Έχουμε ήδη συνηθίσει την υποκρισία των δυτικών δυνάμεων, των διαμορφωτών της κοινής γνώμης και των ηγεμονικών μέσων ενημέρωσης να κατατάσσουν χώρες και κυβερνήσεις ως καλές ή κακές, ως αγγέλους ή δαίμονες, ανάλογα με το αν είναι σύμμαχοι των συμφερόντων τους ή όχι. Γνωρίζουμε ότι θα ήταν αφελές να υιοθετήσουμε τις “αλήθειες” τους ως απόλυτες, αλλά πιστεύουμε επίσης ότι δεν είναι συνετό να είμαστε στην αντίθετη πλευρά μόνο και μόνο από μια απλή σπασμωδική αντίδραση στη χειραγώγηση. Ούτε πρόκειται για την επιδίωξη ουδετερότητας ή ίσων αποστάσεων από φόβο μήπως πέσουμε στην παγίδα του φατριασμού. Πρόκειται για τη στάθμιση των διαφόρων πραγματικοτήτων από τις ανθρωπιστικές αξίες και την εξεύρεση ενδείξεων κάποιας συγκλίνουσας κατεύθυνσης προς ένα μελλοντικό Παγκόσμιο Ανθρώπινο Έθνος.

Στην περίπτωση της Κίνας, η Δύση έχει πάει μπρος-πίσω στην ταξινόμησή της ως φίλη ή εχθρός. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ως μέλος του κομμουνιστικού μπλοκ, ήταν μέρος του “άξονα του κακού”. Στη συνέχεια, καθώς άνοιξε την οικονομία της στον καπιταλισμό και, κυρίως, επέτρεψε στις πολυεθνικές να επενδύσουν στο έδαφός της, τα ζητήματα σχετικά με το πολιτικό της σύστημα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα και οι επιχειρήσεις πήραν προνόμια. Πιο πρόσφατα, η αλματώδης ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας, η ένταξή της στο διεθνές εμπόριο και η επιταχυνόμενη τεχνολογική της ανάπτυξη άρχισαν να προκαλούν δυσαρέσκεια, ιδίως στις ΗΠΑ, οι οποίες έβλεπαν την ηγεμονία τους σε κίνδυνο. Για ορισμένους, λοιπόν, η Κίνα άρχισε να αποτελεί μια πιθανή απειλή για τον “ελεύθερο κόσμο”, είτε λόγω του πιθανού ελέγχου της τεχνολογίας, είτε λόγω του ανταγωνισμού του φθηνότερου εργατικού δυναμικού της με τις τοπικές βιομηχανίες, είτε επειδή είχε τη στρατιωτική δύναμη να γίνει σεβαστή στην περιοχή του Ειρηνικού, αλλά και επειδή έχει την οικονομική δυνατότητα να αποδυναμώσει το δολάριο, αν αυτό θα ήθελε. Και έτσι, από την κυβέρνηση Τραμπ και μετά, γίναμε μάρτυρες του παράδοξου φαινομένου οι πρωταθλητές του οικονομικού φιλελευθερισμού να γίνονται προστατευτικοί, ενώ η κομμουνιστική Κίνα είναι αυτή που ζητά τη διατήρηση της παγκόσμιας ελεύθερης αγοράς.

Βέβαια, στην περίπτωση των αναπτυσσόμενων χωρών η άποψη για την Κίνα είναι πολύ διαφορετική, καθώς έχει γίνει για πολλούς ένας τρομερός εμπορικός εταίρος που έχει δώσει ώθηση στις οικονομίες όχι μόνο μέσω του διμερούς εμπορίου αλλά και μέσω των επενδύσεων κεφαλαίου. Φυσικά, δεν λείπουν οι τοπικοί εκπρόσωποι στις αναπτυσσόμενες χώρες στις πρεσβείες των ΗΠΑ που προειδοποιούν για τον κίνδυνο της υπερβολικής εισόδου της Κίνας στις οικονομίες τους ως πιθανό μέσο κυριαρχίας. Είναι ακριβώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ντόπιοι σύμμαχοί τους που ανησυχούν τώρα για την κυριαρχία των αναπτυσσόμενων χωρών, ενώ επί δεκαετίες προσπαθούσαν να εδραιώσουν την αυτοκρατορία τους υποτάσσοντάς τις.

Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και η ένταξή της στο διεθνές εμπόριο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μερική αποκατάσταση της αναλογικότητας στην παγκόσμια οικονομία. Όπως ήταν δυσανάλογο το γεγονός ότι πριν από μερικές δεκαετίες η οικονομία των ΗΠΑ αντιπροσώπευε το 50% της παγκόσμιας οικονομίας, με πληθυσμό που αντιστοιχούσε στο 5%, έτσι και τώρα οι αναλογίες αλλάζουν, και είναι λογικό ότι η κινεζική οικονομία αντιπροσωπεύει σήμερα το 20% της παγκόσμιας οικονομίας, κάτι που ανταποκρίνεται απόλυτα στον πληθυσμό της. Οι ΗΠΑ, οι οποίες εξακολουθούν να διατηρούν σήμερα το 25% της οικονομίας, συνεχίζουν να αποτελούν περίπτωση οικονομικής συγκέντρωσης. Και καθώς η παγκόσμια ανάπτυξη γίνεται πιο ισορροπημένη, θα δούμε επίσης την οικονομία της Ινδίας και άλλων πυκνοκατοικημένων χωρών να συνεχίζει να αναπτύσσεται, και η μόνη απειλή που πρέπει να προσέξουμε είναι αυτή της οικολογικής καταστροφής, αν δεν αλλάξει η ληστρική μήτρα του καπιταλισμού – αλλά αυτό είναι ευθύνη της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Φυσικά, ορισμένες δυτικές δυνάμεις θα προτιμούσαν να μην αλλάξουν μια παγκόσμια τάξη που τις ευνοεί, να επιβραδύνουν την ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών και να αποκρυσταλλώσουν τη φτώχεια στις υπανάπτυκτες, ως τρόπο επιβράδυνσης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, αλλά η πραγματική λύση είναι η βιώσιμη ανάπτυξη για ολόκληρο τον πλανήτη αντί να συνεχίσουμε να συντηρούμε τον καταναλωτισμό των λίγων και τη φτώχεια των πολλών. Βεβαίως, για να υπάρξει παγκόσμιος σχεδιασμός που να εξασφαλίζει ανάπτυξη για όλους χωρίς να καταστρέφει τον πλανήτη, είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης, χωρίς ηγεμονίες, με εκδημοκρατισμό των διεθνών σχέσεων, όπως ζητούν πολλά έθνη που σήμερα είναι περιθωριοποιημένα από τις παγκόσμιες αποφάσεις και σήμερα η μόνη μεγάλη δύναμη που συμφωνεί με αυτό το όραμα είναι ακριβώς η Κίνα.

Όταν ιδρύθηκε η Ομάδα των 77, η οποία σήμερα αριθμεί 134 μέλη, το 1964, υπήρχε η ελπίδα ότι τα Ηνωμένα Έθνη θα μπορούσαν να εργαστούν αποτελεσματικά για την πρόοδο των αναπτυσσόμενων και υπανάπτυκτων χωρών. Παρόλο που επιτεύχθηκαν πολλές σημαντικές συμφωνίες, οι δυτικές δυνάμεις υπονόμευσαν την υποστήριξη και εμπόδισαν τα Ηνωμένα Έθνη να εκπληρώσουν στην πράξη τους στόχους για τους οποίους δημιουργήθηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, η σημερινή σημασία της Κίνας την καθιστά ένα είδος “μεγάλου αδελφού” που πιέζει περισσότερο για δίκαιη ανάπτυξη.

