Η εβδομάδα σε 3 πράξεις: ψήφιση της πρότασης μομφής στην Εθνοσυνέλευση, συνέντευξη με τον Πρόεδρο Μακρόν, 9η διαδήλωση στις 23 Μαρτίου.

Για λιγότερο από ένα χρόνο, (αρχή της δεύτερης θητείας του Μακρόν), είναι η ενδέκατη φορά που ενεργοποιείται το άρθρο 49-3, αυτή τη φορά για την έγκριση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, γνωρίζοντας ότι θα είχε απορριφθεί κατά την ψηφοφορία από τους βουλευτές. Μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2022, η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν το χρησιμοποίησε 10 φορές για να επικυρώσει τον κρατικό προϋπολογισμό και τον προϋπολογισμό κοινωνικής ασφάλισης. Στον απόηχο αυτού, κατατέθηκαν προτάσεις μομφής, αλλά καμία δεν πέρασε. Αυτό το συνταγματικό άρθρο, που χρονολογείται από το 1958, στις αρχές της Πέμπτης Δημοκρατίας, επιτρέπει σε Προέδρους χωρίς πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, όπως είναι η περίπτωση του προέδρου Μακρόν, να έχουν απόλυτη εξουσία, ενώ δεσμεύουν την ευθύνη της κυβέρνησής του, εάν ψηφιστεί πρόταση μομφής: δηλαδή επιτρέπει την παραίτηση της κυβέρνησης, όχι την παραίτηση του εν ενεργεία προέδρου. Από το 1958, έχει εγκριθεί μόνο μία πρόταση μομφής, αυτή του 1962, ο τότε πρόεδρος ήθελε η προεδρική εκλογή να υποβληθεί σε καθολική ψηφοφορία και όχι να εκλεγεί από ένα σώμα μεγάλων εκλεκτόρων που συγκεντρώνει βουλευτές και γερουσιαστές, όπως ίσχυε τότε. Ως εκ τούτου, οι βουλευτές δεν ψήφισαν υπέρ της πρότασης μομφής. Τα προσωπικά, κομματικά συμφέροντα είχαν πάντα προτεραιότητα έναντι του συμφέροντος του λαού, γεγονός που αφήνει ελάχιστες πιθανότητες για προτάσεις μομφής. Το 49-3 είναι το “ατού” της προεδρικής υπερδύναμης.

Πέρα από αυτή την πολιτική και κοινωνική κρίση, υπάρχει και μια θεσμική κρίση. Αυτό το άρθρο 49-3, το οποίο προέρχεται από την Πέμπτη Δημοκρατία (1958), δεν είναι πλέον αποδεκτό ούτε από το βουλευτικό σώμα της Εθνοσυνέλευσης, το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα κοινοβουλευτικό σκοπό, φιμωμένο από την προεδρική υπερδύναμη, ούτε εξυπηρετεί τον λαό που αρνείται να παραμείνει ήσυχος στο σπίτι του, ενώ ένας μεγαλομανής πρόεδρος, αυταρχικός και αρνούμενος να αφουγκραστεί την κοινωνία, του στερεί το παρόν, το μέλλον και το παρελθόν του, αποκηρύσσοντας και κατεδαφίζοντας ό,τι αποτελεί μέρος της ιστορίας της Γαλλίας: τα κοινωνικά επιτεύγματα των εργατικών αγώνων και των πρώτων συνδικάτων, τις δημόσιες υπηρεσίες και το δικαίωμά μας να επιλέγουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θέλουμε να ζούμε, είτε σε εργασία, είτε σε σύνταξη.

Πράξη 1η

Τη Δευτέρα 20 Μαρτίου, η Εθνοσυνέλευση ψήφισε δύο προτάσεις μομφής, η μία κατατέθηκε από την πολιτική ομάδα LIOT (Libertés, Indépendants, Outre-mer et Territoires), η οποία αποτελείται από είκοσι βουλευτές από διάφορα πολιτικά ρεύματα, συμπεριλαμβανομένων των πρώην Μακρονιστών, που μπορούν να οριστούν στο πολιτικό φάσμα ως “κεντροδεξιά-κεντροαριστερά”, και η δεύτερη από την RN (Rassemblement National, ακροδεξιά), η οποία αποτελείται από 87 βουλευτές, με πρόεδρο της ομάδας τη Μαρίν Λεπέν.

