Η Ελλάδα με το πρόβλημα ελλειμμάτων αλλά και χρηματοδότησής της όπως προέκυψε -σχεδόν εν αιθρία το 2009- για τον πολύ κόσμο, αντιμετωπίστηκε εξ αρχής με συγκρουσιακή διάθεση τόσο από τους πολίτες όσο και από τους πολιτικούς, εντός και εκτός της Χώρας.

 

Στο διεθνές επίπεδο συγκρούστηκαν σφόδρα, κατά κύριο λόγο, οι “Κεϋνσιανοί” με τους “Μονεταριστές” σε ότι αφορά την οικονομία ακολουθούμενοι από τους πολιτικούς με την μάχη να εξελίσσεται ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και τους Νεοφιλελεύθερους κατά κύριο λόγο. Κατά περίεργο τρόπο που δεν είναι της παρούσης, οι Μαρξιστές πολιτικοί και οικονομολόγοι ελάχιστη επιρροή είχαν στη δημόσια συζήτηση που ανέκυψε, την πρώτη τουλάχιστον εκείνη περίοδο. Αξίζει όμως να συνοψίσουμε τα βασικά αντεπιχειρήματα των δύο κυρίαρχων μερών στο πρώτο αυτό άρθρο για την ελληνική έκδοση της Pressenza.

Οι μεν Κεϋνσιανοί οικονομολόγοι και Σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί τόνιζαν ότι το “ελληνικό ζήτημα” αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου μιας ευρύτερης κρίσης που υποβόσκει στην Ευρωπαϊκή Ενωση (και παγκοσμίως, καθώς επιχειρείται η μετακύληση ενός διεθνούς προβλήματος του χρηματοπιστωτικού συστήματος προς τράπεζες και στη συνέχεια χώρες-πολίτες) και αργά ή γρήγορα θα συμπαρασύρει και άλλα κράτη και κοινωνίες και κατά κύριο λόγο το Νότο ενώ επιθυμούσαν μετ’ επιτάσεως μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, κυρίως όσον αφορά τη δημόσια διοίκηση, το ασφαλιστικό και φορολογικό σύστημα της Χώρας.

Από την άλλη μεριά, οι  Μονεταριστές οικονομολόγοι και Νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί αρνήθηκαν εμφατικά να συζητήσουν την πιθανότητα ευρύτερης συστημικής κρίσης εντός της ευρωζώνης (αλλά και παγκόσμια) και επικεντρώθηκαν στην εσωτερική διάσταση των προβλημάτων. Για αυτούς ο ελληνικός λαός δημιούργησε το πρόβλημα με κορωνίδα την περίφημη φράση “Τα φάγαμε όλοι μαζί”[1] και ζητούσαν από το πολιτικό σύστημα την άμεση μείωση μισθών και συντάξεων, εκτενείς απολύσεις υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα και ιδιωτικοποίηση σχεδόν των πάντων. (Να σημειώσουμε εδώ ότι κανείς δεν μίλησε σοβαρά για αναδιανομή των προτεραιοτήτων στα έξοδα του κράτους, πχ για το γεγονός ότι μια μικρή χώρα σε κρίση, μέλος μιας ισχυρής ένωσης ξόδευε μέχρι πρότινος και συνεχίζει να ξοδεύει υπέρογκα ποσά σε στρατιωτικό εξοπλισμό και άμυνα).

 

Στο επίπεδο των λαών, οι Ελληνες πολίτες βιώσαμε τόσο την συγκινητική υποστήριξη από πολιτικές δυνάμεις και αλληλέγγυα κινήματα της παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών όσο και την προτεσταντικά τιμωρητική διάθεση από διάφορες πληθυσμιακές ομάδες, κυρίως υψηλά αμειβόμενων στελεχών, τεχνοκρατών και διαμορφωτών κοινής γνώμης.

 

