Το να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σ’ αυτήν την ερώτηση είναι εξαιρετικά δύσκολο. Θα δοκιμάσουμε, ωστόσο, γνωρίζοντας ότι η απάντηση θα είναι υποκειμενική, μερική και σίγουρα λανθασμένη από πολλές απόψεις.

Σύντομο ιστορικό

Όταν πρωτοήρθα στη Βαρκελώνη, το 1994, η ανεξαρτητοποίηση ήταν ένα μειοψηφικό συναίσθημα, που το εκπροσωπούσε πολιτικά η Esquerra Republicana de Catalunya (ERC), η οποία στις εκλογές δεν είχε ούτε 20% της λαϊκής στήριξης. Εξάλλου, μεταξύ του 1993 και του 1996 την Ισπανία κυβερνούσε το Partido Socialista Obrero Español (PSOE) με τη στήριξη της Convergencia i Unió (CiU), και από το 1996 μέχρι το 2000 έγινε το ίδιο με την κυβέρνηση του Partido Popular (PP). Αυτό το κόμμα τραγουδούσε “Pujol, enano, habla castellano” (Pujol – συνηθισμένο καταλανικό επώνυμο -, νάνε, μίλα ισπανικά) ως απάντηση στον Αζνάρ που έλεγε να μιλάμε καταλανικά στο σπίτι μας.

Το 2003 αλλάζει η κυβέρνηση της Generalitat, και πρόεδρος γίνεται ο πρώην δήμαρχος Maragall, σε ένα συνασπισμό αριστερών κομμάτων με «καταλανικές» αποχρώσεις. Αυτή η κυβέρνηση προωθεί τη σύνταξη ενός καινούριου καταστατικού αυτονομίας για την Καταλονία, με τη συναίνεση των βασικών καταλανικών κομμάτων (CiU [φιλελεύθερη δεξιά], Partit Socialista de Catalunya [PSC, σοσιαλοδημοκράτες, ERC [αντιμοναρχική αριστερά υπέρ της ανεξαρτησίας] και Iniciativa per Catalunya [IC, οικολογική αριστερα]). Αυτό το νέο καταστατικό περιελάμβανε αλλαγές προς μία μεγαλύτερη καταλανική διοικητική αυτονομία, αν και βρισκόταν πολύ μακριά από αυτό που θα θεωρείτο ένα ανεξάρτητο Κράτος. Ο πρόλογος ανέφερε ότι η Καταλονία είναι ένα έθνος, πράγμα που δεν είχε μεν κανένα νομικό αποτέλεσμα αλλά είχε μια εθνική αναγνώριση που δυσαρεστούσε την υπόλοιπη Ισπανία.

Αυτό το καταστατικό είχε την επιδοκιμασία της κυβέρνησης του Rodríguez Zapatero (του PSOE), που υποσχέθηκε να το καταθέσει προς έγκριση στα Ισπανικά δικαστήρια εφόσον είχε ήδη εγκριθεί από το Κοινοβούλιο της Καταλονίας το 2006. Ωστόσο, η πίεση της ισπανικής δεξιάς, καθώς και κάποιων υψηλόβαθμων στελεχών του PSOE, οδήγησε στην περικοπή της εμβέλειας του καταστατικού και τελικά το 2010 το Συνταγματικό Δικαστήριο ολοκλήρωσε τον ακρωτηριασμό του κηρύσσοντας κάποια άρθρα αντισυνταγματικά και υποβάλλοντας κάποια άλλα στη δική του ερμηνεία. Την ίδια περίοδο, το PP οργάνωσε διάφορες αντικαταλανικές καμπάνιες: από ένδικα μέσα μέχρι καμπάνιες συλλογής υπογραφών κατά του καταστατικού, αλλά και καμπάνιες μποϊκοτάζ καταλανικών προϊόντων όπως το cava (καμπανίτης οίνος).