Στη συνέντευξη του Νίου Οινγκμπάο, πρέσβη της Κίνας στη Χιλή, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από την Pressenza, παρουσιάζονται αναλυτικά οι προτάσεις και οι πρωτοβουλίες που προωθεί το έθνος αυτό στη διεθνή σκηνή. Προτάσεις όπως η δημιουργία μιας Παγκόσμιας Κοινότητας Υγείας, η Παγκόσμια Πρωτοβουλία για την Ανάπτυξη, η επισιτιστική ασφάλεια και η παγκόσμια ασφάλεια, μεταξύ άλλων, καθώς και πολυάριθμες συγκεκριμένες δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελούν δείκτες του ενδιαφέροντος της Κίνας να κινηθεί προς μια Κοινότητα Κοινού Μέλλοντος που θα βασίζεται στη συμπληρωματικότητα και τη διεθνή αλληλεγγύη (μια έννοια που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Σι Τζινπίνγκ τον Μάρτιο του 2013). Η πρόταση να εγκαταλείψουμε τη νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου και να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της παγκόσμιας συνεργασίας και της ειρήνης έρχεται σε αντίθεση με τις πολεμικές πολιτικές των ΗΠΑ και των εταίρων τους στο ΝΑΤΟ και γίνεται ακόμη πιο σημαντική στο σημερινό πλαίσιο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Πρόσφατα, αφού ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ανακοίνωσε μερική κινητοποίηση εφέδρων, ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Γουάνγκ Γουενμπίν μετέφερε την έκκληση της Κίνας προς όλες τις πλευρές να επιτύχουν κατάπαυση του πυρός και να βρουν λύσεις μέσω διαλόγου. Αν και η έκκληση αυτή δεν διαφέρει από εκείνες που γίνονται από άλλες χώρες υπέρ μιας ειρηνικής λύσης, αποκτά μεγαλύτερη σημασία λόγω του γεωπολιτικού και στρατιωτικού βάρους της Κίνας, και αποτελεί έκκληση για λογική απέναντι στην πολεμοκάπηλη τρέλα που κλιμακώνουν τόσο η Ρωσία όσο και το ΝΑΤΟ, το οποίο ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την έναρξη του πολέμου, διότι πέρα από το γεγονός ότι η Ρωσία ήταν αυτή που εισέβαλε στην Ουκρανία, η Ρωσία αισθάνεται ότι απειλείται ακριβώς επειδή διατηρήθκε και επεκτάθηκε αυτή τη στρατιωτική συμμαχία που προέκυψε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Πριν από πέντε χρόνια, στο βιβλίο “Σταυροδρόμια και το μέλλον του ανθρώπου, τα βήματα προς το Παγκόσμιο Ανθρώπινο Έθνος”, θέσαμε την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ όλων των εθνών για να μπορέσουμε να αρθρώσουμε παγκόσμιες πολιτικές προς την κατεύθυνση ενός κόσμου χωρίς βία, χωρίς πολέμους, με δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη, με σεβασμό στην ποικιλομορφία των φυλών και των πολιτισμών, και προτείναμε πιθανούς τρόπους για την επίτευξη αυτού του στόχου. Μιλήσαμε για την ενδεχόμενη ανάγκη επανίδρυσης των Ηνωμένων Εθνών, ώστε να υπάρξει πραγματικά μια παγκόσμια διακυβέρνηση χωρίς ηγεμονίες, η οποία θα διασφαλίζει την κοινή συνεργασία. Τέτοιες προτάσεις, στο ψυχρό έντυπο ενός βιβλίου, είναι απλώς μια ουτοπία. Όταν όμως αρχίζουν να υπάρχουν στη φαντασία των ανθρώπων, υπάρχει μια αχτίδα ελπίδας. Αν δε κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους έχουν τη δύναμη ή την ικανότητα να αρχίσουν να ενεργούν προς αυτή την κατεύθυνση, η ελπίδα μπορεί να μετατραπεί σε συγκεκριμένα έργα. Με αυτή την έννοια, σε έναν χαοτικό και βίαιο κόσμο, όπου οι εξουσιαστές επιδιώκουν μόνο να συνεχίσουν να συγκεντρώνουν τον πλούτο, δημιουργώντας φτώχεια, βία, αδικία και καταστροφή του πλανήτη, οι προτάσεις για μια διεθνή Κοινότητα του Κοινού Μέλλοντος που διατύπωσε η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας μπορούν να αποτελέσουν φάρο αναφοράς για άλλες χώρες.

Σίγουρα θα υπάρξουν εκείνοι που θα είναι καχύποπτοι απέναντι στις καλές προθέσεις ή στη δυνατότητα υλοποίησής τους- και φυσικά πάντα περπατώντας τους δρόμους γίνεται πιο σαφής η κατεύθυνση των πεζοπόρων- αλλά προς το παρόν είναι καλύτερα να δώσουμε προσοχή στις καλές προθέσεις παρά να συνεχίσουμε να εμπιστευόμαστε ότι εκείνοι που κυβερνούν στο όνομα του στρατιωτικού βιομηχανικού συμπλέγματος, της φυλετικής υπεροχής ή της διεθνούς οικονομικής ισχύος θα μας οδηγήσουν σε έναν κόσμο ειρήνης, ισότητας και ανεκτικότητας.

Σίγουρα επίσης, ακόμη και αν μιλάμε για διεθνείς και όχι εγχώριες προτάσεις, κάποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη μονοκομματική δημοκρατία της Κίνας ή την υπερβολική δύναμη του κράτους της. Αλλά εναπόκειται στους Κινέζους πολίτες να αποφασίσουν ποιο είναι το καλύτερο σύστημα για τη διοίκηση μιας χώρας με τόσο μεγάλο πληθυσμό. Όπως ακριβώς εναπόκειται στους πληθυσμούς πολλών δυτικών επίσημων δημοκρατιών να αποφασίσουν αν θέλουν να συνεχίσουν να κυβερνώνται από πλουτοκρατίες που χειραγωγούν τα μέσα ενημέρωσης για να παραμείνουν στην εξουσία. Ακριβώς όπως εναπόκειται στους πληθυσμούς των βασιλείων και των εμιράτων να αποφασίσουν αν θέλουν να συνεχίσουν να κυβερνώνται από δισεκατομμυριούχους τους οποίους κανείς δεν εκλέγει. Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε να αρχίσουμε να μιλάμε για διεθνή συνεργασία, πέρα από το γεγονός ότι ο καθένας μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του για το τι πραγματικά πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερο σε κάθε χώρα.

Και για να σχολιάσω την ερώτηση κάποιων για το αν οι προτάσεις που αναπτύσσονται στο βιβλίο μου “Μικτή οικονομία”, όπου ένα συντονιστικό ηράτος συμπληρώνει την ιδιωτική πρωτοβουλία, έχουν κάποια κοινά σημεία με την οργάνωση της κινεζικής οικονομίας απαντώ: σίγουρα υπάρχουν κοινά σημεία, και ίσως υπάρχουν άλλες πτυχές που δεν ταυτίζονται, αλλά αυτό θα αποτελέσει σίγουρα αντικείμενο ενός μελλοντικού άρθρου.