Η Ευρώπη είναι πρωτίστως ένα γεωοπολιτικό δημιούργημα και όχι μια οικονομική ένωση, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε. Δημιουργήθηκε με σκοπό την αποτροπή της επέκτασης της Σοβιετικής Ένωσης στην Ευρώπη και ταυτόχρονα η αποτροπή της Γερμανίας από το να γίνει ξανά μια ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη. Από τότε έγιναν πολλές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με σημαντικότερες την ενιαία ευρωπαϊκή πράξη και την συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία με το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο του 2012, δημιούργησε νέο πλαίσιο.

 

Τι σημαίνει γεωπολιτικό δημιούργημα;
Αυτό το χαρακτηριστικό δίνει δύο κατευθύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση που διαμορφώνουν αντιφάσεις και αδυναμίες. Η πρώτη είναι η σταδιακή αλλά διαρκής επέκτασή της. Κατά διαστήματα εισέρχονται μέσα στην ΕΕ νέα κράτη-μέλη. Είχαμε τη μεγάλη διεύρυνση το 2004 και αυτή την περίοδο ζούμε πάλι διαδικασίες διεύρυνσης: αναφέρομαι στις συζητήσεις με την Ουκρανία, στον σταθερό διάλογο για την ένταξη της Τουρκίας και για τις ζυμώσεις με τα δυτικά Βαλκάνια. Αυτή η κατεύθυνση έρχεται σε αντίθεση με την σύγκλιση ή την εμβάθυνση της συνύπαρξης. Η ΕΕ θα πρέπει να στοχεύει να είναι ένα πολιτικό μόρφωμα με μερικά σημαντικά ενιαία χαρακτηριστικά. Τα νέα μέλη προσφέρουν περισσότερη ποικιλομορφία αλλά και ασσυμετρίες και πιθανότατα μεγαλύτερες ανισότητες. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα της σύγκλισης για να μπορέσει αυτό το μόρφωμα να λειτουργήσει και να μετατραπεί σε μια πολιτική οντότητα: να μειωθούν οι ανισότητες και να υπάρξει μια μεγαλύτερη ομογενοποίηση.

Αυτή την αδυναμία η ΕΕ προσπάθησε και προσπαθεί να την ξεπεράσει με το λεγόμενο ευρωπαϊκό κεκτημένο: ένα θεσμικό πλαίσιο με κανόνες, αποφάσεις, οδηγίες που έχουν υιοθετηθεί από τα αρχικά 7 κράτη-μέλη, στη συνέχεια τα 10, τα 25, τα 27 και τώρα ίσως και νέα που θα προκύψουν. Πρόκειται για ένα τεράστιο σώμα κανόνων, που αφορούν πολλούς τομείς της ζωής μας, πέραν από το κράτος δικαίου. Αφορούν την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, την οργάνωση των εκπροσωπήσεων και των διαβουλεύσεων, τους κανόνες της αγοράς και της αγοράς εργασίας. Όλο αυτό το σώμα μεταβάλλεται διαρκώς – και πρέπει να μεταβάλλεται – αλλά αυτό γίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς και πολλές καθυστερήσεις. Ταυτόχρονα βιώνουμε μια επιτάχυνση των ρυθμίσεων στον τομέα της αγοράς και των δασμών αλλά αντίστοιχη επιτάχυνση δεν σημειώθηκε στον πολιτικό και τον κοινωνικό τομέα, στον θεσμικό τομέα. Αυτό δημιούργησε άλλη μία αντίφαση. Η διακυβέρνηση της ΕΕ είναι πολύπλοκη, υπάρχουν πολλοί εμπλεκόμενοι φορείς σε αυτήν, η Επιτροπή, το Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που αφορά ζητήματα οικονομικής ένωσης και είναι ανεξάρτητος φορέας, διάφορες επιτροπές διαβούλευσης όπως η ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική επιτροπή, η διαδικασία της πράσινης και κίτρινης κάρτας με τα εθνικά κοινοβούλια και η διαδικασία της επιτροπής των περιφερειών. Εδώ σημειώνουμε άλλη μια αντίφαση: ενώ στην ΕΕ η διαβούλευση αφορά κράτη-μέλη που έχουν κυριαρχία στην επικράτειά τους, παραχωρούν ένα μέρος της κυριαρχίας τους στην ΕΕ και η ΕΕ ασκεί επικυριαρχία, μέσω της εξουσιοδότησης των κρατών. Γι΄αυτό και οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται πάντοτε στο Συμβούλιο που είναι εκπρόσωποι των κρατών και όχι στα άλλα όργανα. Στην Επιτροπή έχουν παραχωρηθεί από το Συμβούλιο περιορισμένες αρμοδιότητες για συγκεκριμένα θέματα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που είναι ο κατεξοχήν δημοκρατικός θεσμός έχει αρμοδιότητες που ενισχύθηκαν κάπως τα τελευταία χρόνια, αλλά είναι γενικά πολύ περιορισμένες τόσο στο επίπεδο της επιρροής στις αποφάσεις όσο και στο επίπεδο της νομιμοποίησης των αποφάσεων. Ο τρόπος με τον οποίο εκλέγονται τα μέλη του Κοινοβουλίου και λαμβάνονται αποφάσεις, έρχεται σε αντίφαση με τον τρόπο που εκλέγονται τα μέλη των εθνικών Κοινοβουλίων και λαμβάνονται αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο. Αυτό μας οδηγεί στο λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα.

