“Δεν θα ήμουν ειλικρινής αν σας έλεγα ότι με πείσατε». Pietro Ingrao, 1966, ΧΙ Συνέδριο του P.C.I.

Οι Baby boomers βιώνουμε την περίοδο αυτή τραγικές απώλειες. Απώλειες φίλων, γνωστών αλλά κυρίως όλων εκείνων που υπήρξαν οι πνευματικοί μας «μέντορες» και χαρακτήρισαν κάποιες από τις επιλογές της ζωής μας. Και παρόλο που όλα αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς κάποιες απώλειες βαραίνουν ιδιαίτερα και χαρακτηρίζουν το τέλος εποχής.

Η απώλεια του Pietro αποτελεί μια από αυτές για πάρα πολλούς σκεπτόμενους ευρωπαίους αλλά και για Έλληνες φοιτητές στην Ιταλία τη δεκαετία του τέλους 70 ή αρχές 80, των οποίων υπήρξα κομμάτι.

Ο Pietro Ingrao πέθανε πριν λίγες ημέρες σε ηλικία 100 ετών! Ένας αιώνας ζωής ανάμεσα σε δύο αιώνες. Και ναι ο θάνατος του σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής.

Δεν με ωθεί στο γράψιμο αυτού του άρθρου η πολιτική του σκέψη που αν και αποτέλεσε πάντα, για εμένα και πολλούς φίλους μου, σταθερό σημείο έμπνευσης και πολιτικής δημιουργίας αλλά για την Ιδέα της πολιτικής που  μετέφερε στη γενιά μου. (Ο Filippo Vendemiati, o σκηνοθέτης της μικρού μήκους ταινίας που γύρισε με τον Pietro  Ingrao προσεγγίζει με τον ίδιο τρόπο την πολιτική του ιστορία).

Η άποψη ότι η πολιτική δεν είναι επάγγελμα χαρακτηρίζει τον αιρετικό Pietro, ο οποίος, παρά τις διαφωνίες του, εστίασε τη κριτική του πάντα στο ιδεολογικό επίπεδο αναδεικνύοντας σκέψεις και εκφάνσεις του με ένα καινοτόμο και αυθεντικό τρόπο που λίγοι πολιτικοί ηγέτες διαθέτουν.

«Η πολιτική» έλεγε, «είμαστε εμείς οι πολιτικοί». Το διάσημο «δικαίωμα της διαφορετικής άποψης» που διεκδίκησε από τον Giorgio Amendola (πολιτικός αρχηγός του P.C.I), η ευθύτητα του στην έκφραση της διαφορετικής άποψης και η συμπεριφορά του, συμπεριφορά ενός πραγματικά σκεπτόμενου πολιτικού θα μείνουν στην Ιστορία της ανθρωπότητας.

«Hθελα το φεγγάρι» είναι ο τίτλος του τελευταίου του βιβλίου. Πολύ εύκολα οι διάφοροι αρθρογράφοι περιορίζονται στον τίτλο και αγνοούν το περιεχόμενο. Διαβάζω παντού ότι ο τίτλος του βιβλίου του χαρακτηρίζει τον ίδιο τον Pietro Ingrao σαν νοσταλγικό, ουτοπιστή, ρομαντική ψυχή ή και απογοητευμένο. Τίποτα από αυτά δεν ισχύουν για  το βιβλίο του και σίγουρα για τον ίδιο. Ο τίτλος συνδέεται με την αρχή που χαρακτήρισε όλο του το βίο, «κοσμικό» και πολιτικό που συνυπήρχαν και που κατά τη γνώμη μου μεταφράζεται στο: «Τα πάντα είναι δυνατά».

Ο Pietro πίστευε στη δύναμη των λαϊκών μαζών και δεν τις διέκρινε από το εργατικό κίνημα, πίστευε στην ενεργό συμμετοχή των αυθόρμητων κινημάτων (spontaneous) τα οποία προωθούν τα διάφορα κοινωνικά αιτήματα και ότι το εργατικό κίνημα διδάσκεται από αυτά διατηρώντας μια αμφίδρομη σχέση μαζί τους.

Επίσης, ο «τρίτος δρόμος» για τον Pietro δεν ήταν ποτέ συμβατικός και γραμμικός, αντίθετα χαρακτηριζόταν από συνεχή μάχη με τους θεσμούς προκειμένου (και αψηφώντας κινδύνους και ρήξεις) να οδηγηθούν αυτοί σε βαθύτατες μεταρρυθμίσεις .

Η ζωή είναι στενότατα συνυφασμένη με την πολιτική συνήθιζε να λέει. Στη τελευταία του συνέντευξη ανησυχούσε πολύ για την Αφρική και κυρίως για το γεγονός ότι ο πόλεμος χρησιμοποιείται, για μια ακόμη φορά, ως μέσον αντιμετώπισης των κρίσεων.

Φοβόταν για το μέλλον της ανθρωπότητας μετά από τόσους σκοτωμούς. Απέφευγε όμως στο τέλος, να κάνει κρίσεις διότι όπως ο ίδιος έλεγε (στην ίδια συνέντευξη), δεν είχε πια όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν για να κρίνει. Ένας αιωνόβιος που «αποτραβιόταν» με πολύ σεμνότητα και αίσθηση μέτρου από το προσκήνιο διότι δεν ήταν πια αυτός που λάμβανε αποφάσεις (πόσο μακριά αλήθεια από τις εικόνες των σύγχρονων πολιτικών ανδρών μας).

Ένας κομμουνιστής πέθανε. Εκατό χρόνια σκέψης, αγώνων και προσωπικών επιτυχιών κλείνουν. Γράφω γι αυτόν γιατί όλες του οι σκέψεις παραμένουν επίκαιρες και απελπιστικά αληθινές. Γράφω γιατί συνειδητοποιώ ότι το οφείλω και αντί για σύνθετες αναλύσεις και υποθέσεις θέλω να επαναφέρω στο προσκήνιο αυτό που χαρακτηρίζει πλήρως τον Pietro και ανήκει πια σε όλους, όσους τον γνωρίσαμε. Θέλω να θυμίσω τη χαρά της αμφισβήτησης και της διαφωνίας στην απόλυτη αλήθεια και τη συνειδητοποίηση ότι δεν είναι ποτέ μόνο μία.

«Θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορία, προτίμησε όμως να παραμείνει στο κόμμα» σημειώνει η Rossana Rossanda. Αυτό κατά τη γνώμη μου θα το ξέρουμε με σχετική σιγουριά τα επόμενα εκατό χρόνια.