Μεγάλη συζήτηση γίνεται για το πώς θα είναι ο κόσμος μετά από την πανδημία και δεν γνωρίζουμε καν πότε θα είναι αυτό το μετά. Μπορεί σε ορισμένες χώρες η μετάδοση να κορυφωθεί σε λίγες εβδομάδες και στη συνέχεια να μειωθεί, αλλά ταυτόχρονα η μετάδοση μπορεί να προχωρήσει σε άλλα έθνη. Επίσης, δεν γνωρίζουμε αν θα υπάρξουν νέα κρούσματα εκεί όπου όλα υποτίθεται είναι υπό έλεγχο. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εξακολουθεί να εξελίσσεται και οι συνέπειες από οικονομική και πολιτική άποψη, οι οποίες μέχρι στιγμής είναι ήδη πιο σοβαρές από εκείνες της κρίσης του 2008, τελικά θα εξαρτηθούν από την επέκταση που θα πάρει χρονικά και τοπικά η ανεξέλεγκτη εξάπλωση. Αλλά αν επιμείνουμε και σκεφτούμε ποια θα είναι η επόμενη μέρα, είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε ορισμένες ενδείξεις ρωγμών στο σύστημα, οι οποίοι, αν γίνουν βαθύτερες, θα οδηγήσουν σε κάποιους ανέμους αλλαγής.

Από πολιτική άποψη, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της κρίσης του συστήματος και της κρίσης της ηγεσίας. Η καθυστερημένη ή ανύπαρκτη αντίδραση πολλών ηγετών για πρόληψη της μετάδοσης δεν φαίνεται να είναι αποκλειστικότητα των πολιτικών της δεξιάς, όπως ο Τραμπ (ΗΠΑ), ο Τζόνσον (Ηνωμένο Βασίλειο) και ο Μπολσονάρο (Βραζιλία), αλλά και ο Λόπες Ομπραδόρ (Μεξικό) υποτίμησε το ζήτημα, έστω και αν η πραγματικότητα έπειτα τους υποχρέωσε όλους να το αντιμετωπίσουν. Θα ήταν λοιπόν λάθος να εστιάσουμε την κριτική στα πρόσωπα επειδή σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης οι χαρακτήρες από όλες τις πλευρές μπορούν να φαίνονται ως ήρωες ή ως κακοί, χάνοντας έτσι την οπτική της συστημικής και διαδικαστικής προσέγγισης. Αρκεί να θυμηθούμε ότι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάδυση του αγώνα κατά του ναζισμού έκανε ήρωες τρεις ηγέτες τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όσο ο κομμουνιστής Στάλιν, ο υπερσυντηρητικός Τσόρτσιλ και ο κεϋνσιανός δημοκρατικός Ρούζβελτ.

Πρέπει να επικεντρωθούμε στην κρίση του συστήματος και όχι στις αντιφάσεις των περιστασιακών ηγετών. Και με αυτή την έννοια είναι προφανές ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών έχουν επιδεινώσει σημαντικά τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης, εγκαταλείποντάς τα στη λογική των αγορών. Με αυτή τη λογική, η υγειονομική περίθαλψη για την πλειοψηφία δεν είναι κερδοφόρα, η πρόληψη δεν είναι κερδοφόρα και οι υποδομές υγειονομικής περίθαλψης για έκτακτες περιπτώσεις τέτοιου μεγέθους όπως αυτή δεν θα ήταν κερδοφόρες. Συνεπώς, όλοι οι πολιτικοί που έχουν προωθήσει ή στηρίξει το νεοφιλελευθερισμό είναι υπεύθυνοι για την κατάρρευση της υγειονομικής περίθαλψης, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανταπόκρισης που μπορούν να παρέχουν τώρα μπροστά στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αναζητώντας αναλογίες, ας υποθέσουμε ότι οι γονείς ενός παιδιού είναι τόσο αδίστακτοι και βίαιοι που το βιαιοπραγούν και θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του, αλλά μετά αντιδρούν με το να το μεταφέρουν σε νοσοκομείο όπου σώζεται η ζωή του, θα αξίζουν οι γονείς τα χειροκροτήματά μας για την τελευταία αυτή αντίδραση ή την καταδίκη μας για την προηγούμενη συμπεριφορά τους; Θα υποθέσουμε ότι μετά από ένα τέτοιο γεγονός θα αλλάξουν τη στάση τους ή ότι αργά ή γρήγορα θα επαναλάβουν τη συμπεριφορά τους;