Όλη αυτή η διαδικασία έγκρισης του καταστατικού και της μετέπειτα περικοπής του εκ μέρους της ισπανικής εξουσίας έκανε ν’ αυξηθεί η τάση για ανεξαρτησία. Λέγεται συχνά ότι αυτός που πιο πολύ ενίσχυσε την τάση για ανεξαρτησία υπήρξε ο Ραχόι και το κόμμα του, ακόμη περισσότερό από τη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ισπανίας.

Το 2010 αλλάζει η κυβέρνηση της Καταλονίας και κυβερνά εκ νέου το CiU. Εκμεταλλευόμενοι την παγκόσμια κρίση και σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της νέας κυβέρνησης, ξεκίνησαν σημαντικές περικοπές στις κοινωνικές «δαπάνες». Την ίδια περίοδο άρχισαν οι περικοπές και στην Ισπανία, οι οποίες αυξήθηκαν με την ανάληψη της εξουσία από το Ραχόι και το PP το 2011. Στο μεταξύ, ο τότε πρόεδρος της Καταλονίας, Artur Mas, προσπάθησε να μιλήσει με τον Ραχόι, για να καταλήξουν σε μια νέα συμφωνία χρηματοδότησης για τους καταλανούς (μια επαναλαμβανόμενη ιστορική καταγγελία είναι πως οι καταλάνοι συνεισφέρουν στο δημόσιο ταμείο της Ισπανίας περισσότερα χρήματα από αυτά που λαμβάνουν μέσω λογιστικών μεταφορών και υποδομών). Ωστόσο, ο Ραχόι αρνήθηκε να επανεξετάσει το μοντέλο χρηματοδότησης. Παράλληλα, η κυβέρνησή του άρχισε να χάνει δημοτικότητα λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης. Στην αρχή, εκείνος αμύνθηκε ρίχνοντας το φταίξιμο για τα πάντα στη Μαδρίτη, αλλά έφτασε μια στιγμή που αυτή η δικαιολογία δεν ήταν αρκετή. Έτσι στις 11 Σεπτεμβίου του 2012 οργανώνεται η πρώτη μεγάλη μαζική διαδήλωση υπέρ του δικαιώματος της απόφασης, και ο Mas μαζί με το κόμμα του ανεβαίνουν στο τρένο της ανεξαρτητοποίησης, κάνοντας αυτόν τον ελιγμό για να μη χάσουν την εξουσία. Τα υπόλοιπα είναι πρόσφατη ιστορία. Στις 9 Νοεμβρίου του 2014 προκηρύσσεται ένα πρώτο δημοψήφισμα, χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα και χωρίς κάποιο σημαντικό συμβολικό αποτέλεσμα. Στη συνέχεια προκηρύσσονται εκλογές, στις οποίες το CiU και η ERC φτιάχνουν το συνασπισμό Junts pel Sí (Μαζί για το Ναι). Αν και λαμβάνουν τις περισσότερες ψήφους, χρειάζονται για να κυβερνήσουν την υποστήριξη της CUP (Λαϊκή Ενότητα, «αντισυστημική» αριστερά), που τους υποχρεώνει να εγκαταλείψουν τον Mas, και στη θέση του αναλαμβάνει ως πρόεδρος της Καταλονίας ο Puigdemont. Αυτός είναι ο κοινοβουλευτικός συνασπισμός που προκηρύσσει το τωρινό δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου, και που επιτρέπει την έγκριση όλων των απαραίτητων καταλανικών νόμων.