Η πολιτική ομάδα NUPES (Nouvelle Union Populaire Ecologique et Sociale, αποτελούμενη από την La France Insoumise, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και την Οικολογική Πράσινη Ευρώπη) δεν κατέθεσε πρόταση μομφής, γνωρίζοντας ότι οι άλλες ομάδες της Εθνοσυνέλευσης θα αρνούνταν να την ψηφίσουν. Επέλεξε να συνυπογράψει την πρόταση που ξεκίνησε από την ομάδα LIOT, ανοίγοντας έτσι τη δυνατότητα σε διάφορες πολιτικές ομάδες να την ψηφίσουν. Συνολικά, 96 βουλευτές, μεταξύ των οποίων 16 από την LIOT, υπέγραψαν αυτή τη διακομματική πρόταση.

Μόνο το LR (Les Républicains, το ιστορικό δεξιό κόμμα), θα μπορούσε να ανατρέψει την ισορροπία, γνωρίζοντας ότι η ομάδα Renaissance (βουλευτές των Μακρονιστών), οι Horizons (πολιτικό κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Εντουάρντ Φιλίπ) και οι Démocrates (Μοντέρνοι και Ανεξάρτητοι, ένα δεξιό ρεύμα), οι οποίοι υποστηρίζουν τον πρόεδρο Μακρόν, δεν επρόκειτο να ψηφίσουν την πρόταση. Το LR που βρίσκεται σε σύγχυση από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2022 με ποσοστό 4,79% των ψήφων (που δεν αρκεί ούτε για την επιστροφή των εξόδων της προεκλογικής του εκστρατείας), προσπαθεί να επιβιώσει. Στις προεδρικές εκλογές του 2017 και του 2022, οι ψήφοι τους αποσπάστηκαν από τον Μακρόν. Σήμερα στην Εθνοσυνέλευση είναι μόνο 61 βουλευτές έναντι 314 το 2007, 95 το 2017 (μια πτώση που επιβεβαιώθηκε κατά την πρώτη θητεία του Μακρόν).

Εντός του κόμματος, ορισμένοι εκλεγμένοι αξιωματούχοι έχουν καταλάβει ότι για να επιβιώσουν από τον Μακρονισμό, πρέπει να θεωρούνται “αντιπολίτευση”. Όσον αφορά την παλιά φρουρά του LR, στην προεδρία της ομάδας στη Συνέλευση, η εντολή που δόθηκε ήταν να μην ψηφίσουν. Όλες οι υποσχέσεις και οι συναλλαγές του στρατοπέδου Μακρόν δεν εμπόδισαν 19 βουλευτές του LR να ψηφίσουν αυτή την πρόταση, όχι μόνο για τη διαφωνία τους με αυτή τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά κυρίως για τη δική τους πολιτική επιβίωση. Το εκλογικό τους μέλλον εξαρτάται από αυτό, καθώς οι περισσότεροι ψηφοφόροι τους δεν επιθυμούν αυτή τη μεταρρύθμιση. Ένα κόμμα στα πρόθυρα της κατάρρευσης και της εξαφάνισης.

