Μια από τις πιο διαδεδομένες αντιρρήσεις για την επίλυση του Μακεδονικού είναι ότι οι γείτονες «μας κλέβουν» την Ιστορία. Και ότι το κάνουν με κάθε δυνατό τρόπο. Αυτές οι αντιρρήσεις, μετά τις διευκρινίσεις στη Συμφωνία των Πρεσπών, έχουν εξειδικευτεί και αναφέρονται τώρα στον τρόπο που ονομάζεται η γλώσσα τους και ο προσδιορισμός του νομικού όρου ιθαγένεια (nationality, citizenship).

Αν και οι διευκρινίσεις έχουν δοθεί από έγκυρους νομικούς, όπως ο καθηγητής Μιχάλης Σταθόπουλος αλλά και άλλοι, είναι πειστικές, εντούτοις η εμμονή στη δύσπιστη αντιμετώπιση στην Ελλάδα παραμένει. Η εμμονή οφείλεται βέβαια σε λόγους πολιτικής κακοπιστίας, αλλά όχι μόνο σε αυτούς. Οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αναφερόμαστε στις ίδιες λέξεις μέσα από δυο διαφορετικά συστήματα σημασιών. Σε κάθε ένα από αυτά, οι ίδιοι όροι αποκτούν διαφορετική σημασία. Αλλο πράγμα εννοούν οι Ελληνες όταν λένε Μακεδόνας, άλλο οι γείτονές μας. Έχουμε σκεφθεί όμως ότι αυτά τα δυο συστήματα σημασιών δημιουργήθηκαν σε συγκεκριμένο χρόνο; Και ακόμη περισσότερο, έχουμε σκεφθεί ότι δεν δημιουργήθηκε μόνο το σύστημα σημασιών των γειτόνων, αλλά και το δικό μας;

Ας δούμε πρώτα το δικό τους: το πολιτιστικό πρόγραμμα «Σκόπια 2014», της περιόδου Γκρούεφσκι. Η σύνδεση της αρχαίας μακεδονικότητας με τη σλαβική Μακεδονία και το μετα-κομμουνιστικό status quo ήταν στον πυρήνα του αφηγήματος του συγκεκριμένου προγράμματος. Η κριτική που δέχτηκε ήταν ότι επιχειρεί να σφυρηλατήσει και να διαχύσει την εθνική συνέχεια της γείτονος, σε επίπεδο συμβόλων και αφηγήματος, μέσα από μια στοχευμένη μνημειακή πολιτική, που μάλιστα ήταν σε μεγάλο βαθμό ανοίκεια με την καθημερινή πολιτισμική πρακτική των πολιτών της. Πράγματι, τα Σκόπια εκείνη την περίοδο έμοιαζαν με Ντίσνεϊλαντ του εθνικισμού. Άξιζε τον κόπο να πάει κανείς ώς εκεί για να δει πώς συντίθεται ένα εθνικό αφήγημα. Να δει ζωντανά να συμβαίνουν μπροστά του όσα στα περισσότερα εθνικά κράτη συνέβησαν τον 19ο αιώνα ή στις αρχές του 20ού αιώνα.

Παρακολουθώντας κανείς τι συνέβαινε στη γειτονική πρωτεύουσα, μπορούσε να φανταστεί την Αθήνα των πρώτων χρόνων μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και το πώς απέκτησε τον νεοκλασικό της χαρακτήρα μέσα από την αντανάκλαση της γηγενούς πολιτισμικής ταυτότητας στον εξόχως παραμορφωτικό καθρέφτη της δυτικής πρόσληψης της αρχαιότητας και της ελληνικότητας. Μπορούμε να φανταστούμε το πώς συνέβαλαν ο Σταμάτης Κλεάνθης, ο Εντουαρντ Σάουμπερτ, ο Θεόφιλος Χάνσεν, ο Ερνέστος Τσίλερ, ο Φρ.-Λ. Μπουλανζέ αλλά και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Θεόδωρος Μόμσεν στη δημιουργία της νέας ελληνικής ταυτότητας.

Οι εθνικές ιδεολογίες προϋποθέτουν συστήματα εξουσίας, τα οποία, για να επιβληθούν και να επιβιώσουν, δημιουργούν καθεστώτα αλήθειας. Δημιουργούν δηλαδή όσους μηχανισμούς, θεσμούς και τεχνικές χρειάζονται, ώστε οι βασικές παραδοχές και πίστεις στις οποίες στηρίζονται να προβάλλουν και να αναπαράγονται ως αυτονόητες και αδιαμφισβήτητες αλήθειες. Γιατί είναι αδιανόητο για τους Ελληνες να αποδεχτούν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είχε εθνική ταυτότητα; Γιατί εμμένουν να μην παραδέχονται ότι η ελληνικότητά του, όπως και του Βυζαντίου και μιας σειράς άλλων επεισοδίων των αρχαίων και μεσαιωνικών χρόνων, είναι εκ των υστέρων προβολές του εθνικού αφηγήματος σε ένα παρελθόν που το εθνικό ως νοητική κατηγορία δεν υπήρχε;

Η εμμονή δεν οφείλεται στο ότι δεν έχουν διαβάσει Ιστορία. Κάθε άλλο. Οφείλεται στο ότι έχουν εμπεδώσει την Ιστορία που διδάσκουμε στα σχολειά μας. Οφείλεται στο ότι έχουν γαλουχηθεί σε ένα περιβάλλον ιστορικής κουλτούρας που τρέφεται και αναπαράγεται από μια ανιστορική και άκριτη προσέγγιση του παρελθόντος και της τρισχιλιετούς συνέχειας του Ελληνισμού. Μόνο που όλα αυτά πολύ λίγη σχέση έχουν με την ιστορική αλήθεια. Είναι τόσο κατασκευασμένα όσο κατασκευασμένο είναι οποιαδήποτε άλλο εθνικό αφήγημα για το παρελθόν.

Στον δημόσιο λόγο το Μακεδονικό σκαλώνει, επειδή το αντιμετωπίζουμε εγκλωβισμένοι μέσα σε διαφορετικά καθεστώτα αλήθειας και διαφορετικά πλαίσια σημασιών. Το Μακεδονικό όμως δεν αφορά το παρελθόν – αφορά κυρίως το μέλλον. Αφορά να μπορεί κανείς να δει τον άλλο μέσα από το σύστημα σημασιών που ο ίδιος έχει εγκαθιδρύσει για τον εαυτό του και να μπορέσει να τον αναγνωρίσει και να σχετιστεί μαζί του.

Ο Χέγκελ λέει ότι η αρχή της ανθρώπινης ιστορίας είναι η αλληλο-αναγνώριση. Αυτή η αρχή, μας λέει ο μεγάλος φιλόσοφος, αποκτά υπόσταση με τη Γαλλική Επανάσταση που αναγνωρίζει δικαιώματα σε όλους, αποκλειστικά στη βάση της ανθρώπινης φύσης τους. Και η αρχή των εθνοτήτων αυτό σημαίνει. Με αναγνωρίζεις γι’ αυτό που είμαι και σε αναγνωρίζω γι’ αυτό που είσαι, χωρίς να σου επιβάλω το πώς θα είσαι και αν είναι σωστό ή λάθος να λες ότι είσαι αυτό που είσαι. Το δικαίωμα της αλληλο-αναγνώρισης είναι η βάση των σύγχρονων διεθνών σχέσεων και της ειρήνης. Δυστυχώς, όσοι αντιτίθενται στη συμφωνία με τους γείτονες πάνε πίσω από αυτές τις βασικές αρχές του σύγχρονου πολιτισμού. Πρόκειται για πολιτισμική παλινδρόμηση.

—————-
Η Αιμιλία Σαλβάνου είναι ιστορικός. Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών, στις 24/1/2019.

—————-
Άρθρα με ανάλογο περιεχόμενο:
Κοινή δήλωση Πρωθυπουργών Ελλάδας – ΠΓΔΜ μετά από 7 χρόνια
Πρέσπες: υπογραφή συμφωνίας για το νέο όνομα «Βόρεια Μακεδονία»
Βουλή – Ψήφος εμπιστοσύνης: Πήρε τους 151 η κυβέρνηση – Ποιοι ψήφισαν υπέρ

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