Ρεπουμπλικανισμός

Παράλληλα με το συναίσθημα της ανεξαρτητοποίησης υπάρχει και το αντιμοναρχικό ρεπουμπλικανικό συναίσθημα. Αυτό ήταν ήδη ένα μάλλον πλειοψηφικό συναίσθημα όταν ήρθα στην Καταλονία πριν από 20 χρόνια, αν και υπήρχαν πολλοί που δήλωναν όχι μοναρχικοί αλλά «χουανκαρλιστές». Αυτό σήμαινε ότι δε συμφωνούσαν με το θεσμό της μοναρχίας, αλλά αναγνώριζαν το έργο του τότε βασιλιά Χουάν Κάρλος I από την αρχή της βασιλείας του. Αυτό συμπίπτει με μια περίοδο στην οποία υπήρχε ένα «σύμφωνο σιωπής» όσον αφορά στη μοναρχική ιδιωτική ζωή μεταξύ των μέσων επικοινωνίας, των πλειοψηφικών πολιτικών κομμάτων και των χώρων εξουσίας. Ποτέ δε λεγόταν ούτε δημοσιευόταν τίποτα επιβλαβές για το βασιλιά και τον άμεσο περίγυρό του. Ωστόσο, ο «χουανκαρλισμός» υπέστη βαριά πλήγματα τα τελευταία χρόνια. Ίσως χάρη στην κινητοποίηση του 15M (το 2011) αυτό το σύμφωνο σιωπής άρχισε να εμφανίζει ρωγμές από τις οποίες άρχισαν να εισχωρούν λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής του βασιλιά, και κυρίως οι απάτες που με την προστασία του διέπραξε ο γαμπρός του Urdangarín και η κόρη του, η πριγκίπισσα Cristina. Τελικά, το 2012, ο βασιλιάς σπάει το γοφό του κατά τη διάρκεια ενός κηνυγιού ελεφάντων και αυτό έδωσε το τελικό πλήγμα στη δημόσια εικόνα του. Οι πολίτες θα μπορούσαν να συγχωρήσουν τις εξωσυζυγικές του σχέσεις (όπως έκανε και η σύζυγός του) αλλά το να σκοτώνει ελέφαντες σε σαφάρι οργανωμένα από τους φίλους του, τους άραβες δικτάτορες, ξεχείλισε το ποτήρι. Έτσι όπως έχω αμφιβολίες για το ποια επιλογή θα κέρδιζε σε ένα υποθετικό δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία που θα οργανωνόταν με την ανοχή του ισπανικού κράτους, δεν έχω αμφιβολίες ότι ένα δημοψήφισμα μεταξύ δημοκρατίας και μοναρχίας θα είχε ένα συντριπτικό αποτέλεσμα υπέρ της δημοκρατίας. Αυτό το ζήτημα, της δημοκρατίας ενάντια στη μοναρχία, παίζει σημαντικό ρόλο στην κατάσταση της ανεξαρτητοποίησης.

Η πρόταση του δημοψηφίσματος

Πρόκειται για ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα, με μια μοναδική ερώτηση: «Θέλεις η Καταλονία να είναι ανεξάρτητο κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα;» και με δυο πιθανές απαντήσεις: «Ναι» και «Όχι». Για να είναι το αποτέλεσμα έγκυρο, δεν έχει οριστεί κανένα ποσοστό συμμετοχής. Εκείνοι που προκήρυξαν το δημοψήφισμα λένε ότι αν νικήσει το «Ναι», σε 48 ώρες θα κηρύξουν την ανεξαρτησία της Καταλονίας.

Εκτός από τους διοργανωτές, το καινούριο κόμμα Cataluña en Común, στο οποίο ανήκει και η δήμαρχος της Βαρκελώνης Ada Colau, καθώς και οι Podemos (τόσο η καταλανική εκδοχή τους όπως και στην υπόλοιπη Ισπανία) στηρίζουν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος με κάποιες διαφοροποιήσεις, όπως το να έχει τη σύμφωνη γνώμη της ισπανικής κυβέρνησης (ή τουλάχιστον κάποια διεθνή αναγνώριση), για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί με όλες τις δημοκρατικές εγγυήσεις. Πράγματι, οι Podemos είναι το μοναδικό κόμμα της Ισπανίας που τοποθετείται υπέρ της πραγματοποίησης μιας δεσμευτικής διαβούλευσης για την αυτοδιάθεση της Καταλονίας.