Για να επικυρωθεί η πρόταση μομφής χρειαζόταν η ψήφος 287 μελών του βουλευτικού σώματος, δηλαδή το ήμισυ των εκλεγμένων μελών της Εθνοσυνέλευσης. Η πρόταση που συνυπέγραψαν η LIOT και η NUPES έλαβε 278 ψήφους, εκ των οποίων 19 ψήφους από το LR και 88 ψήφους από το RN. Η δεύτερη πρόταση μομφής, αυτή του RN, έλαβε 94 ψήφους. Καμία από τις δύο προτάσεις δεν πέρασε, η πρώτη στερήθηκε 9 ψήφων. Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση θεωρείται ότι υιοθετήθηκε από την Εθνοσυνέλευση, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε ψηφοφορία των βουλευτών επί του κειμένου της μεταρρύθμισης. Ο πρωθυπουργός υπέβαλε τη μεταρρύθμιση στο Συνταγματικό Συμβούλιο, το οποίο έχει οκτώ ημέρες για να αποφανθεί για τη νομιμότητά της – με χαρακτήρα κατεπείγοντος – ή ένα μήνα αν αρχειοθετηθεί στο πλαίσιο της κανονικής διαδικασίας. Επιπλέον, η NUPES και το RN έχουν επίσης καταθέσει δύο προσφυγές, και η παραπομπή στο Συνταγματικό Συμβούλιο αναστέλλει τη δημοσίευση του νόμου. Όσον αφορά το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος – RIP (Référendum d’Initiative Partagée), βουλευτές/τριες και γερουσιαστές/ίνες, κυρίως από την Αριστερά, έχουν καταθέσει το αίτημα στο Συνταγματικό Συμβούλιο, το οποίο πρέπει να μελετήσει το παραδεκτό του μέσα σε ένα μήνα. Η όλη διαδικασία θα διαρκέσει τουλάχιστον εννέα μήνες.

Μόλις ανακοινώθηκε η απόρριψη της πρότασης μομφής, διαδηλώσεις και αυθόρμητες συγκεντρώσεις έλαβαν χώρα σε πολλές πόλεις της Γαλλίας και συνοδεύτηκαν από αστυνομικές προσαγωγές, δακρυγόνα, προσωρινές συλλήψεις και αστυνομική κράτηση. Από το 2020, οι διαδηλώσεις πρέπει να είναι “δηλωμένες”, μια γλωσσική λεπτότητα για να μην πούμε “εγκεκριμένες ή ελεγχόμενες”, διαφορετικά μπορεί να απορριφθούν με πιθανή φυλάκιση έξι μηνών και πρόστιμο 7.500 ευρώ. Η Γαλλία έχει ξεχάσει ότι η διαδήλωση είναι θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα και διεθνές δικαίωμα. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων ημερών των αυθόρμητων διαδηλώσεων, 425 άτομα τέθηκαν υπό προφυλάκιση (σύμφωνα με την εισαγγελία του Παρισιού) και 52 άτομα διώχθηκαν ποινικά. Σύμφωνα με τον Ζεράρ Νταρμανέν, υπουργό Εσωτερικών, “θα πρέπει να είναι γνωστό ότι η συμμετοχή σε μια μη δηλωμένη διαδήλωση αποτελεί αδίκημα και αξίζει να συλληφθεί κανείς”. Πρόκειται για ένα τεράστιο ψέμα: το Ακυρωτικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η συμμετοχή σε μια μη δηλωμένη διαδήλωση δεν μπορεί να αποτελεί λόγο σύλληψης.

Η Γαλλία, μετά τα Κίτρινα Γιλέκα, δεν έχει πάψει να ξεχωρίζει όσον αφορά την άσκηση αστυνομικής βίας. Το περασμένο Σαββατοκύριακο ήταν δυστυχώς ξανά μια επίδειξη ισχύος: ένας πρόεδρος αχαλίνωτου αυταρχισμού έχει στη διάθεσή του μια αστυνομική δύναμη που του μοιάζει.

Η κινητοποίηση ενάντια σε αυτή τη μεταρρύθμιση με την παράταση της ηλικίας συνταξιοδότησης δεν εξασθενεί, αλλά ριζώνει. Η ενεργοποίηση του άρθρου 49-3 έχει σκληρύνει το κίνημα. Μεγαλώνει το πείσμα των μπλόκων, των περιπάτων (σύντομες απεργίες, ο εργαζόμενος εγκαταλείπει το χώρο εργασίας του), της απεργίας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αυτής των απορριμματοφόρων στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις, της απεργίας στον τομέα της ενέργειας, του αποκλεισμού των διυλιστηρίων, της απεργίας του μεγαλύτερου συνδικάτου SNCF, των αποκλεισμών των σταθμών, της απεργίας των μαθητών/τριών της εκπαίδευσης και των λυκείων και των διαδηλώσεων που εδώ και δύο μήνες κάνουν το κίνημα όλο και πιο δημοφιλές. Το 74% των Γάλλων τάχθηκε υπέρ της πρότασης μομφής και σχεδόν το 70% είναι κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης.

