Ήταν ίσως οι πιο βουβές εκλογές των τελευταίων ετών αλλά με μια εύγλωττη σιωπή του εκλογικού σώματος. Όλοι θα έπρεπε να αναμένουν το αποτέλεσμα μετά από τόσες εκπλήξεις και ανατροπές που έχουμε ζήσει στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες. Άλλωστε, καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο με πιο χαρακτηριστική την τελευταία εβδομάδα, ο κόσμος ήταν ήρεμος και χαμογελαστός, ευγενής και εξυπηρετικός προς τους πρόσφυγες στο δρόμο και στις πλατείες στις μεγάλες πόλεις (παρά περί του αντιθέτου φήμες) ενώ και στα νησιά η αλληλεγγύη ξεπέρασε κάθε προσδοκία (παρά τις κάποιες αρνητικές και απάνθρωπες συμπεριφορές που όμως ήταν η μειοψηφία) και ασχολούνταν με τις προετοιμασίες για το φθινόπωρο και το χειμώνα με τις απαραίτητες, έστω και οικονομικά μετρημένες επισκέψεις στα εμπορικά καταστήματα, σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας παρ’ όλες τις υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε κάποια αλλαγή στην κοινωνική συμπεριφορά του εκλογικού σώματος που να δικαιολογεί την όποια μεταστροφή στις πολιτικές του προτιμήσεις από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015.

Έχει όμως ενδιαφέρον να εξετάσουμε (και σίγουρα το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν πολλές αναλύσεις και συζητήσεις) κάποιες ξεχωριστές πτυχές της συγκεκριμένης προεκλογικής περιόδου αναφορικά με τους διεκδικητές, τα επιτελεία αλλά και τους εσωκομματικούς τους αντιπάλους και πως εν τέλει όλα αυτά συνέτειναν στην εκ νέου επιβεβαίωση των εκλογικών αποτελεσμάτων του Ιανουαρίου.

Η κεντροδεξιά
Σε ότι αφορά την κεντροδεξιά παράταξη, η ΝΔ δεν κατάφερε να ενισχύσει επί της ουσίας το προφίλ της ως μία ειλικρινώς μετανοημένη παράταξη, διατηρώντας σχεδόν σταθερά τα εκλογικά ποσοστά της αν και έχασε εκ νέου ψηφοφόρους σε απόλυτους αριθμούς. Ο κ. Μεϊμαράκης, αν και αποτελεί την ψυχή της παράταξης, έχει και αυτός ένα παρελθόν και μια ιδιοσυγκρασία και παρόλη τη προσπάθεια που έκανε να ανατρέψει όλη την ζημιά που έπαθε τα προηγούμενα χρόνια η παράταξή του από τον κ. Σαμαρά κατέληγε να κάνει ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω, αδειάζοντας κάθε φορά την καρδάρα με το γάλα. Αποκορύφωμα όλου αυτού του πήγαινε έλα ήταν η τελική τηλεμαχία ανάμεσα στους δύο πολιτικούς αρχηγούς όπου εμφανίστηκε άχρωμος και δεν κέρδισε τις εντυπώσεις ούτε καν στο προνομιακό για αυτόν πεδίο της οικονομίας.

Πέραν όμως της ιδιοσυγκρασίας του κ. Μεϊμαράκη, αυτά που διαδραμάτισαν επίσης κυρίαρχο ρόλο στην ήττα τους ήταν:
Α) η εξ’ αρχής λάθος στρατηγική στην επικοινωνία του κόμματος αφού η συζήτηση περί συνεργασιών θόλωσε τα νερά, δημιούργησε αμφιβολίες για την ειλικρίνεια των προθέσεων και μείωσε την αποτελεσματικότητα του κεντρικού μηνύματος.
Β) το άνοιγμα στον φιλελεύθερο χώρο και η προσπάθεια «αποπλάνησης» των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Έμοιαζε να θέλει να συνομιλήσει μόνο με αυτές τις δύο δεξαμενές ψήφου με αποτέλεσμα
Γ) να χάσει ψηφοφόρους της ακροδεξιάς πτέρυγας. Για τον κ. Σαμαρά και τους οπαδούς του (που αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία να μην εξαφανιστούν από τα δρώμενα της ΝΔ) αποτέλεσε μια καλή αφορμή είτε για να μην προσέλθουν μαζικά στις κάλπες και να επιλέξουν την αποχή είτε να ψηφίσουν άλλα, μικρότερα κόμματα (ίσως και τη ΧΑ) προκειμένου να τον ψαλιδίσουν και να επανακάμψουν για την μετεκλογική διεκδίκηση του κόμματος.
Οι εξελίξεις πάντως θα είναι ραγδαίες στο συγκεκριμένο κόμμα, ακόμα και με πιθανές διασπάσεις αλλά ο κ. Μεϊμαράκης (ελλείψει άλλης χαρισματικής προσωπικότητας) εγκαθίδρυσε από ότι φαίνεται την αρχηγία του στο χώρο της κεντροδεξιάς για τα επόμενα χρόνια.

