Γράφει ο Κιμ Τζόνγκο*.

 

Στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, οι πλατφόρμες εξωτερικής πολιτικής ήταν κάπως διαφορετικές λόγω της «διμερούς προσέγγισης» που έδωσε προτεραιότητα στα εθνικά συμφέροντα. Σε αυτές τις προεδρικές εκλογές, ωστόσο, η πολιτική του Προέδρου Τραμπ Πρώτα η Αμερική [America First] είναι πολύ διαφορετική από αυτήν του Μπάιντεν. Ο Πρόεδρος Τραμπ αναμένεται να απομακρυνθεί από τη θέση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, το οποίο παραδοσιακά έδωσε σημασία στις συμμαχίες, και θα συνεχίσει να διατηρεί μια νεο-κλασική τάση. Ο Μπάιντεν, από την άλλη πλευρά, επικεντρώνεται στην αποκατάσταση συμμαχιών και στην ανάκτηση του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ σε μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Ως αποτέλεσμα, οι δύο υποψήφιοι δείχνουν διαφορές σε σχεδόν όλους τους τομείς της διπλωματίας, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του κλίματος, του ρόλου των διεθνών οργανισμών όπως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και των πολιτικών έναντι της Κίνας και της Κορεατικής Χερσονήσου. Βασικά, υπάρχει μια διαφορά στην προοπτική για το αν οι ΗΠΑ πρέπει να ενισχύσουν ξανά το ρόλο τους ως παγκόσμιας ηγέτιδας δύναμης.

Ο Πρόεδρος Τραμπ θα ασκήσει περισσότερη πίεση στην Κίνα εάν επανεκλεγεί. Όταν επιβεβαιώθηκε το ότι προσβλήθηκε από τη λοίμωξη COVID-19, οι κινεζικές αρχές και τα μέσα κρατικής ενημέρωσης στην Κίνα διατήρησαν μια μάλλον κυνική στάση απέναντι στο γεγονός, πράγμα που ενίσχυσε τη σκληρή στάση του απέναντι στην Κίνα. Από την άλλη πλευρά, εάν εκλεγεί ο Μπάιντεν, ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αναμένεται να μειωθεί κάπως. Ο Μπάιντεν επικρίνει τις εμπορικές πρακτικές της Κίνας και ανησυχεί για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ηγεσία των ΗΠΑ, αλλά η σημαντική διαφορά είναι ότι δίνει έμφαση στη συνεργασία με υφιστάμενους διεθνείς κανόνες και συμμάχους ως αντίμετρο.

Σε σχέση με τους διεθνείς οργανισμούς, οι δύο υποψήφιοι παρουσιάζουν επίσης διαφορές. Ο Τραμπ δεν εμπιστεύεται τα όσα λέγονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη και υπόσχεται συνεχή υποστήριξη σε παραδοσιακές πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και ο άνθρακας. Ο Μπάιντεν τονίζει τη σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής και λέει ότι θα επιστρέψει στη Συμφωνία του Παρισιού, από την οποία αποχώρησε ο Τραμπ. Όσον αφορά τον ΠΟΕ, ο Τραμπ αντιτίθεται στον διορισμό μέλους του Εφετείου, λέγοντας ότι ο οργανισμός δεν λειτουργεί σωστά. Ο Μπάιντεν, από την άλλη πλευρά, επικεντρώνεται στη μεταρρύθμιση διεθνών οργανισμών και στην αξιολόγηση της συμβολής του ΠΟΕ στη δημιουργία πλαισίου με διεθνείς κανόνες.

Ο Τραμπ και ο Μπάιντεν έχουν επίσης διαφορετικές θέσεις για τη χερσόνησο της Κορέας. Όσον αφορά το πυρηνικό ζήτημα της Βόρειας Κορέας, ο Τραμπ συνεχίζει μια μέθοδο από την κορυφή προς τα κάτω για την επίλυση της έντασης μέσω μιας σχέσης μεταξύ ηγετών και προτείνει τη δυνατότητα επανάληψης του διαλόγου με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν. Ισχυρίζεται ότι θα υπήρχε ήδη πόλεμος στη χερσόνησο της Κορέας αν δεν ήταν εκείνος και λέει ότι θα επιτύχει την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας μέσω διαλόγου με τον Κιμ.

Από την άλλη πλευρά, ο Μπάιντεν επικρίνει την προσέγγιση από πάνω προς τα κάτω του Τραμπ, ισχυρίζεται ότι δεν έχει επιτύχει την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας, αλλά έχει μόνο αυξήσει τη διπλωματική απομόνωση της Βόρειας Κορέας. Προτιμά μια μέθοδο από κάτω προς τα πάνω στην οποία πραγματοποιούνται συναντήσεις κορυφής μόνο όταν οι συζητήσεις σε επίπεδο εργασίας δείχνουν αποτελέσματα. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τραμπ θα υποχωρήσει στη Βόρεια Κορέα, ούτε σημαίνει ότι ο Μπάιντεν θα σταματήσει τον διάλογο με τη Βόρεια Κορέα.

Η Βόρεια Κορέα φαίνεται να υποστηρίζει τον Τραμπ, καθώς η μέθοδος top-down προτιμάται επίσης από τον Κιμ Γιονγκ Ουν. Εάν κοιτάξει κανείς τη συνομιλία που έγινε με τον Πρώτο Αντιπρόεδρο Κιμ Γέο Τζιόνγκ, στις 10 Ιουλίου, είναι σαφές ότι ελπίζει να διατηρήσει μια διαρκή σχέση με τον Πρόεδρο Τραμπ. Κατά συνέπεια, αναμένεται ότι ο διάλογος ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας θα συνεχιστεί σχετικά άμεσα εφόσον ξεκινήσει μια δεύτερη διακυβέρνηση Τραμπ. Φυσικά, δεδομένου ότι η Βόρεια Κορέα δεν θα εγκαταλείψει εύκολα τα πυρηνικά της όπλα, θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να επιτευχθούν συγκεκριμένα αποτελέσματα, αλλά η επανάληψη του διαλόγου θα διαδραματίσει θετικό ρόλο στην πρόληψη των στρατηγικών προκλήσεων της Βόρειας Κορέας και είναι πιθανό να μειωθούν οι νέες εντάσεις στην κορεατική χερσόνησο.

Εάν εκλεγεί ο Μπάιντεν, η Βόρεια Κορέα θα αισθανθεί την ανάγκη να αυξήσει το γόητρό της. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να επιχειρήσει να πιέσει τη διοίκηση του Μπάιντεν εκτοξεύοντας νέους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους ή βαλλιστικούς πυραύλους που εκτοξεύονται από υποβρύχια. Σε αυτήν τη διαδικασία, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να δημιουργηθεί ένταση στην Κορεατική Χερσόνησο. Ακόμα κι αν η Βόρεια Κορέα αποφύγει την πρόκληση και διαπραγματευτεί, θα χρειαστεί πολύς χρόνος, από τις συνομιλίες σε επίπεδο εργασίας, έως τις συναντήσεις κορυφής.

Υπάρχει επίσης ουσιαστική διαφορά στο πώς βλέπουν οι δύο υποψήφιοι τις σχέσεις Δημοκρατίας Κορέας-ΗΠΑ. Ο Τραμπ επιμένει ότι οι σύμμαχοι πρέπει να πληρώσουν ένα λογικό τίμημα για την παρουσία του στρατού των ΗΠΑ. Εάν επανεκλεγεί, αναμένεται ότι θα ασκηθεί έντονη πίεση στη χρηματοδότηση της «Ειδικής Συμφωνίας Συνεισφοράς Εξόδων Άμυνας Κορέας-ΗΠΑ (SMA)». Θα ασκηθεί επίσης σημαντική πίεση στη συμμετοχή των ΗΠΑ στην κινεζική πολιτική του Quad ή στον αποκλεισμό κινεζικών εταιρειών από το παγκόσμιο δίκτυο εφοδιασμού. Το ζήτημα των δασμών για τα κορεατικά προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ αναμένεται επίσης να τεθεί ξανά. Ο Μπάιντεν, επίσης, θα αντιμετωπίσει πιθανώς σημαντική ένταση με τη Νότια Κορέα προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά η ένταση της πίεσης αναμένεται να μειωθεί σε σύγκριση με τη διοίκηση του Τραμπ, καθώς έχει επικριθεί η υπερβολική πίεση του Τραμπ στους συμμάχους των ΗΠΑ.

Οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ είναι ένα σημαντικό ζήτημα που θα έχει μεγάλο αντίκτυπο, όχι μόνο στις σχέσεις ΗΠΑ-Κορέας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των χωρών της κορεάτικης χερσονήσου, τις σχέσεις Ν. Κορέας-Κίνας και Ν. Κορέας-Ιαπωνίας. Η διοίκηση Μουν Τζάε Ιν εξέφρασε πολύ γρήγορα την αντίθεσή της στην στρατηγική των ΗΠΑ στην ασιατική περιφέρεια. Εκφράζοντας όμως θετική θέση για την περιφερειακή στρατηγική της Κίνας Μία ζώνη ένας δρόμος [One Belt and One Road], στη δημιουργία χερσαίου και θαλάσσιου νέου δρόμου του μεταξιού, αρνήθηκε με ιδιαίτερη ευκολία την περιφερειακή στρατηγική των ΗΠΑ, ενός μακροχρόνιου συμμάχου. Ανεξάρτητα από το ποιος εκλέγεται Πρόεδρος των ΗΠΑ, η κυβέρνηση της Κορέας πρέπει να επεκτείνει τα θεμέλια για βιώσιμη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

*Ο καθηγητής Κιμ Τζόνγκο είναι επί του παρόντος καθηγητής στο Τμήμα Νομικής, Αστυνομίας και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Hoseo στην Κορέα. Έλαβε πτυχίο, μεταπτυχιακό και διδακτορικό από τις νομικές σχολές SungKyunKwan στην Κορέα και μεταπτυχιακό και διδακτορικό από τρεις νομικές σχολές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μελετά πώς οι επιχειρήσεις και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων και μελετά επίσης τον αντίκτυπο των διεθνών συναλλαγών στην περιφερειακή ασφάλεια και την οικονομία. Συμβουλεύει την κορεατική κυβέρνηση και τις τοπικές κυβερνήσεις και συμμετέχει σε διάφορες επιτροπές που σχετίζονται με την κυβέρνηση. Είναι επίσης πρόεδρος διαφόρων ακαδημαϊκών οργανισμών και είναι εκδότης αρκετών περιοδικών.

 


Μετάφραση από τα αγγλικά: Pressenza Athens.