 

Πράξη 2η

Ο Εμμανουέλ Μακρόν παίζει με το χρόνο περιμένοντας να ξεμείνει το κίνημα από δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, που δεν προκάλεσε έκπληξη την προηγούμενη Τετάρτη, δεν είπε τίποτα, εκτός από το συνηθισμένο του “δεν φταίω εγώ, φταίνε οι άλλοι” και λοιπά λόγια του αέρα. Θέλει η μεταρρύθμιση να εφαρμοστεί μέχρι το τέλος του έτους. Μια πρόταση μομφής που της έλειπαν μόνο 9 ψήφοι δεν είναι αποτυχία. Ο ίδιος περιφέρει το αφήγημα πως ο λαός δεν έχει καταλάβει τίποτα και πως ο Μακρόν είναι ο σωτήρας μας. Σώζει τη Γαλλία από το χάος του δημοσιονομικού ελλείμματος (επιβεβαιώνοντας ότι αυτή η μεταρρύθμιση δεν συνδέεται με το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά απλά γεννήθηκε για να καλύψει το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού στις πλάτες των εργαζομένων), παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως “ήρωα” που αποδέχεται την αντιδημοτικότητά του, όπως ο Ιησούς αποδέχτηκε τη σταύρωση για να ξεπλύνει τις αμαρτίες μας, δείχνοντας έναν εαυτό μεγαλόψυχο, απλώνοντας το χέρι του στα συνδικάτα για να έρθουν να συζητήσουν τις νέες μεταρρυθμίσεις που φέρνει, αλλά φυσικά όχι τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, αρνούμενος τη νομιμοποίηση του “πλήθους”, δηλαδή του λαού, των διαδηλωτών. Χρησιμοποιώντας τη λέξη βία προσπαθεί να στιγματίσει τα μπλόκα και τον κόσμο που διαδηλώνει.

Με τη μεγάλη του καλοσύνη, μας παραχωρεί το δικαίωμα να διαδηλώσουμε για να εκφράσουμε τη διαφωνία μας, αλλά σιωπηλά. Πατερναλιστικά, μας στέλνει πίσω στα σπίτια μας και κυρίως στη δουλειά. Εν ολίγοις, ένας πρόεδρος σε άρνηση, περιφρονητικός, αλαζόνας, γελοίος, καρικατούρα του εαυτού του, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Προσπαθεί να εξαγοράσει τη διαμαρτυρία εξηγώντας ότι θα ζητήσει από τις μεγάλες εταιρείες να αναδιανείμουν τα κέρδη τους στο εργαζόμενο δυναμικό τους, αντί να αγοράσουν τις δικές τους μετοχές. Ξεχνά να πει ότι οι εταιρείες δεν έχουν καμία νομική υποχρέωση να το κάνουν.

 

Πράξη 3η

Η διαδήλωση των συνδικάτων την Τετάρτη 23 Μαρτίου, έσπασε ρεκόρ συμμετοχής σε διάφορες γαλλικές πόλεις και ιδιαίτερα στο Παρίσι. Η συνέντευξη του Μακρόν, αντί να κατευνάσει τις εντάσεις, έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Η γενική αίσθηση είναι ότι ο πρόεδρος “μας περνάει για ηλίθιους”. Μια έντονη κινητοποίηση των νέων, των φοιτητών/τριών, των μαθητών/τριών λυκείου ενίσχυσε τις πορείες. Γυμνάσια και πανεπιστήμια αποκλείστηκαν σε όλη τη Γαλλία. Η νεολαία ανησυχεί για το μέλλον της αλλά και για τους γονείς τους που βλέπουν να “παλεύουν” ενώ εργάζονται και τους παππούδες τους με τις ίδιες δυσκολίες, παρά το γεγονός ότι είναι συνταξιούχοι.

