Έχουμε πολλάκις ακούσει ή διαβάσει τη φράση: «Αν θέλεις διαφορετικά αποτελέσματα, μην κάνεις πάντα το ίδιο», η οποία συνήθως αποδίδεται εσφαλμένα στο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Ένα λάθος διπλό: τόσο αναφορικά με τον πνευματικό της πατέρα όσο και σε σχέση με την αρχική της διατύπωση.

Η σωστή της «εκδοχή» (που ενίοτε αναπαράγεται ορθά, αλλά αποδίδεται εσφαλμένα στον γερμανό φυσικό ή τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν) έχει ως εξής: «Τρέλα είναι να κάνεις πάντα το ίδιο και να περιμένεις διαφορετικά αποτελέσματα». Αυτή η πρόταση ανήκει στο βιβλίο Sudden Death («Ξαφνικός Θάνατος»), της Rita Mae Brown, που πρωτοεκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1983, εικοσιοχτώ χρόνια μετά του θάνατο του Αϊνστάιν. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν πως η φράση αυτή πρωτοεμφανίστηκε δυο χρόνια νωρίτερα σε ένα κείμενο της οργάνωσης Ανώνυμοι Ναρκομανείς που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1981.

Έτσι, το θέμα αυτό περιέχει αρκετές ανακρίβειες. Φαινόμενο καθόλου πρωτόγνωρο αν σκεφτούμε πως, ακόμη και βιβλία που θεωρούνται ιερά από τους διάφορους λαούς –και που διέπουν μάλιστα πολλές από τις πεποιθήσεις και τις συμπεριφορές τους- δε δίνουν αξιόπιστες αποδείξεις της πατρότητάς τους, και η προέλευσή των σημαντικών αυτών κειμένων βυθίζεται σε ένα μακρινό και μυθικό παρελθόν.

Αναφορικά με τη φράση που μας απασχολεί και πέρα από το πρόβλημα ασυμφωνίας σχετικά με την πατρότητά της, θέλουμε να επισημάνουμε την τεράστια ισχύ αυτής της θέσης όσον αφορά στο σημερινό τρόπο ζωής. Η κοινωνική κατάσταση σήμερα είναι μια σαφής και κατηγορηματική αποτυχία αλλά βλέπουμε πώς συνεχίζουμε ξανά και ξανά να χρησιμοποιούμε μεθόδους και συνταγές παρόμοιες μ’ αυτές που μας οδήγησαν ως εδώ.

Και αν κάποιος θελήσει να αμφισβητήσει αυτό που λέμε θα τον ρωτήσουμε με τη σειρά μας: δεν είναι, άραγε, αποτυχία το να διαπιστώνουμε πως, παρά την τεράστια τεχνολογική πρόοδο, δεν είμαστε ακόμα ικανοί ως είδος να παράσχουμε τροφή, στέγη και επαρκή μέριμνα σε ένα τεράστιο ποσοστό ανθρώπων;

Ή μήπως θα αρνηθεί κανείς την αποτυχία των διαφορετικών πολιτικών συστημάτων, ψευτο δημοκρατικών ή κεντρώων; Την εμμενή τους διαφθορά, την απομάκρυνση από την κοινωνική βάση, την εξάρτηση από πραγματικές μη εκλεγμένες εξουσίες, τη χειραγώγηση, την παραποίηση, την ασυνέπεια που χαρακτηρίζουν τις πρακτικές τους;

Και τι πρέπει να πούμε για τους πολέμους; Με ποια άλλη λέξη πέραν της «αποτυχίας» μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον παραλογισμό με τον οποίο κάποια κράτη συνεχίζουν να εξερημώνουν ολόκληρες περιοχές, σκοτώνοντας ανθρώπους, καταστρέφοντας όσα αυτές οι κοινωνίες έχτισαν με πολύχρονη προσπάθεια; Δεν είναι άραγε μια πλήρης αποτυχία το γεγονός πως οι κακώς αποκαλούμενες «ισχυρές» χώρες δεν μπόρεσαν να είναι τίποτα περισσότερο από διαπρεπείς κατασκευάστριες όπλων; Τι είδους οικονομικό επίτευγμα είναι αυτό που εξασφαλίζει την επιβίωση των μεν μέσω του αφανισμού των δε; Ποια ηθική μπορούν να επικαλεστούν όταν ισχυρίζονται ότι «δίνουν μαθήματα» στους άλλους πάνω στην υπεράσπιση μιας αβάσιμης και ανύπαρκτης ελευθερίας; Τι μπορούν να πουν για τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν δεν καταργούν τη θανατική ποινή, όταν υποστηρίζουν τη διάδοση και τον πολλαπλασιασμό της χρήσης όπλων σε βαθμό που ακόμα και οι πολίτες τους σκοτώνονται μεταξύ τους;

Ή μήπως δεν είναι ξεκάθαρη η αποτυχία μας όσον αφορά στην επιδείνωση των κλιματικών παραγόντων; Ξηρασίες, αυξανόμενη ερημοποίηση και πλημμύρες απειλούν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, ενώ συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε πως ο καταναλωτισμός και το κέρδος είναι οι μόνες δυνατές επιλογές και ταυτόχρονα επιμένουμε να συνδέουμε την εικόνα της εξέλιξης με την παράλογη εξάρτηση από τη χρήση και την καύση μη ανανεώσιμων και επιβλαβών πόρων.