Στο συγκρουσιακό πλαίσιο εκείνης της περιόδου αναπτύχθηκε το κίνημα που απαξιωτικά ονομάστηκε «κίνημα των αγανακτισμένων» και καταποντίστηκε από τη βία της αστυνομίας και τη δράση εξτρεμιστικών στοιχείων (Ιούλιος 2011). Ο εκλεγμένος πρωθυπουργός του 48%, κ. Γιώργος Παπανδρέου αναγγέλλει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη Βουλή[2] (21-10-2011) για να επιλέξει ο ελληνικός λαός την πορεία του, ενόψει της σύναψης και 2ου μνημονίου. Σε συνέχεια μιας θυελλώδους συνεδρίασης στις Κάννες[3] (04-11-2011) ανατρέπεται την ίδια εκείνη νύχτα από τους ευρωπαίους ηγέτες και την εσωκομματική του αντιπολίτευση, ενώ η κυβέρνηση του κατακρημνίζεται. Τη διακυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει ένας διορισμένος τραπεζίτης ενώ φθάνει η τιτάνια οικονομική βοήθεια τόσο από τους Ευρωπαίους εταίρους όσο και από το ΔΝΤ με τη μορφή δανειακών συμβάσεων που στη συλλογική μνήμη καταγράφηκαν σαν μνημόνια κατάπτυστων και επονείδιστων μέτρων.

 

Μερικά ακόμη δεδομένα εκείνης της περιόδου που έχουν μεγάλη σημασία και παραμένουν αναμφισβήτητα:

1) Η σύγκρουση αυτή, τόσο στο υψηλό επίπεδο πολιτικής και οικονομίας όσο και στο χαμηλό επίπεδο ψυχολογίας της μάζας, οδήγησε στη δημιουργία δύο ισχυρών blogs μέσα στην ελληνική κοινωνία με ψευδές δίλημμα, το μνημόνιο ή αντιμνημόνιο.

2) Τα δύο αυτά blog ενισχύθηκαν ταυτόχρονα και με εντελώς παράδοξο τρόπο από κομμάτια όλων των κομματικών χώρων, ιδεολογικών αποχρώσεων και κοινωνικών τάξεων. Τα μεγάλα κόμματα άλλαζαν προτίμηση από το “όχι μνημόνιο” στο “ναι μνημόνιο” με τη συχνότητα που αλλάζουμε τα πουκαμισά μας (βλ. ΝΔ), αποφεύγοντας να θίξουν τους έχοντες και κατέχοντες (βλ. ΠΑΣΟΚ) αλλά και επικεντρώνοντας σε δευτερεύουσες μεταρρυθμίσεις (βλ. ΔΗΜΑΡ). Μόνος νικητής τελικά από αυτό το μπλέξιμο αναδείχτηκε το νεοναζιστικό, νεοφασιστικό κόμμα της ΧΑ που άρχισε να αυξάνει επικίνδυνα τα ποσοστά του.

3) Παρόλη τη σφοδρότητα της σύγκρουσης μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών, οι Ελληνες στην συντριπτική τους πλειοψηφία, τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, παρέμεναν βαθιά ευρωπαϊστές και στις διπλές εθνικές εκλογές του 2012 ψήφισαν υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας ενισχύοντας μάλιστα παλιά κόμματα και προσωπικότητες της μεταπολίτευσης.

4) Αποδείχτηκε περίτρανα ότι το “ελληνικό ζήτημα” ήταν όντως η κορφή του παγόβουνου και ότι η κρίση τελικά ήταν συστημική εντός της ευρωζώνης αφού και άλλες χώρες υποχρεώθηκαν να υπαχθούν σε μνημόνια ενώ ο Νότος στο σύνολό του αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα έναντι του Βορρά. Στην εγχώρια δημόσια σφαίρα συζήτησης οι μνημονιακοί είχαν χάσει ανεπιστρεπτί το όποιο πλεονέκτημα αλλά και οι αντιμνημονιακοί δεν είχαν κερδίσει κάτι συγκεκριμένο.

 

Είναι απαραίτητο, κλείνοντας αυτό το πρώτο μέρος, να θυμηθούμε πως η σύγκρουση αυτή ξέφυγε από τη συνήθη πολιτική αντιπαράθεση και υποδαυλίστηκε με απαράδεκτους χαρακτηρισμούς και απόδοση ανοίκειων ιδιοτήτων ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές ενώ εμπόδισε σε επίπεδο κοινωνίας να προσεγγιστούν με ψυχραιμία και ορθολογισμό ακόμα και απλές αλλά αναγκαίες πολιτικές και μεταρρυθμίσεις.

 

[1] Θεόδωρος Πάγκαλος, τότε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης στη συζήτηση της διαρκούς επιτροπής για τη Δημόσια Διοίκηση, Δημόσια Τάξη και Δικαιοσύνη της Βουλής στις 21/09/2010 (https://www.youtube.com/watch?v=OH-drMQchAU ).

[2] https://www.youtube.com/watch?v=3YYQbtOsmvI

[3] http://www.ft.com/cms/s/0/f6f4d6b4-ca2e-11e3-ac05-00144feabdc0.html#axzz3jL2Ktnh6