Συχνά γίνονται συγκρίσεις μεταξύ της σημερινής πανδημίας και των προηγούμενων που υπέστη η ανθρωπότητα. Σίγουρα τα ποσοστά θνησιμότητας θα είναι χαμηλότερα τώρα. Αλλά ο κόσμος έχει αντιδράσει με τρόπο που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ πριν. Οι δραστηριότητες έχουν παραλύσει και τα μέσα ενημέρωσης δεν μιλάνε για τίποτα άλλο. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι η διασύνδεση παγκοσμιοποιεί τον πανικό, αλλά και επειδή η πρόοδος στην ιατρική μας επιτρέπει να τοποθετούμαστε διαφορετικά απέναντι στις ασθένειες. Σε άλλες εποχές, οι πανδημίες θεωρούνταν θανατηφόρες, χωρίς να επηρεάζονται από την ανθρώπινη βούληση όπως ένας σεισμός ή ένας τυφώνας και το μόνο που μπορούσε να περιμένει κανείς ήταν ο θάνατος ή ένα θαύμα. Ενώ τώρα περιμένουμε ότι υπάρχει ένα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που θα μας προστατεύσει και το απαιτούμε. Για το λόγο αυτό, όταν ορισμένοι ηγέτες πρότειναν να μην σταματήσει η οικονομία λόγω καραντίνας και ότι ο ιός πρέπει να γίνει αποδεκτός ως μια δύναμη της φύσης, η κοινή γνώμη τους απέρριψε και τους πίεσε να αναλάβουν την ευθύνη.

Ε, λοιπόν, αυτή η κοινή γνώμη θα πρέπει επίσης να απαιτήσει ότι από τώρα και στο εξής, όταν η κατάσταση έκτακτης ανάγκης τελειώσει, τα κράτη θα φροντίσουν πραγματικά και άμεσα την υγεία του πληθυσμού, για την οποία θα χρειαστεί να εγκαταλείψουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Το έδαφος φαίνεται να είναι εύφορο για τέτοιες αλλαγές, καθώς πολλοί από εκείνους που προηγουμένως συμμερίζονταν την νεοφιλελεύθερη ρητορική τώρα εκτιμούν την κρατική παρέμβαση στην υγειά και την οικονομία.

Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που η πλειοψηφία έχει αμφισβητήσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η μόνιμη συγκέντρωση πλούτου και τα επαναλαμβανόμενα οικονομικά κραχ που έχουν προκαλέσει οι κερδοσκόποι αποτελούν ήδη αντικείμενο ευρείας αμφισβήτησης. Η υπερθέρμανση του πλανήτη και η οικολογική καταστροφή έχουν ήδη προκαλέσει την κριτική κατά του επιθετικού και καταναλωτικού καπιταλισμού. Σήμερα οι φωνές απόρριψης του συστήματος και η ελπίδα ότι όλα αλλάζουν αναβιώνουν. Ορισμένοι αναζητούν ομοιότητες με τη Μαύρη Πανώλη του 14ου αιώνα, όταν πέθανε το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού πληθυσμού και σημάδεψε το τέλος της φεουδαρχίας και την αρχή της Αναγέννησης. Τώρα γίνεται λόγος για το τέλος του καπιταλισμού. Αλλά στην πραγματικότητα, το τέλος του καπιταλισμού έχει προβλεφθεί εδώ και πάνω από έναν αιώνα και ο καπιταλισμός έχει ξεπεράσει όλες τις κρίσεις του, ενώ άλλα εναλλακτικά συστήματα κατέρρευσαν. Θα πρέπει να κατανοήσουμε πολύ καλά τι προτείνεται ως αντικατάστασή του, πώς θα εφαρμοστεί και ποιος θα είναι σε θέση να το υλοποιήσει, αν θέλουμε να ελπίζουμε ότι αυτή η στιγμή θα αποτελέσει καμπή στην ιστορία, διότι δεν θα συμβεί μηχανικά.

