνίας είναι πλήρης και οι άνθρωποι απομακρύνονται, ο ένας δεν αντέχει τον άλλο και συχνά ούτε καν τον εαυτό του στον καθρέφτη επειδή κι αυτός του είναι ακατανόητος. Το ίδιο συμβαίνει σε παγκόσμιο επίπεδο. Κανείς δεν μπορεί να συμφωνήσει με κανένα επειδή έχουν κλείσει οι στρόφιγγες της επικοινωνίας και οι αξίες έχουν αντιστραφεί. Γιατί συμβαίνει ότι η πιο γλυκιά, η πιο ενδιαφέρουσα, ίσως η μεγαλύτερη αξία που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, είναι να εκφράζει, να μεταφέρει έξω από τον εαυτό του και χωρίς συμφέρον πράγματα που είναι χρήσιμα στους άλλους.

(Το κείμενο αυτό είναι βασισμένο στην ομιλία του Αργεντίνου συγγραφέα Σίλο «Ο αποδέκτης του μηνύματός μας» και γράφτηκε με αφορμή μια συζήτηση-σύγκρουση με τον έφηβο γιο μου.)