Η απάντηση της ισπανικής κυβέρνησης

Πριν από το δημοψήφισμα και τις ατέλειωτες προτάσεις για διάλογο που έγιναν, η ισπανική κυβέρνηση αρνήθηκε κατηγορηματικά να μιλήσει για το θέμα. Η επιχειρηματολογία είναι πολύ απλοϊκή: το δημοψήφισμα είναι παράνομο επειδή το Ισπανικό Σύνταγμα απαγορεύει την προκήρυξή του. Αν και το νομικό επιχείρημα είναι σωστό, είναι παραπλανητική αυτή η παρουσίαση του προβλήματος, επειδή θα μπορούσε να λυθεί εύκολα αλλάζοντας το Σύνταγμα. Υπάρχει το [ατυχές] προηγούμενο του καλοκαιριού του 2011, όταν το PSOE και το PP, υπό την πίεση της Τρόικα, συμφώνησαν να αλλάξουν το Σύνταγμα, επιτρέποντας να πληρωθούν τα χρέη του Κράτους πριν αντιμετωπιστούν οι ανάγκες του λαού. Αυτό το προηγούμενο ακυρώνει κάθε επιχειρηματολογία σχετικά με τη δυσκολία αλλαγής του Συντάγματος.

Το PP (και όσοι στηρίζουν τη θέση του) οχυρώνεται πίσω από το νομικό επιχείρημα για να αποφύγει να μπει στο πολιτικό έδαφος, επειδή είναι σίγουρο ότι δεν έχει πολιτικά επιχειρήματα για να εμποδίσει το δημοψήφισμα της αυτοδιάθεσης.

Τις τελευταίες εβδομάδες η κυβέρνηση του PP εμβάθυνε τις δικαστικές διώξεις, φτάνοντας σε παραλογισμούς όπως το να στείλει την αστυνομία να φρουρήσει τυπογραφεία όπου υποψιάζονται ότι μπορεί να τυπώνονται ψηφοδέλτια, ή απειλώντας όλους τους καταλανούς δημάρχους που στηρίζουν το δημοψήφισμα (712, που αντιπροσωπεύουν το 75% των δήμων της Καταλονίας) ότι θα τους παραπέμψει σε δίκη, ή ότι θα κλείσει τη σελίδα web του δημοψηφίσματος, έτσι ώστε αυτή ν’ ανοίξει αμέσως μετά σε έναν ξένο server. Το PP βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα ότι αφενός θα φαινόταν πολύ άσχημο το να στείλει άμεσα την αστυνομία να εμποδίσει την ψηφοφορία και αφετέρου ότι πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα στους ψηφοφόρους του (και στους ψηφοφόρους των Ciudadanos, του καινούριου κόμματος της φιλελεύθερης δεξιάς που δημιουργήθηκαν για να χρησιμεύσουν ως υποκατάστατο ή δεκανίκι της παραδοσιακής ισπανικής δεξιάς).

Η θέση των πλειοψηφικών κομμάτων

PP: Δεν είναι καν διατεθειμένο να μιλήσει για το θέμα της αυτοδιάθεσης. Η Καταλονία αποτελεί μέρος της Ισπανίας, τελεία. Μάλιστα κάποια μέλη του πιστεύουν ότι θα πρέπει να συγκεντρωθούν περισσότερες πολιτικές αρμοδιότητες στη Μαδρίτη.

PSOE: Κάποια από τα στελέχη του είναι διατεθειμένα να κάνουν παραχωρήσεις στην Καταλονία, πάντα εντός της Ισπανίας, ενώ άλλα είναι πιο κοντά στις θέσεις του PP. Όπως πάντα σχεδόν, το κόμμα έχει ποικιλία (και μεταβλητότητα) στις απόψεις, όχι μόνο ανάμεσα στα μέλη του αλλά και των ίδιων ατόμων με την πάροδο του χρόνου.

Podemos: Υπέρ του δικαιώματος απόφασης, αν και θα ήθελαν να διευρυνθούν οι αρμοδιότητες της Καταλονίας χωρίς να ανεξαρτητοποιηθεί από την Ισπανία. Δε θα είχαν πρόβλημα να συμφωνήσουν στην προκήρυξη δημοψηφίσματος, στο οποίο πιθανότατα θα στήριζαν το «Όχι» στην ανεξαρτησία. Ορίζουν την Ισπανία ως πολυεθνικό κράτος.