Όσον αφορά το «τι» και το «πώς», σε σχέση με τη δράση των κυβερνήσεων, το έχουμε ήδη αναπτύξει εκτενώς σε άλλα κείμενα: στο βιβλίο Economia Mixta[1] (Μικτή Οικονομία), στο οποίο το κράτος έχει θεμελιώδη συντονιστικό ρόλο, αναγκάζοντας την παραγωγική επανεπένδυση των κερδών, την ανάληψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ουσιαστική εξασφάλιση βασικού εισοδήματος, υγειονομικής περίθαλψης και εκπαίδευσης. Ας αναλύσουμε λοιπόν την έννοια του «ποιος».

Θα πρέπει να είναι σαφές στον κόσμο ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε εκείνους που διατήρησαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές πριν από την πανδημία, διότι όταν περάσει η πανδημία, θα προτείνουν «να επιστρέψουμε στην κανονικότητα», στην κανονικότητα της δικτατορίας των αγορών, του χρέους και της συγκέντρωσης του πλούτου. Ενδεχομένως θα κάνουν κάποιες επενδύσεις στον τομέα της υγείας, έτσι ώστε να πιστεύουμε ότι έχουν πάρει το μάθημά τους, αλλά όλα θα συνεχιστούν όπως πριν και ακόμα χειρότερα, γιατί σίγουρα η χρηματοοικονομική εξουσία θα επωφεληθεί από την κρίση για να πάρει στην κατοχή της υποτιμημένες εταιρείες σε κατάπτυστες τιμές, να χρεώσει ακόμα περισσότερες κυβερνήσεις και ανθρώπους και η εξάρτηση από αυτές τις βδέλλες θα είναι πλήρης. Το είδαμε ήδη στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν οι κυβερνήσεις χρεώθηκαν προκειμένου να διασώσουν τις τράπεζες, ενώ οι άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους, επιταχύνοντας το παγκόσμιο χρέος που σήμερα αντιπροσωπεύει τρεις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ.

Ούτε μπορούμε να χάσουμε το δρόμο μας επιτρέποντας στον εθνικισμό να συνεχίσει ακάθεκτος. Αυτός ο κίνδυνος θα αυξηθεί όσο το κλείσιμο των συνόρων παρατείνεται με την πάροδο του χρόνου και οι περιορισμοί της κυκλοφορίας για προληπτικούς λόγους υγείας ευνοούν την αύξηση της ξενοφοβίας και τον αυταρχισμό εκείνων που φιλοδοξούν να ελέγξουν το κράτος. Αλλά όπως οι ακραίες κρίσεις μπορεί να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από ολέθριους ηγέτες, μπορούν επίσης να γίνουν ευκαιρίες για την εμφάνιση αναφορών για το ξεπέρασμά τους, τις οποίες οι άνθρωποι θα πρέπει να υποστηρίξουν με το να συντονιστούν με τις γενικές προθέσεις και στόχους, αποφεύγοντας συγχρόνως να μπερδευτούν με τη διχαστική τελειομανία.

