Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε  «εργάτης» διανοητής. «Η ελευθερία και η απελευθέρωση είναι μια ατέρμονη εργασία» έλεγε ο ίδιος. Μέχρι το τέλος της ζωής του διάβαζε κι έγραφε με πάθος και δεν δίσταζε, ως  στοχαστής, να παίρνει θέσεις που τον κατέστησαν πολιτικό  εκφραστή του διαλογικού πολιτισμού. Αρθρογραφώντας διεύρυνε  το πεδίο μιας μάχιμης φιλοσοφίας. Πολιτικά στρατευμένος στην Ουτοπία, την αναβάπτιζε γράφοντας μέσα σε ένα κριτικό ρεαλισμό. Η ουτοπία επισήμανε ο Έκο «δεν είναι ένας σταθερός στόχος, αλλά ένας ορίζοντας που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση».

Γεννημένος το 1932 η μετάβαση του από την παιδικότητα στην ενηλικίωση τον βρήκε σε ηλικία 12 ετών  στον ιταλικό βορρά, μέσα στην δίνη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Μεγαλώνοντας ανάμεσα στα πυρά των φασιστών και των παρτιζάνων, φαίνεται πως η κριτική ματιά εκείνου του στοχαστικού  παιδιού μπρος στην εδραίωση της  μονολιθικότητας του φασισμού, εξελίχθηκε σε στάση ζωής. Τόσο τα βιβλία του όσο και τα κριτικά δοκίμιά του για την πολιτική, είναι πράξεις ελευθερίας.

Προσηλωμένος  στον ορίζοντα  των λέξεων: «ελευθερία», «δικτατορία», «απελευθέρωση» σημείωνε στο κείμενο του UR-FASCISM: «Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε το νόημα αυτών των λέξεων να μην ξεχαστεί και πάλι. Ο πρωτο-φασισμός είναι ακόμη γύρω μας[..] Θα ήταν πολύ πιο εύκολο για μάς [να τον αντιμετωπίσουμε], αν εμφανιζόταν στην παγκόσμια σκηνή κάποιος και έλεγε «θέλω να ανοίξω πάλι το Άουσβιτς, θέλω να παρελάσουν ξανά οι Μελανοχίτωνες στις Ιταλικές πλατείες». Αλλά η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο πρωτο-φασισμός μπορεί να επιστρέψει με το πιο αθώο προσωπείο. Είναι καθήκον μας να τον αποκαλύπτουμε και να καταδεικνύουμε οποιαδήποτε από τις νέες μορφές του -κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου».

Αντιστρατεύτηκε στην ομοιομορφία και στην απλούστευση. Με τη γραφή του, τις ανάτεμνε εξονυχιστικά σε κάθε έκφρασή τους. «Να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από τις καταστροφικές απλουστεύσεις», σημείωνε. Κι αυτές τις απλουστεύσεις τις ανέσυρε και μέσα στην εκφορά του λόγου στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, αναδεικνύοντας την σπορά τους, στην καλλιέργεια και εδραίωση ενός υφέρποντος ολοκληρωτισμού.

«Για τον πρωτο-φασισμό, τα άτομα ως άτομα δεν έχουν δικαιώματα και ο Λαός έχει συλληφθεί θεωρητικά ως μια ποιότητα, ως μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. Και επειδή κανένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων δεν μπορεί να έχει κοινή βούληση, ο Ηγέτης παριστάνει τον διερμηνέα τους. [..]οι πολίτες δεν πράττουν. Καλούνται μόνον να παίζουν το ρόλο του Λαού. Έτσι ο Λαός είναι μόνο ένα θεατρικό κατασκεύασμα. [..] Υπάρχει στο δικό μας μέλλον ο λαϊκισμός της Τηλεόρασης ή του Διαδικτύου, στον οποίο η συναισθηματική αντίδραση μιας επιλεγμένης ομάδας πολιτών, μπορεί να παρουσιαστεί και να γίνεται αποδεκτή ως η Φωνή του Λαού».

Επέμεινε στην ανάγκη να αποφεύγεται η ιδεολογία  της ομοιομορφίας του στιλ την οποία ζούμε και την οποία απαιτεί η νέα βιομηχανία του θεάματος και  των μίντια. «Ένας συγγραφέας πρέπει να γράφει αυτά που δεν περιμένουν οι αναγνώστες». Και προέτρεπε: «Να δημιουργήσεις το είδος του αναγνώστη που θέλεις για κάθε ιστορία». Προσέδιδε έτσι τόσο στον αναγνώστη όσο και στον συγγραφέα μια δυναμική ενάργειας και ενεργητικής πράξης.

Κριτικάροντας την στεγνή επαναληπτικότητα αναπαραγωγής των ειδήσεων ως συσσώρευση απλά πληροφορίας, παρότρυνε «να δώσουμε χώρο στις ιδέες». Η είδηση οφείλει να είναι η μήτρα της έρευνας,  της σύγκρισης, της κριτικής θεώρησης, του στοχασμού, ώστε να δώσει χώρο στην ανάδυση των αποχρώσεων ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο και επομένως στην ενεργή και μη βίαιη ανατροπή της πολικότητας που φέρει κάθε ολοκληρωτική διανοητική η/και κοινωνική κατασκευή.

Την «παθιασμένη προσήλωση σε απλοϊκές και σχηματοποιημένες αντιθέσεις, όπως Εμείς και οι Άλλοι, οι Καλοί και οι Κακοί, το Λευκό και το Μαύρο», καταδεινύει ως ρίζες της πόλωσης και της βίας.

Η μελέτη του πάνω στην ομορφιά και την ασχήμια( Η Ιστορία της Ομορφιάς – Η Ιστορία της Ασχήμιας – εκδόσεις Καστανιώτη) αποτελεί ίσως μια από τις καίριες τοποθετήσεις και ανιχνεύσεις στο πεδίο αυτό. Ανέδειξε τις διαφορετικές εκφάνσεις του ωραίου και του άσχημου στην παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας. Τις ποικιλίες, τις πολλαπλές αποκλίσεις τους. Καλώντας μας να στοχαστούμε στις διαφορετικές αντιδράσεις που γεννούν καθώς και στις σύγχρονες αποχρώσεις των αντιδράσεων μας. «Αναλογιζόμενοι κάθε φορά αν και πόσο είχαν δίκιο οι μάγισσες που στην πρώτη πράξη του Μάκβεθ φωνάζουν: «Το ωραίο είναι άσχημο και το άσχημο ωραίο..».

 

http://www.pegc.us/archive/Articles/eco_ur-fascism.pdf