Σε ορισμένες πόλεις, κυρίως στο Παρίσι, σημειώθηκαν συγκρούσεις. Τα ξεσπάσματα δεν μπορούν να αποφευχθούν αν η κυβέρνηση επιμείνει στην τύφλωσή της. Ο Σιμόν Ντουτέιλ της Intersyndicale, συν-γενικός αντιπρόσωπος των Solidaires είπε: “Η μουσικούλα της προπαγάνδας λέει ότι ριζοσπαστικοποιούμαστε, όχι, αυτή η κυβέρνηση ριζοσπαστικοποιείται εναντίον μας, είμαστε κίνημα μαζικό και αποφασισμένο”. Η Κατρίν Περέ δια-συνδικαλιστική και συνομοσπονδιακή γραμματέας της CGT, κατήγγειλε την επιθυμία της κυβέρνησης να “διαλύσει ένα κοινωνικό κίνημα και να φοβίσει τον κόσμο με τη χρήση βίας”. Κατήγγειλε το γεγονός ότι “η αστυνομία στέλνει χειροβομβίδες στις συνδικαλιστικές πορείες” και πρόσθεσε: “Τολμώ να μιλήσω για αστυνομική βία”. Η επόμενη διαδήλωση αποφασίστηκε για την Τρίτη 28 Μαρτίου.

Με τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, δεν επιτίθεται μόνο στις κοινωνικές κατακτήσεις αλλά στις ζωές μας, στην ύπαρξή μας. Τα άτομα που εργάζονται στην καθαριότητα, οδηγούν ασθενοφόρα, βοηθούν στη φροντίδα, σερβίρουν φαγητά και ποτά, μαγειρεύουν, χτίζουν οικοδομές, παρέχουν υπηρεσίες τηλεδιαχείρισης, κρατούν ταμεία, φουρνίζουν ψωμί, κόβουν κρέατα, παρέχουν υπηρεσίες πώλησης, επιχειρούν με το δικό τους κατάστημα, βοηθούν στα οικιακά και τόσα άλλα,  έχουν την εμπειρία καταγεγραμμένη στο σώμα τους: δεν είναι δυνατόν να δουλεύουν μέχρι τα 64. Το συνταξιοδοτικό όριο των 60 ετών είναι ήδη υψηλό για ορισμένες εργασίες. Στην ηλικία των 50 ετών, οι εργαζόμενοι/ες αισθάνονται πόνο παντού, είναι εξαντλημένοι από την εργασία. Επιπλέον, ποιος προσλαμβάνει σήμερα “ηλικιωμένους”; Καμία εταιρεία. Όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα.

Όλοι γνωρίζουμε, από τον νεότερο έως τον μεγαλύτερο, ότι η επαγγελματική μας σταδιοδρομία θα τεμαχιστεί από περιόδους ανεργίας. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ο κόσμος της εργασίας αλλάζει, οι θέσεις εργασίας θα εξαφανιστούν και θα αντικατασταθούν από μηχανές, και αυτό είναι καλό. Η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης σημαίνει ότι θα μας βυθίσει σε μεγαλύτερη ανασφάλεια όταν συνταξιοδοτηθούμε, και αυτό θα συνεχιστεί μέχρι να πεθάνουμε. Με τις μεγαλύτερες περιόδους ανεργίας και το πενιχρό επίδομα αλληλεγγύης, το ποσό των συντάξεων θα επηρεαστεί, θα μειωθεί. Αυτός που επιτίθεται στις συντάξεις, αγγίζει τις ζωές των ανθρώπων: αυτό είναι ίσως το όριο του αποδεκτού. Οι διαδηλωτές/τριες είναι πιο αποφασισμένοι από ποτέ. Η οργή εξακολουθεί να βρυχάται. Αυτή η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση πρέπει να αποσυρθεί, να εγκαταλειφθεί, δεν υπάρχει άλλη επιλογή.