Σε κάθε περίπτωση, είτε για να αλλάξουν κυβερνήσεις είτε για να απαιτηθεί μια ουσιαστική αλλαγή της πορείας τους, θα είναι απαραίτητο οι λαοί να πραγματοποιήσουν τη δική τους πολιτισμική μεταμόρφωση. Επειδή η κουλτούρα του ατομικισμού και του καταναλωτισμού ήταν μια απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει ο άγριος καπιταλισμός να οργανώσει την κοινωνία σύμφωνα με τα συμφέροντά του. Αλλά σήμερα η μικροπρέπεια αυτής της ατομικιστικής κουλτούρας είναι πιο εμφανής όταν αντιπαραβάλλεται με το μεγαλείο άλλων συμπεριφορών που προέκυψαν εν μέσω κρίσης: η επανεκτίμηση της ζωής και της υγείας πάνω από την οικονομία, οι διάφορες εκδηλώσεις συλλογικής αλληλεγγύης, η αναγνώριση των επαγγελματιών στον τομέα της υγείας που αναλαμβάνουν κινδύνους για λογαριασμό όλων μας, το συλλογικό αίσθημα ενός κοινού σκοπού. Αυτές είναι όλες εμπειρίες που μας συνδέουν με μια νέα ευαισθησία και όταν μοιράζονται μεταξύ των ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη, γίνεται ένα πολύ ισχυρό φαινόμενο. Φυσικά, αυτή η νέα ευαισθησία της αλληλεγγύης δεν είναι κάτι πρωτοφανές, αλλά αυξάνεται σταδιακά εδώ και καιρό, ιδίως στις νεότερες γενιές, στις γυναικείες συλλογικότητες και σε πολυάριθμα κινήματα που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους. Αλλά τώρα αυτή η κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης έτσι ώστε η κοινωνική ισορροπία τελικά να κλίνει προς την αλληλεγγύη, αφήνοντας τον ατομικισμό στη μειονότητα μέχρις ότου μια μέρα θα είναι μόνο μια άσχημη ανάμνηση μιας κοινωνίας που ήταν πνευματικά άρρωστη.

Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν εμείς οι απλοί άνθρωποι μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για να συμβάλουμε σε αυτή την αλλαγή, εκτός από την αίσθηση των προαναφερθέντων βιωμάτων. Με αυτή την έννοια, και επιστρέφοντας στο «τι» και στο «πώς», αλλά στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης, οτιδήποτε μπορούμε να κάνουμε για να διαδώσουμε αυτές τις εμπειρίες, οι οποίες αναδεικνύουν το καλύτερο στους ανθρώπους σε διάφορες γωνιές του κόσμου, θα συνεισφέρει στη συλλογική συνοχή. Ό,τι μπορούμε να κάνουμε για να διαδώσουμε ιδέες και εργαλεία οργάνωσης θα συμβάλουν στην εδραίωση των δικτύων του κοινωνικού ιστού. Ό,τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε τους άλλους σε ψυχολογικό και πνευματικό επίπεδο, για να ξεπεράσουν τον φόβο, την απομόνωση, την κατάθλιψη, την κενότητα και άλλες παράπλευρες συνέπειες της πανδημίας θα συμβάλλουν στην επίλυση προσωπικών προβλημάτων από μια μη-ατομικιστική θέση.

Αλλά πέρα από τη συμβολή στην εμφάνιση μιας νέας Συλλογικής Συνείδησης βασισμένης σε κοινές εμπειρίες, θα είναι σημαντικό να την συμπληρώσουμε με εικόνες για το μέλλον, έτσι ώστε αυτή η ανθρώπινη σύγκλιση να μην εξασθενήσει μετά την πανδημία και να έχει νόημα στην κατασκευή ενός νέου κόσμου, με πραγματική δημοκρατία, με μια δίκαιη και βιώσιμη οικονομία, με μια νέα διεθνή τάξη αλληλεγγύης, χωρίς βία ή διάκριση.

Τίποτα καλύτερο από ένα όνειρο για να βγούμε από τον εφιάλτη.

[1] Sullings, G (2015) Economia Mixta: Más allá del capitalism (Μικτή Οικονομία: Πέρα από τον καπιταλισμό), 2η έκδοση, Σαντιάγο, Virtual ediciones

Μετάφραση: Pressenza Athens