Η σοσιαλδημοκρατία
Στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι δεν έπεισαν για το που θέλουν να πάνε το καράβι. Αν και φιλοευρωπαϊστές και φιλο-μνημονιακοί με οποιοδήποτε κόστος δήλωναν ότι θα προτιμούσαν να συγκυβερνήσουν με τον ΣΥΡΙΖΑ που όμως ξεκαθάριζε σε όλους τους τόνους ότι δεν συμφωνεί με τις ρήτρες και υποχρεώσεις του νέου 3ου Μνημονίου. Προκάλεσαν απίστευτη σύγχυση στο όποιο, εν δυνάμει εκλογικό τους ακροατήριο ενώ και οι αρχηγοί τους έμοιαζαν να πατάνε σε δύο βάρκες. Επίσης, η κ. Γεννηματά επικεντρώθηκε -άγνωστο για ποιους λόγους- σε θέματα οικογένειας και μητρότητας που κατά την τελευταία προεκλογική εβδομάδα αποτέλεσε πηγή ευφάνταστων σχολίων στις διάφορες συζητήσεις, ειδικά ανάμεσα σε ψηφοφόρους μέσης ηλικίας. Ο κ. Θεοδωράκης δεν κατάφερε να ανατρέψει την καχυποψία ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, παρόλο που στα ψηφοδέλτια του ανά την επικράτεια συμμετείχαν πολύ αξιόλογοι άνθρωποι. Οι χαμένοι από αυτά τα δύο κόμματα ψήφοι πήγαν -σχεδόν εν συνόλω- στη ΝΔ.
Η προεκλογική καμπάνια του μεν Ποταμιού ξεπερνούσε κατά πολύ τον απλό λαϊκισμό, η δε του ΠΑΣΟΚ ήταν αναχρονιστική και άχρωμη χωρίς αιχμές.
Παρόλο που εμφανίζεται -σε επίπεδο ποσοστών- να υπάρχει απλή μετακίνηση από το Ποτάμι στο ΠΑΣΟΚ, αυτή η εκ νέου συρρίκνωση ποσοστών αλλά και απόλυτων αριθμών ψηφοφόρων και των δύο οδηγεί εκ των πραγμάτων σε απώλεια της όποιας βλέψης τους για μελλοντική ηγεμονία στην κεντροαριστερά ανεξαρτήτως των όποιων εξελίξεων στις ηγεσίες τους.

Η αριστερά
Σε ότι αφορά τον πολυδιασπασμένο για άλλη μια φορά χώρο της αριστεράς, στο κομμάτι των υπερασπιστών εθνικού νομίσματος εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η νέο-ιδρυθείσα ΛΑ.ΕΝ δεν κατάφερε να μπει στη βουλή αν και προέβαλε μετ’ επιτάσεως τη συνέπεια λόγων και έργων των υποψηφίων της. Χάρη όμως στην προσωπικότητα της κ. Ζωής Κωσταντοπούλου κέρδισε ένα μεγάλο ποσοστό από το πιο ενεργοποιημένο και ριζοσπαστικοποιημένο κομμάτι της νέας γενιάς, εισπράττοντας ψήφο καθαρά θετικής σημασίας.
Αντίθετα το ΚΚΕ, που απλά διατήρησε τις δυνάμεις του, εισέπραξε, ως επί το πλείστον, ψήφο διαμαρτυρίας.
Σε επίπεδο επικοινωνίας η διαφημιστική καμπάνια της ΛΑ.ΕΝ είχε χιούμορ και ήταν απ-ενοχοποιημένη, δημιούργησε αίσθηση αλλά δεν κατάφερε εν τέλει να οικειοποιηθεί από το ευρύ κοινό το κυρίαρχο μήνυμα της καμπάνιας περί καθαρότητας και ηθικού πλεονεκτήματος. Η δε καμπάνια του ΚΚΕ θύμιζε μία από τα ίδια με όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, με από καθέδρας βασικό νόημα το: «Σας τα λέγαμε εμείς» που αποδείχτηκε ατελέσφορο.

