Η Ιταλία είναι το κέντρο της Μεσογείου για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους: ήταν το σημείο συνάντησης όλων των πολιτισμών που βρίσκονταν γύρω από τη Mare Nostrum. Σήμερα για τους ίδιους λόγους η Ιταλία είναι ένα φυσικό σημείο άφιξης, που γίνεται πραγματικότητα ή όχι, για εκείνους που επιδιώκουν να φθάσουν στην Ευρώπη από την Αφρική ή και τη Μέση Ανατολή. Μια κίνηση που δεν πρόκειται να σταματήσει και κανείς δεν θα είναι σε θέση να τη σταματήσει χωρίς οι περιοχές και οι κοινότητες στη νότια και ανατολική πλευρά της θάλασσας να καταλήξουν με περισσότερες αναταράξεις και πιο επικίνδυνες. Παρ’ όλα αυτά, η Ιταλία έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό τη θέση της ως γέφυρα στην ήπειρο και έχει υιοθετήσει το ρόλο του φράχτη, «κλείνοντας τα λιμάνια της» ακόμη και σε ναυαγούς που καταφέρνουν να διασωθούν λίγο πριν πνιγούν.

Η Ιταλία έχει αναλάβει αυτό το ρόλο στο όνομα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας οι κυβερνήσεις είναι απολύτως ικανοποιημένες με το γεγονός ότι ο Σαλβίνι είναι εναντίον τους, εφόσον αναλαμβάνει την ευθύνη εξ ονόματός τους να κρατήσει τους νέους δραπέτες μακριά από τα σύνορα της Ευρώπης: είτε άμεσα είτε μέσω των συμμοριών της Λιβύης που χρηματοδοτούν. Αλλά είναι ένας ρόλος δολοφόνου, που κάνει την Ιταλία βίαιη και ασήμαντη. Αυτός ο ρόλος, που η κυβέρνηση εναποθέτει πάνω σε όλους τους Ιταλούς πολίτες, απομακρύνει την Ιταλία από το κέντρο της και προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή στον πόλεμο που εξαπολύει η Ευρώπη ενάντια στους μετανάστες και βρίσκουν έδαφος για συναίνεση ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα της Ιταλίας, στον πόλεμο της Ευρώπης εναντίων των μεταναστών.

Αντίθετα, η Ιταλία θα μπορούσε να είναι το επίκεντρο της ανασυγκρότησης μιας μεγάλης Ευρω-αφρικανο-μεσογειακής κοινότητας χάρη στην άφιξη πολλών ανθρώπων που διατηρούν δεσμούς με την προέλευσή τους: τις κοινότητες και τη γη που έχουν αφήσει πίσω τους. Οι δεσμοί αυτοί διατηρούνται με τις οικογενειακές σχέσεις αλλά και μέσω του διαδικτύου και, ενδεχομένως, εάν τους επιτρέπεται, από την ευκολία μετακίνησης μεταξύ της χώρας προορισμού και της χώρας προέλευσης – δεκάδες έως εκατοντάδες φορές λιγότερο δαπανηρό από αυτό που αναγκάζονται να πληρώσουν για μία διαδρομή, που τους εκθέτει σε τρομερή βία και συνεχές κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους.

Όσοι κάνουν αυτά τα ταξίδια είναι κυρίως οι πιο νέοι, οι πιο εργατικοί, οι πιο ζωτικοί, οι πιο περίεργοι και οι πιο γενναιόδωροι στις κοινότητές τους. Ωστόσο, στην Ιταλία και στην Ευρώπη δεν γνωρίζουμε πώς να εκτιμούμε αυτές τις ιδιότητες ή τις δυνατότητες και τον πολιτισμό των μεταναστών, επομένως τα απορρίπτουμε, υποβιβάζοντάς τα στο κατώτατο κοινωνικό βάθρο. Μερικές φορές, αυτό γίνεται για να τους εκμεταλλευτούν και να πληρώνονται λιγότερο. Σε άλλες περιπτώσεις, αυτό τους ωθεί προς την εγκληματικότητα. Χρησιμοποιούνται τακτικά ως ο μπαμπούλας για να ενώσουν τους ανθρώπους γύρω από τον φόβο της «μόλυνσης» από ένα ξένο στοιχείο, σαν να μην ήταν ο ευρωπαϊκός πληθυσμός το θετικό αποτέλεσμα αιώνων «μόλυνσης» μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων και πολιτισμών…

Επομένως, οι νεοαφιχθείς στην Ιταλία αποκλείονται από τη συμμετοχή σε χρήσιμες δραστηριότητες στην κοινωνία, επειδή «δεν υπάρχει αρκετή δουλειά» ακόμη και για τους ευγενείς Ευρωπαίους. Λες και η εργασία είναι ένα μέγεθος που καθορίζεται μια φορά και όχι μια μεταβλητή βάσει των όσων θέλουμε να πετύχουμε (μια απόφαση που παίρνουν αποκλειστικά οι κυρίαρχοι του κόσμου). Έτσι χανόμαστε μέσα στον θανατηφόρο μύθο της «ανάπτυξης» και πέφτουμε όλοι μαζί στην άβυσσο της κλιματικής αλλαγής που θα καταστήσει τη γη ακατοίκητη.

Και για να κρατήσουμε μακριά τους μετανάστες, παραδινόμαστε στα ολοένα και πιο αυταρχικά, αν όχι φασιστικά, καθεστώτα και στρέφουμε την πλάτη μας στη συμβολή που μπορούν να κάνουν όλοι – ντόπιοι και μετανάστες – στην οικολογική μεταστροφή: τόσο στο «σπίτι μας» όσο και στο «κοινό μας σπίτι», αυτό που ανήκει σε όλους.

Για να επιτύχουμε αυτή τη ριζική αλλαγή που είναι απαραίτητη για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, χρειαζόμαστε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο κίνημα που θα σαρώσει τις κυβερνήσεις που προσκολλώνται στη διατήρηση ενός τρόπου ζωής που μας οδηγεί στην καταστροφή. Αλλά επίσης χρειάζεται στις χώρες και στις κοινότητες (που μόνες τους δεν μπορούν) που προέρχονται οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, ανθρώπους που μπορούν να τους οδηγήσουν στην αποκατάσταση της ειρήνης και της αρμονίας των χωρών τους. Χρειάζονται επίσης σχέδια για την αναδημιουργία της γης, των εδαφών και των κοινοτήτων που καταστράφηκαν από αιώνες εκμετάλλευσης, με τη βοήθεια των κυβερνήσεων που υπηρετούσαν εκείνους που την πραγματοποίησαν.

Οι μόνοι που μπορούν να το κάνουν αυτό είναι οι μετανάστες που επιθυμούν είτε να επιστρέψουν οικειοθελώς στις χώρες τους (δηλαδή σχεδόν όλοι) είτε να καθιερώσουν νέες μορφές συνεργασίας με τις κοινότητες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν: με ιδέες, έργα, σχέσεις, ακόμη και μικρά κεφάλαια (τα οποία εκεί είναι μεγάλα). Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Όσοι ζητούν να «τους βοηθήσουμε στο σπίτι τους» – που επί το πλείστον, κρύβει την επιθυμία να απαλλαγούν από τους μετανάστες το συντομότερο δυνατό – δεν αποδέχονται την παρουσία τους και την άφιξη νέων μεταναστών στις ευρωπαϊκές χώρες είναι απλά υποκριτές.

Αλλά σήμερα δημιουργείται ένα κίνημα, το οποίο γυρνάει την πλάτη του στις πολιτικές και τις κυβερνήσεις, που βάζουν την άρνηση των μεταναστών πρώτα και μετά την εφαρμογή επειγόντων και δραστικών μέτρων κατά των ορυκτών καυσίμων και της βιομηχανίας τους, που οδηγεί τον πλανήτη στην καταστροφή. Είναι ένα κίνημα που δημιουργείται ανάμεσα στις νεότερες γενιές, εκείνες των οποίων το μέλλον επηρεάζεται περισσότερο από την απάθεια της «άρχουσας τάξης». Ένα κίνημα που δεν θα σταματήσει ποτέ και που δεν μπορεί να σταματήσει, ακριβώς επειδή είναι ζωτικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξη των συμμετεχόντων. Κάτω από το όνομα της Γκρέτα Τούνμπεργκ, αυτό το κίνημα που κερδίζει δυναμική πρέπει να βρει στους μετανάστες συμμάχους στον αγώνα τους να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο και που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τους επιτίθονται.

Μετάφραση: Pressenza Athens