Προφανής δε είναι και η αποτυχία στο θρησκευτικό πεδίο, αν δούμε πώς οι διάφορες θρησκείες προάγουν τη σύγκρουση ανάμεσα στους πολιτισμούς –που αυτές οι ίδιες υπέταξαν κάποια στιγμή- διακηρύσσοντας ως μοναδική αλήθεια τη δική τους, υποστηρίζοντας συντηρητικούς τρόπους ζωής και προσπαθώντας να επιβάλλουν την επιστροφή σε άλλες ιστορικές περιόδους.

Τι άλλο μας μένει απ’ το να δηλώσουμε τη συνολική μας αποτυχία; Κατάσταση που μπορούμε να την ερμηνεύσουμε με τρόπο τραγικό αν την κοιτάξουμε από την άποψη της επιτυχίας. Μια άποψη που –αν και υπερισχύει στην εποχή μας- αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης του.

Από ένα διαφορετικό σημείο οπτικής, η αποτυχία δείχνει μόνο πως φτάσαμε στο τέλος ενός κύκλου και πως πιθανά, χάρη στην εξέλιξη του ανθρώπου, των γνώσεων και των επιδιώξεων του, είναι ώρα να ανοίξουμε νέα μονοπάτια, να περιδιαβούμε νέους δρόμους και απόπειρες, διαφορετικούς από αυτούς που ακολουθήσαμε ως σήμερα.

Το να παραδεχτούμε και να αναλάβουμε την ευθύνη αυτής της συνολικής αποτυχίας είναι το σημείο εκκίνησης για ένα καινοτόμο αναστοχασμό σε όλα τα πεδία. Είναι η αναγκαία προϋπόθεση μιας ταπεινοφροσύνης που θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε πέρα από προκαταλήψεις που ως τώρα δεχόμαστε ως ακλόνητες αλήθειες.

Τι καλά που θα ‘τανε αν αυτοί που σήμερα ηγούνται της δημόσιας ζωής αναγνώριζαν την αποτυχία τους! Τι εξαιρετικό παράδειγμα θα αποτελούσε αν σε μια σύνοδο κορυφής, σε μια γενική συνέλευση, σε μια δημόσια ομιλία οι προσωπικότητες αυτές μπορούσαν να σταθούν ενωμένες και με μια φωνή να πουν: «αποτύχαμε»! Κάτι που εξάλλου δε θα ήταν παρά η αποδοχή ενός καταφανούς γεγονότος.

Αλλά είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι περισσότεροι δε θα το κάνουν απασχολημένοι όπως είναι με τη σχετική τους θέση σε ένα παρακμάζον σύστημα.

Για μας, ωστόσο, τους απλούς ανθρώπους είναι απαραίτητο, είναι ζωτικής σημασίας το να αλλάξουμε το σημείο οπτικής μας και να ετοιμαστούμε για μια αλλαγή πορείας. Γι’ αυτό το λόγο, είναι σκόπιμο να στοχαστούμε σε σχέση με τις βαθύτερες αιτίες αυτής της αποτυχίας.

Όταν ένα φαινόμενο εκδηλώνεται σε πολλά πεδία, δεν είναι λογικό να το αποδίδουμε σε μεμονωμένες αιτίες. Είναι σίγουρα σοφότερο να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε κάποια σχέση που να συνδέει αυτές τις εκδηλώσεις, βοηθώντας μ’ αυτό τον τρόπο στην αμφισβήτηση και το άνοιγμα της ματιάς μας, που είναι ιστορικά σφυρηλατημένη από αυτή την ίδια διαδικασία που θέλουμε να ξεπεράσουμε.

Κατά τη γνώμη μας, αυτό που συνδέει και τροφοδοτεί τις διάφορες μορφές της βίας που εντάσσονται στο πλαίσιο της «συνολικής αποτυχίας» που προηγουμένως περιγράψαμε, είναι η «αποδοχή της ιδιαιτερότητάς μας ως πηγής μιας καθολικής αλήθειας».

Δηλαδή, το να θεωρώ πως τα δικά μου κίνητρα, ο δικός μου τρόπος σκέψης και δράσης, οι δικές μου επιθυμίες, απλά και μόνο επειδή είναι «δικές μου», δε χρειάζονται καμιά απολύτως δικαιολόγηση. Επιπρόσθετα, θεωρούμε πως αυτή η ατομική του προέλευση προβιβάζει ό,τι είναι «δικό μου» σε «καθολική αλήθεια» απαιτώντας από τον κόσμο των άλλων όντων να ακολουθεί και να δέχεται τους ίδιους κανόνες.