Το ενδιαφέρον θα παραμείνει: 1) στην ΛΑ.ΕΝ και πως θα διαχειριστεί από εδώ και πέρα, όλη αυτή την θετική αντιμετώπιση που είχε από την νεολαία η οποία τελικά δεν εγκατέλειψε το μεγαλειώδες ΟΧΙ της και διατηρήθηκε ενεργοποιημένη παρά επί του αντιθέτου φόβους και διεκδικεί δυναμικά το παρόν και το μέλλον της (αυτό μόνο ως θετικό μπορούμε να το δούμε) και 2) στην κ. Ζωή Κωσταντοπούλου η οποία έχει δώσει έντονα το στίγμα της για διεκδίκηση ηγετικού ρόλου στο χώρο στο μέλλον.

Οι νικητές
Νικητές είναι βέβαια οι κκ Αλέξης Τσίπρας και Πάνος Καμμένος, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι “Ανεξάρτητοι Ελληνες” αντίστοιχα, που κατάφεραν να επικρατήσουν δημιουργώντας εκ νέου συγκυβέρνηση.
Ο κ. Καμένος διέψευσε τις δημοσκοπήσεις που τον τοποθετούσαν εκτός βουλής για άλλη μια φορά (με άρωμα σκανδάλου αντιμετωπίζονται πλέον οι εταιρείες δημοσκοπήσεων) ποντάροντας στα αντανακλαστικά απογοητευμένων ψηφοφόρων της παραδοσιακής δεξιάς. Στην αρχή δε της προεκλογικής περιόδου ήταν ο μόνος που ανατάρασσε το γενικά αδιάφορο κλίμα και κατάφερε να τραβάει πάνω του τα βλέμματα με αναφορές σε σκάνδαλα και παρανομίες των αντιπάλων.
Η διαφημιστική καμπάνια του κόμματος του και αυτή τη φορά είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον ίδιον ενώ εκθειάστηκε και εξέπληξε ευχάριστα η δεινότητα του και στην ηθοποιία. Η παιχνιδιάρικη, προστατευτική και «αγαπησιάρικη» ματιά προς τον έτερο, σαφώς νεότερο συγκυβερνήτη, στα τηλεοπτικά αυτά σποτ, αποδεικνύεται ότι συγκίνησε και παρακίνησε τους εν δυνάμει ψηφοφόρους του που αποφάσισαν να του δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία.

Ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε τον προεκλογικό αγώνα σαφώς αγχωμένος και καταπονημένος με πιο άτυχη στιγμή του την πρώτη τηλεμαχία μεταξύ όλων των πολιτικών αρχηγών. Στη συνέχεια όμως επανέκαμψε δυναμικά, με αναπτερωμένο το ηθικό του από την ομολογημένη αγάπη του κόσμου στο πρόσωπο του και ανέτρεψε όλα τα προγνωστικά, με κορυφαίες του στιγμές την τηλεμαχία με τον κ. Μεϊμαράκη που τον νίκησε κατά κράτος και την μεγάλη τελευταία προεκλογική συγκέντρωση στη πλατεία Συντάγματος που ξεδίπλωσε με αισθητή άνεση όλη του την επιχειρηματολογία περί Ευρώπης των λαών.
Η διαφημιστική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η πιο πετυχημένη αφού αντικατόπτριζε με λιτό και απέριττο τρόπο την πραγματική ανάγκη αλλά και αγωνία του ταλαιπωρημένου εδώ και χρόνια εκλογικού σώματος, να τελειώσει με το παρελθόν.
Ο ελληνικός λαός αποδέχτηκε τη συγνώμη του κ. Τσίπρα για τα όποια λάθη και την απειρία του, του πίστωσε την σκληρή προσπάθεια, του εμπιστεύτηκε το μέλλον του για ισονομία και ισοβαρή επιμερισμό των υποχρεώσεων της χώρας αλλά και την ελπίδα του να παίξει και αυτός κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση μια νέας Ευρώπης.