 

Πώς προσπαθεί η ΕΕ να αντιμετωπίσει το δημοκρατικό έλλειμμα;

Υπάρχουν βήματα που γίνονται για να ξεπεραστεί το δημοκρατικό έλλειμμα, αλλά γίνονται πολύ αργά εξαιτίας των διαδικασιών διαβούλευσης κι αυτό κυρίως γιατί οι βασικές αποφάσεις παραμένουν στο Συμβούλιο. Στο Συμβούλιο υπάρχουν αποφάσεις που λαμβάνονται με ομοφωνία, με κάθε κράτος μέλος να έχει το δικαίωμα του βέτο και έτσι να μπλοκάρουν κάποιες αποφάσεις. Ομόφωνες ας πούμε πρέπει να είναι οι αποφάσεις για τα καίρια ζητήματα πολιτειότητας, φορολογικής πολιτικής, ασφάλισης, κοινωνικής προστασίας αλλά και ασφάλειας. Έτσι δεν πετυχαίνουμε πολιτική ολοκλήρωση. Υπάρχουν και αποφάσεις ήσσονος σημασίας που λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία. Από μόνο του αυτό δημιουργεί το πλαίσιο για πολύ αργές διαδικασίες διαβούλευσης και αλλαγών.

 

Άλλο ένα χαρακτηριστικό και αντίφαση που προέρχεται από τα παραπάνω είναι ότι έχουμε επιταχυνόμενες διαδικασίες ενοποίησης στην οικονομία, στην έντονα ανταγωνιστική αγορά, η οποία σε ένα πλαίσιο ισότητας θα μπορούσε να λειτουργήσει αλλά σε ένα πλαίσιο ανισότητας συντελεί στο να βαθαίνουν ακόμα περισσότερο οι ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών. Το πλαίσιο, δε, είναι ακόμα πιο σκληρό εκεί που έχουμε την οικονομική ένωση και οι ανισότητες μεταξύ αυτών των κρατών-μελών βαθαίνουν ακόμα περισσότερο. Ένα εργαλείο που διαθέτει η πολιτική για να αντιμετωπίσει αυτές τις περιπτώσεις είναι η δημοσιονομική πολιτική, οι προϋπολογισμοί των κρατών που μπορούν να λειτουργήσουν με αναδιανομή: όπου έχουμε έξαρση ανισότητας και δημιουργείται φτώχεια εξαιτίας των ανισοτήτων που προκαλούνται από την νομισματική και οικονομική πολιτική, παρεμβαίνει το κράτος με τον προϋπολογισμό του, με τα διάφορα προγράμματα της πολιτικής και τη φορολογική ή επιδοματική πολιτική για να ισορροπήσει ένα μέρος της ανισότητας.
Σκεφτείτε λοιπόν να έχουμε μια αφετηρία ανισότητας, σε αυτήν να προωθηθεί η φορολογική και νομισματική ένωση και να μην έχουμε ισχυρή αναδιανεμητική δημοσιονομική πολιτική εξαιτίας της αρχιτεκτονικής της νομισματικής ένωσης, όπως θεσμοθετήθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και τις ποινές για τα κράτη-μέλη όταν ξεπερνάνε ελλείμματα ή χρέη.

Αυτό το πλαίσιο έχει δημιουργήσει πολύ ισχυρές αντιφάσεις. Είναι ένα αντιδημοκρατικό πλαίσιο. Με βάση τις πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί στο ευρωπαϊκό κεκτημένο η ΕΕ προσπαθεί να ξεπεράσει αυτά τα ζητήματα κυρίως με περιφερειακές πολιτικές. Αυτό είναι άλλη μία αντίφαση: έχεις κράτη-μέλη, διαβουλεύεσαι και κρίσιμες αποφάσεις τις παίρνουν τα κράτη-μέλη αλλά όταν θέλεις να λύσεις τα προαναφερθέντα προβλήματα, παρεμβαίνεις στο επίπεδο της περιφέρειας. Αυτό δημιουργεί επιπρόσθετες δυσκολίες.

Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, ακόμα και τώρα με το new generation eu, είναι πολύ περιορισμένος σε σχέση με τις απαιτήσεις που προκύπτουν και πρέπει να αντιμετωπιστούν, να επιτευχθεί σοβαρή αναδιανομή πόρων, που δεν ξεπερνά το 1 με 1,5% στην καλύτερη περίπτωση. Συστήματα που έχουν συνομόσπονδο ή ομόσπονδο χαρακτήρα, ο ομοσπονδιακός ή συνομοσπονδιακός προϋπολογισμός είναι πάνω από το 10%. Έγινε μια απόπειρα από τη Γαλλία να ενισχυθεί αυτό το σκέλος, τη διετία 2018-2019 και κατέληξε το 2020 χωρίς να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, να διπλασιαστεί ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός που χρηματοδοτεί τα διάφορα έργα της ΕΕ. Από αυτήν την άποψη οι αναδιανεμητικές δυνατότητες είναι πολύ περιορισμένες.

 

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν έρχεται η κοινωνική πολιτική, τα μέτρα κατά του κοινωνικού αποκλεισμού, η πολιτική για την κοινωνική και περιφερειακή συνοχή να στηριχθούν σε πολύ περιορισμένους πόρους και με κράτη-μέλη με ισχυρή δυνατότητα στη λήψη αποφάσεων ενώ τα ευρωπαϊκά όργανα ή οι θεσμοί διαβούλευσης έχουν διαβουλευτικό – συμβουλευτικό ρόλο. Εδώ έχουμε την ανοιχτή μέθοδο συντονισμού, την προσπάθεια εκμάθησης από τους άλλους και κάποιες προτεραιότητες που τίθενται σε αυτό το πλαίσιο της ανοιχτής μεθόδου συντονισμού, που είναι αμφίβολο αν μπορούν να επιτευχθούν. Τουλάχιστον από τότε που έχει θεσμοθετηθεί αυτή η διαδικασία (από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που έβαλε τους βασικούς όρους και την επίσημη έναρξη εφαρμογής το 2000 με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας) δίνεται προτεραιότητα στην ενεργοποίηση και αύξηση των ποσοστών απασχόλησης. Η ένταξη στην αγορά εργασίας είναι μια διαχρονική προτεραιότητα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων φτώχειας, ανισότητας και δημοκρατίας. Παρόλα αυτά οι πόροι που διατίθενται είναι περιορισμένοι – κυρίως από το ευρωπαϊκό κοινωνικό ταμείο ή το ταμείο κατά της ακραίας φτώχειας και κάποιοι πόροι από το ταμείο για την παγκοσμιοποίηση. Οι σοβαρές αρμοδιότητες εδώ ανήκουν στα κράτη-μέλη, όπως για παράδειγμα η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την συνδικαλιστική ή άλλου τύπου εκπροσώπηση των εργαζομένων, το καθεστώς εργασίας και το καθεστώς ασφάλισης.

Δεύτερη προτεραιότητα είναι η πρόσβαση στις αξιοπρεπείς υπηρεσίες, προτείνοντας δείκτες στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται οι υπηρεσίες των κρατών-μελών. Αυτοί όμως οι δείκτες – και άρα η προσβασιμότητα – εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική δυνατότητα χρηματοδότησης της ποιότητας των υπηρεσιών, που όπως ανέφερα προηγουμένως είναι πολύ περιορισμένη τόσο για τα κράτη, λόγω του δημοσιονομικού συμφώνου, όσο και των ευρωπαϊκών ταμείων, εξαιτίας των λίγων πόρων που δίνονται. Το αποτέλεσμα είναι να δίνεται έμφαση στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στις υπηρεσίες και τον τρόπο που μπορούν να λειτουργήσουν και λιγότερη έμφαση στην τεχνική και χρηματοοικονομική τους ενίσχυση. Τονίζεται περισσότερο το σκέλος των διακρίσεων ή των ταυτοτήτων, παρά το σκέλος της ενίσχυσης των υποδομών των υπηρεσιών προκειμένου να είναι περισσότερο προσβάσιμες και ποιοτικές.