Κι έτσι προχωράμε στη ζωή, υποκινούμενοι από τις στοιχειώδεις εμπειρίες μας, επιμένοντας στην ορθότητά τους και αρνούμενοι όποιον δεν προσαρμόζεται σ’ αυτές. Και γι’ αυτό, φτιάχνουμε μαζί με άλλους ομάδες με παρόμοιες προθέσεις και παρόλο που οι προθέσεις αυτές μοιάζουν να μη συμφωνούν με άλλες, στο βάθος είναι ταυτόσημες: είναι η κοινή μας πρόθεση να εμμένουμε στο δικό μας δίκιο.

Είναι λες και οι δυνάμεις αυτές μπαίνουν σε κίνηση από μια ψυχική λειτουργία που αναζητά μια έγκυρη γενική ταυτότητα, παρά τις προφανείς μεταβολές αυτής της διαρκούς ταυτότητας που επιβάλλονται από το πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές του σώματος και της μνήμης μας. Αν ο ισχυρισμός αυτός ήταν σωστός και αδιαμφισβήτητος, αν αυτή η ταυτοποίηση ήταν συστατική της φύσης μας, δε θα είχαμε τρόπο να προχωρήσουμε στην προσπάθειά μας να αλλάξουμε από κοινού τη ζωή μας, με τον κίνδυνο να χάσουμε μεγάλο μέρος του συνηθισμένου μας τρόπου να «είμαστε» στον κόσμο.

Ωστόσο, το άτοπο αυτού του συλλογισμού σχετικοποιείται, όταν ανακαλύπτω ότι τίποτα δεν είναι τόσο πολύ «δικό μου» τόσο πολύ «ξεχωριστό» χάρη στην ιστορική μου συνθήκη, λόγω του ότι έχω απορροφήσει, από την αρχή ήδη αυτής μου της περιπέτειας που ονομάζω ζωή, μεγάλο κομμάτι της συλλογικής κληρονομιάς των προγόνων μου, κοντινών και μακρινών. Έτσι το «δικό μας» (και κατ’ επέκταση το «εμείς») είναι πολύ περισσότερο συμβατό με την ανθρώπινη ουσία μας συγκριτικά με ό,τι δεν είναι κοινό και μας χωρίζει.

Και εκτός αυτού μας δίνει ελπίδα το να παρατηρούμε και να κατανοούμε αυτό το είδος της παρόρμησης για την απόκτηση μιας ταυτότητας, επειδή άμεσα καταλαβαίνουμε πόσο υπερβολικό και άτοπο είναι το να ανάγουμε αυτή την ταύτιση με μια μερικότητα, μια ιδιαιτερότητα σε καθολική αλήθεια.

Το να υποχρεώνεις τη γενικότητα να δράσει όπως το απαιτεί η ιδιαιτερότητα, αυτή είναι η πηγή της κοινωνικής βίας. Το να βασανίζω τον άλλο με βάση τη δική μου μερική ματιά είναι ο άξονας της διαπροσωπικής βίας.

Στο σημείο αυτό μας παρουσιάζεται ένα ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα. Υπάρχει, άραγε, αυτή η γενική αλήθεια ή όλα συνοψίζονται στην εσφαλμένη μερικότητα που προσπαθεί να επιβληθεί ως καθολική; Και αν αυτή η αλήθεια υπάρχει, ποια είναι η πηγή της;

Φαίνεται πως η δικαιολόγηση ενός τρόπου σκέψης και δράσης δε βρίσκεται σε αυτόν που τα εκπέμπει αλλά στη σύμπτωση ενός μηνύματος με τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες. Υπό αυτή την έννοια, η πηγή της αλήθειας θα πρέπει να αναζητηθεί σε εκείνους που νιώθουν την ανάγκη που, με τη σειρά της, θα δώσει την απάντηση.

Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, δε χρειάζεται να αναζητήσουμε την αλήθεια μέσω της επιβολής του «ιδιαίτερου» ούτε μέσω της επιβολής ενός συγκεκριμένου τρόπου που προάγουν άλλες «ιδιαιτερότητες» αλλά κοιτάζοντας τις βαθύτερες ανάγκες μας. Ανάγκες που μοιραζόμαστε με άλλους στον ίδιο βαθμό έντασης και αναγνώρισης.

«Η κατάστασή μας δε συγκρίνεται με καμιά άλλη του παρελθόντος. Είναι αδύνατο, κατά συνέπεια, να εφαρμόσουμε μεθόδους και μέτρα που, σε προηγούμενες φάσεις, θα μπορούσαν να αποδειχτούν κατάλληλα. Χρειάζεται να επαναστατήσουμε τη σκέψη μας, τις πράξεις μας και να έχουμε το θάρρος να επαναστατήσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη του κόσμου. Τα στερεότυπα του χτες δε λειτουργούν σήμερα και θα είναι, χωρίς αμφιβολία, αμετάκλητα παρωχημένα αύριο».[1]

Αυτό ναι είναι του Αϊνστάιν.

[1] Αϊνστάιν (1948) “Ένα μήνυμα προς διανοούμενους”, από το βιβλίο : “Άλπερτ Αϊνστάιν” του Green J. (Ed.), 2003 (σελ. 52)