Το μεγαλειώδες ΟΧΙ
Ο μεγάλος νικητής όμως είναι το μεγαλειώδες ΟΧΙ του ελληνικού λαού κατά το δημοψήφισμα του Ιουλίου. Από τα ποσοστά των κομμάτων αντιλαμβανόμαστε ότι το ΟΧΙ δεν ήταν κάτι πρόσκαιρο και ευκαιριακό αλλά αποτελεί πλέον την κυρίαρχη πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία αφού έχει ξεπεράσει κατά πολύ το όριο του 50%. Και παρόλο που οι συζητήσεις για τη σημασία του και την ερμηνεία του είναι συχνά χαοτικές αν όχι και αποπροσανατολιστικές, παραμένει ότι οι εκλογές του Σεπτεμβρίου επαναβεβαίωσαν τη ταξική οντότητα του κατά δύο σκέλη τουλάχιστον: 1) ΟΧΙ στην λιτότητα και 2) ΟΧΙ στα άδικα μέτρα για τα λαϊκά στρώματα.

Δύο επιπρόσθετα χαρακτηριστικά αποτελέσματα αυτής της εκλογική μάχης είναι η αύξηση της συνειδητοποιημένης αποχής (η αποχή αυξήθηκε κατά περίπου 8%) που αποτελεί επί της ουσίας ένα «νέο κόμμα» και σε μεγάλο ποσοστό προσέλκυσε (όπως και η ΛΑ.ΕΝ) συνειδητοποιημένους πολίτες (και νέους) που απείχαν με πολιτικό κριτήριο αλλά και η είσοδος της Ένωσης Κεντρώων που όμως αδυνατεί ακόμη και μέχρι αυτή τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές να δώσει κάποιο ιδεολογικό-πολιτικό στίγμα άρα μπορούμε να πούμε με σχετική ασφάλεια ότι προσέλκυσε αρνητική ψήφο, δηλαδή ψήφο διαμαρτυρίας.

Τέλος, αν και οξύμωρο, υπάρχει ένα ακόμη μεγάλο κέρδος από αυτές τις εκλογές. Γνωρίζουμε πλέον όλοι ότι στην Ελλάδα το 7% του πληθυσμού είναι συνειδητοποιημένοι και αποφασισμένοι Ναζί. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα από την ηγεσία της ΧΑ, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές, κατέδειξε τους ψηφοφόρους της ως τους ηθικούς αυτουργούς του εγκλήματος αυτού όπως και όλων των άλλων δολοφονιών, ξυλοδαρμών και βιαιοπραγιών. Το «δεν ήξερα» δεν θα χρησιμοποιείται ως άλλοθι και οι υπόλοιποι Έλληνες θα είμαστε απέναντι, ρίχνοντας φως στο σκοτάδι τους.

Κλείνοντας θα ήθελα να διατυπώσω την γενικότερη αίσθηση μου, ότι δηλαδή ο ελληνικός λαός δεν μετέβαλλε -παρόλα τα καταιγιστικά γεγονότα του εννεάμηνου- την πρόθεση και βούληση τους(παρά τις όποιες ψιλομετακινήσεις του εκλογικού σώματος) ελπίζοντας ότι οι λαοί της Ευρώπης θα ακολουθήσουν στους επόμενους μήνες με τις δικές τους εθνικές επιλογές. Ο ελληνικός λαός άντεξε, σε ποσοστό άνω του 50% και ψήφισε κοιτώντας τα μελλούμενα στις εκλογές των Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ιρλανδίας, προσδοκώντας να ακουστούν (ανάμεσα σε άλλους) οι φωνές των Γιόσκα Φίσερ, Ρομάνο Πρόντι, Τζέρεμι Κόρμπιν και Φρανσουά Ολλάντ αλλά και ξορκίζοντας το δόγμα Μπους, ευελπιστώντας σε νίκη του συνασπισμού Ομπάμα – Κλίντον στις ΗΠΑ, το Νοέμβριο του 2016.