Ciudadanos: Ίδια θέση με το PP αν και από διαφορετικό σημείο εκκίνησης. Ενώ το PP εκπροσωπεί την πιο οπισθοδρομική ισπανική δεξιά, διάδοχο του φρανκισμού, οι Ciudadanos είναι ένα κόμμα που γεννήθηκε στην Καταλονία, στην αρχή με ιδεολογικές αμφισημίες, αλλά σαφώς τοποθετημένο κατά της ανεξαρτητοποίησης και του καταλανικού εθνικισμού.

Στην Καταλονία:

PdeCat: Αυτό το κόμμα είναι η παλιά Convergencia Democrática de Cataluña με καινούριο όνομα. Είναι το κόμμα των Pujol, Mas και Σία, σημαδεμένο από τη διαφθορά και το νεποτισμό. Κυβέρνησε την Καταλονία για πάνω από 20 χρόνια αδιαλείπτως, όντας εθνικιστές αλλά όχι υπέρ της ανεξαρτησίας, στηρίζοντας και στηριζόμενοι από το PP και το PSOE. Από το 2012 τοποθετήθηκε υπέρ της ανεξαρτησίας, κίνηση που πολλοί ερμηνεύουν ως μια αλλαγή στο δημόσιο λόγο του για να μη χάσει την εξουσία ή ακόμα και να εξαφανιστεί ως πολιτική επιλογή. Αν και έχουν χάσει μεγάλο εκλογικό βάρος, συνεχίζουν να κυβερνούν τη Generalitat, επιδεικνύοντας μικρή ιδεολογική συνέπεια αλλά καλή πολιτική διαίσθηση (μέχρις ότου τους τελειώσει, πράγμα που δεν αργεί να γίνει).

ERC: Οι παντοτινοί αυτονομιστές. Είναι αυτοί που έχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις για να κυβερνήσουν σε περίπτωση νέων εκλογών. Το 2003 στήριξαν την κυβέρνηση του Maragall (PSC), επιλέγοντας την αριστερά πριν από την καταλανικότητα της CiU. Από τότε που οι εθνικιστές της Convergencia τοποθετήθηκαν υπέρ της ανεξαρτησίας, πορεύονται μαζί τους, περιμένοντας πάντα τη στιγμή που θα τους ξεπεράσουν εκλογικά και θα μπορέσουν να κυβερνήσουν.

Catalunya en Comú: Είναι η ελπίδα της μη αυτονομιστικής αριστεράς, και έχουν μάλιστα κάποια προβολή και στην υπόλοιπη Ισπανία. Κυβερνούν τη Βαρκελώνη (με τη στήριξη του PSC) και στηρίζουν την προκήρυξη ενός δημοψηφίσματος αλλά με μεγαλύτερες εγγυήσεις. Είναι αντίθετοι σε μια μονομερή διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Δεν κάνουν εκστρατεία υπέρ του «Ναι» ούτε του «Όχι» στο δημοψήφισμα που έχει προκηρυχθεί τώρα αν και στηρίζουν και προωθούν την κινητοποίηση την 1η Οκτώβρη.

PSC: Σύμμαχοι του PSOE, αυτήν τη στιγμή έχουν την ίδια τοποθέτηση απόρριψης του δημοψηφίσματος. Ανάμεσα στα ιστορικά στελέχη του πολλοί έγιναν πιο καταλανιστές. Πριν από λίγα χρόνια κυβερνούσε αλλά τώρα είναι μειοψηφικό. Εκείνη την εποχή υποστήριξε ένα ομοσπονδιακό σύστημα που δεν έγινε ιδιαίτερα κατανοητό. Μετέχει μαζί με το PSOE σε έντονες εσωτερικές διαμάχες εδώ και κάποια χρόνια, από τότε που έφυγαν από την εξουσία.

Η θέση των μέσων επικοινωνίας

Η μεγάλη πλειοψηφία των μεγάλων μέσων επικοινωνίας είναι από το ισπανικό περιβάλλον, και όλα τοποθετούνται πολύ αδιάλλακτα κατά του δημοψηφίσματος. Αφετέρου, τόσο η δημόσια καταλανική τηλεόραση, η TV3, όσο και οι λίγες αμιγώς καταλανικές εφημερίδες δε σταματούν να κάνουν προπαγάνδα υπέρ. Ούτε τα μεν ούτε τα δε δείχνουν οποιαδήποτε πρόθεση να γίνουν λιγότερο συγκρουσιακά, αν και πρέπει να πούμε ότι τα καταλανικά μέσα δεν καταφέρνουν να ισορροπήσουν τη ζυγαριά που γέρνει σαφώς κατά του δημοψηφίσματος.

Το να προσπαθεί κανείς να πληροφορηθεί από τα μέσα για το τι συμβαίνει σήμερα στην Καταλονία είναι ιδιαίτερα δύσκολο.

Το κλίμα στο δρόμο

Μετά την απόφαση του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά του Καταστατικού της Καταλονίας στα τέλη του 2010, η 11η Σεπτέμβρη (εθνική ημέρα της Καταλονίας) έχει μετατραπεί σε μέρα μαζικών κινητοποιήσεων, με οργανωτικές παραλλαγές κάθε χρόνο, αλλά διατηρώντας πάντα το πνεύμα υπέρ της ελευθερίας απόφασης. Κάθε χρόνο κινητοποιούνται περίπου ένα εκατομμύριο άτομα (σε έναν πληθυσμό 7.000.000), σε κλίμα ήρεμο, χαρούμενο και πολύχρωμο. Φέτος υπήρξε επίσης πολύ μαζική, αν και σε αυτήν την περίσταση περισσότερο αυτονομιστική σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, εξαιτίας της εγγύτητας του δημοψηφίσματος.

Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού της Καταλονίας είναι σύμφωνη με τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, αν και το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου σαφές. Αλλά ακόμη και ανάμεσα σ’ αυτούς που θα ψηφίσουν «Όχι» υπάρχει μια πλειοψηφία που συμφωνεί με τη δυνατότητα γνωμοδότησης. Εκείνοι που είναι σαφώς αντίθετοι στην πραγματοποίησή του αποτελούν μέρος της πιο αδιάλλακτης δεξιάς.

Αφετέρου, αν κάποιος σκεφτεί τη διάσταση που θα μπορούσε να έχει η εγκαθίδρυση της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Καταλονίας, το κλίμα στο δρόμο δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα κλίμα ιστορικής ρήξης ούτε επανάστασης. Ο λαός συνεχίζει να ζει την καθημερινότητα, ξέροντας ότι την 1η Οκτώβρη θα διεξαχθεί το δημοψήφισμα, αλλά χωρίς να αφήνεται να παρασυρθεί από υπέρμετρο ενθουσιασμό ούτε υπέρμετρη άρνηση. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό των Καταλανών που δε χάνουν την ηρεμία τους ούτε την καλή τους θέληση, αλλά δε δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα λαό έτοιμο να ανεξαρτητοποιηθεί.

Τι μπορεί να συμβεί μέχρι την 1η Οκτώβρη

Οι κινήσεις είναι όλο και πιο γρήγορες. Όταν το Κοινοβούλιο της Καταλονίας θέσπισε ξεχωριστούς νόμους υπέρ του δημοψηφίσματος και της υποθετικής μελλοντικής αποσύνδεσης από την Ισπανία, αυτοί ακυρώθηκαν άμεσα από το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Στη συνέχεια ακολούθησε η επίσημη έναρξη της καμπάνιας, όπου γίνονται δράσεις υπέρ του «Ναι» ενώ η ισπανική κυβέρνηση προσπαθεί να κινητοποιήσει διάφορα σώματα ασφαλείας για να κηρύξει παράνομο ό,τι θυμίζει κάλπη ή ψηφοδέλτιο.

Σήμερα, 15 του Σεπτέμβρη, η καταλανική κυβέρνηση, με τη στήριξη του δημαρχείου της Βαρκελώνης, έστειλε μια επιστολή στον ισπανό πρόεδρο και στο βασιλιά Φίλιππο VI στην οποία τους καλούν σε έναν «ανοιχτό και ειλικρινή» διάλογο. Αυτό δείχνει ότι δεν είναι όλες οι πόρτες κλειστές, αν και προφανώς χρειάζεται μεγάλη πολιτική βούληση για να τις διασχίσεις.

Τι μπορεί να συμβεί την 1η Οκτώβρη

Σίγουρα εκείνοι που προκήρυξαν το δημοψήφισμα θα μιλήσουν για μεγάλη επιτυχία στη συμμετοχή ενώ η ισπανική κυβέρνηση θα πει το αντίθετο. Προσωπικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνήθης συμμετοχή στις εκλογές δε φτάνει το 70%, θεωρώ ότι μια συμμετοχή κοντά στο 50% στο δημοψήφισμα θα ήταν μια μεγάλη κινητοποίηση των πολιτών, ειδικά κάτω από τις συνθήκες στις οποίες πραγματοποιείται.

Σχεδόν με βεβαιότητα θα νικήσει το «Ναι», επειδή πολλοί που θα ψήφιζαν άμεσα «Όχι» δε θα πάνε να ψηφίσουν, ενώ άλλοι θα ψηφίσουν «Ναι» υπό μορφή διαμαρτυρίας. Γι’ αυτό το λόγο, το αποτέλεσμα αυτού του δημοψηφίσματος δε μας ξεκαθαρίζει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα ενός αυθεντικά δεσμευτικού δημοψηφίσματος. Μια νίκη του «Όχι» θα ήταν έκπληξη για όλους, και θα επέλυε το θέμα για πολλά χρόνια, αλλά θεωρώ σχεδόν αδύνατο να υπάρξει.

Επίσης θα μπορούσε να συμβεί να μη γίνει τελικά το δημοψήφισμα. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί για διάφορους λόγους: επειδή τελικά η ισπανική κυβέρνηση δέχτηκε να διαπραγματευτεί για μια διέξοδο απ’ την κατάσταση, ή επειδή επενέβη στην Καταλονία (και σε μια τέτοια περίπτωση, εκτός που δε θα λυθεί τίποτα, το πρόβλημα θα γινόταν επικίνδυνο).

Τι μπορεί να συμβεί μετά την 1η Οκτώβρη

Αν υπάρχει μεγάλη συμμετοχή (πάνω από 50%) και νικήσει το «Ναι», οι αυτονομιστές θα έχουν άφθονα επιχειρήματα υπέρ της κήρυξης της ανεξαρτησίας. Παρ’ όλ’ αυτά, η υπόσχεση να τη διακηρύξουν εντός 48 ωρών μου φαίνεται υπερβολικά αισιόδοξη. Μια τέτοια διακήρυξη δε θα έχει από μόνη της καμία άλλη συνέπεια αλλά θα πρέπει να συνοδευτεί από συγκεκριμένες πράξεις.

Αν κερδίσει το «Όχι», όποια κι αν είναι η συμμετοχή, θα κλείσει ο δρόμος της αυτονομίας και θα προκηρυχθούν νέες εκλογές.

Αν κερδίσει το «Ναι» με συμμετοχή μικρότερη του 50% (που πιστεύω είναι το πιο πιθανό) όλα μπορούν να μείνουν ίδια με τώρα.

Συγκεκριμένα, καταλαβαίνω ότι η ανεξαρτησία της Καταλονίας θα είναι δυνατή μόνο με την επιδοκιμασία του ισπανικού κράτους ή χάρη σε μια ισχυρή διεθνή πίεση που θα υποχρεώσει την κυβέρνηση της Ισπανίας να διαπραγματευτεί. Σε αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να γίνει δια της βίας, αλλά η Καταλονία δεν έχει ούτε τη δύναμη για να την επιβάλλει (την στρατιωτική και αστυνομική δύναμη) ούτε και θέλει να την έχει.