Η τρίτη προτεραιότητα είναι μια όλο και περισσότερη ενίσχυση προς την κατεύθυνση των επιδομάτων ή του last safety net των ελάχιστων χρηματοδοτικών πόρων, με πολλές αιρεσιμότητες και οικονομικά κριτήρια, που δεν επιτρέπουν όμως από τους ανθρώπους να εξέλθουν από την κατάσταση της φτώχειας, παρά μόνο σε μικρό ποσοστό. Αυτό είναι μια μεγάλη αντίφαση. Όταν βάζεις στόχο να μειώσεις τον αριθμό των φτωχών κατά 15.000.000 μέχρι το 2030, οι σημερινές εκτιμήσεις μιλούν για 90.000.000 φτωχούς στην ΕΕ, αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με μέτρα ενεργοποίησης των ίδιων των φτωχών, να ενταχθούν – μέσα από την κατάρτιση ή τη δια βίου μάθηση – στην αγορά εργασίας, γιατί η οικονομία είναι αυτή που δημιουργεί τις μεγάλες ανισότητες. Το μόνο που καταφέρνεις είναι κάποιοι φτωχοί να πάψουν να είναι φτωχοί, αλλά ταυτόχρονα η οικονομία σπρώχνει άλλους ανθρώπους προς τη φτώχεια. Το τελικό αποτέλεσμα είναι είτε να μειώνεται ελάχιστα η φτώχεια, είτε να αλλάζουν τον ορισμό της φτώχειας και να επικεντρώνονται σε ειδικές ομάδες, στις οποίες τα αποτελέσματα προσωρινά μπορεί να φαίνονται εντυπωσιακά, αλλά αν τα εντάξουμε σε μια συνολικότερη εκτίμηση της κατάστασης της φτώχειας είναι ασήμαντα ή και μηδαμινά τα τελικά αποτελέσματα για την αντιμετώπισή της. Αυτό το βλέπουμε από το 1973 και μετά που εφαρμόζονται προγράμματα κατά της φτώχειας και ποια είναι τελικά τα αποτελέσματά τους.

Κάποιες προσπάθειες στην κατεύθυνση της εμβάθυνσης που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια με το πρόγραμμα SURE και τις απόπειρες να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό ταμείο ανεργίας είναι ακόμα στα σπάργανα. Δυστυχώς και με την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ουκρανία επιταχύνθηκε ένα σενάριο που είχαν θέσει στην έκθεσή τους οι πέντε πρόεδροι το 2015, όταν μιλούσαν για την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων. Θα υπάρχουν περισσότερες επιμέρους φτωχές ομάδες στο εσωτερικό της ΕΕ. Αυτό θα ενισχύσει και την αντιδημοκρατικότητα και δεν θα επιτρέψει να έχουμε ενίσχυση της σύγκλισης και της κοινωνικής συνοχής αφού φαίνεται πλέον στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα να γίνεται αποδεκτό ότι δεν μπορούμε να συγκλίνουμε όλοι αλλά κάποιες χώρες όπως η Γερμανία και η ομάδα BENELUX θα συγκλίνουν πολύ περισσότερο από κάποιες άλλες και στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα αλλά και στα επίπεδα της υψηλής πολιτικής, δηλαδή της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής άμυνας. Δυστυχώς, όπως έχει διαμορφωθεί έως τώρα η κατάσταση, αν δεν γίνουν σημαντικές αλλαγές, ούτε η φτώχεια και ο αποκλεισμός φαίνεται να αντιμετωπίζονται, ούτε η εμβάθυνση το αμέσως επόμενο διάστημα. Χρειάζονται σοβαρές μεταρρυθμίσεις, μια από τις οποίες ίσως είναι και η προσπάθεια αναδιανομής των πόρων του new generation με πιο ισχυρές προτεραιότητες προς τον κοινωνικό τομέα και όχι μόνο προς τον τομέα της ανταγωνιστικότητας.

 


Ο Κωνσταντίνος Δημουλάς είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Η συγκεκριμένη τοποθέτηση έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος “Συμμετοχική Δημοκρατία: σχεδιάζοντας την κοινωνική Ευρώπη που θέλουμε”, που υλοποιεί το Ελληνικό Δίκτυο για την καταπολέμηση της Φτώχειας. Εκτός του κ. Δημουλά, τοποθετήθηκαν οι Γιώργος Ντάσης, 31ος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), Γιώργος Βερνίκος, μέλος και πρόεδρος της Ελληνικής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), ιδρυτικό μέλος του ΣΕΤΕ, μέλος του ΔΣ της GREENPEACE επί σειρά ετών, ο Γιώργος Καραμπάτος, από την οργάνωση Δρόμοι της Ελιάς με έδρα την Καλαμάτα ενώ παρέμβαση έγινε από την Σβετλάνα Παραμόνοβα (διερμηνέα-μεταφράστρια). Την εισαγωγή στη συζήτηση έκανε ο Σπύρος Ψύχας, εκ μέρους του ΔΣ του Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας.