Γράφει ο Στάθης Πουλαράκης, στο immigration.gr

 

Πριν λίγες μέρες δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης ο Ν. 4540/2018 για την τροποποίηση της νομοθεσίας περί αλλοδαπών και τη χορήγηση ασύλου. Μεταξύ άλλων ο νόμος προβλέπει ότι εφεξής η πιστοποίηση βασανιστηρίων[1] και θυμάτων βίας γίνεται μόνο από δημόσια νοσοκομεία ή ιατρούς δημοσίων φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας.

Ως γνωστόν, μετά την αναστολή της λειτουργίας του Ιατρικού Κέντρου Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων (ΙΚΑΘΒ) το 2008, το κενό στη χώρα μας, ως προς την διάγνωση και πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων, καλυπτόταν κυρίως μέσω προγραμμάτων της κοινωνίας των πολιτών [2].

Φαίνεται, λοιπόν ότι το κράτος αποφάσισε να αναλάβει αποκλειστικά και την πιστοποίηση βασανιστηρίων – προφανώς υλοποιώντας προγράμματα και αξιοποιώντας χρηματοδοτήσεις που λάμβαναν μέχρι σήμερα μη κυβερνητικές οργανώσεις [3].

Αυτό φυσικά είναι θετικό. Οι ανάγκες πιστοποίησης και αποκατάστασης θυμάτων βασανιστηρίων και βίας είναι μεγάλες και η ενεργοποίηση του κράτους στον τομέα αυτό, μπορεί να έχει μόνο θετικά αποτελέσματα.

Δύο είναι, όμως, είναι τα προβλήματα που ανακύπτουν.

Πρώτον, επί του παρόντος το κράτος είναι αμφίβολο αν μπορεί πράγματι να αναλάβει μόνο του την πιστοποίηση βασανιστηρίων. Όλοι γνωρίζουμε τα κενά στο εθνικό σύστημα υγείας, τις ελλείψεις στη διερμηνεία και το γεγονός ότι το προσωπικό στο δημόσιο τομέα δεν είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο για τη διενέργεια τέτοιων εξειδικευμένων εξετάσεων και διαδικασιών. Πρώτα, λοιπόν, εξασφαλίζεις τις κατάλληλες συνθήκες, εκπαιδεύεις το προσωπικό, «στήνεις» τις διαδικασίες και τα πρωτόκολλα και μετά αναλαμβάνεις αποκλειστικά την πιστοποίηση βασανιστηρίων.

Δεύτερον, ο νόμος προσεγγίζει την πιστοποίηση των βασανιστηρίων κατά βάση «ιατρικά» (μέσω ιατρικής γνωμάτευσης από δημόσιο νοσοκομείο ή φορέα) και όχι διεπιστημονικά, όπως απαιτούν τα σχετικά διεθνή πρότυπα. Ως γνωστόν, το  λεγόμενο «πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης»[4] προβλέπει την εξέταση του πιθανού θύματος (ορθότερα επιζώντος) βασανιστηρίων από διεπιστημονική ομάδα αποτελούμενη ιατρό, ψυχολόγο και νομικό και όχι μόνο από γιατρό[5].

Πέρα όμως από αυτό, η νέα αυτή διάταξη θα δημιουργήσει και πολλά προβλήματα στην πράξη. Υπάρχει ο κίνδυνος ιατρικές βεβαιώσεις, κοινωνικά ιστορικά, εκθέσεις ψυχολόγων από οργανώσεις [6] να μην γίνονται πλέον δεκτές στη διαδικασία ασύλου, καθώς ο νόμος απαιτεί πλέον την πιστοποίηση βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών πράξεων βίας μόνο από δημόσιο νοσοκομείο.

Οι ανάγκες εντοπισμού και υποστήριξης των μεταναστών και προσφύγων που έχουν βιώσει βία, κακομεταχείριση και βασανιστήρια είναι τέτοιες που απαιτούν τη συνέργεια όλων. Το κράτος οφείλει και πρέπει να έχει έναν ενεργό ρόλο. Δεν χρειάζεται, όμως να ανταγωνίζεται την κοινωνία των πολιτών. Αντίθετα, κράτος και οργανώσεις,  δουλεύοντας μαζί μπορούν να πετύχουν πολλά περισσότερα.

 

———————–

[1] Αναφορικά τον ορισμό των βασανιστηρίων βλ. ν. 1782/1988 «Κύρωση της Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας» και ν. 4228/2014 «Κύρωση του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών», ν. 1949/1991 «κύρωση της Σύμβασης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας(ΦΕΚ 83, τ. Α΄)» και τροποποιήθηκε με τα υπ’ αριθμ. 1 και 2 Πρωτόκολλα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας, που εγκρίθηκαν με την Υ.Α. Εξωτερικών και Δικαιοσύνης της 15/28.4.1994 (ΦΕΚ 66, τ. Α΄)].

[2] Βλ. το Πρόγραμμα «Προμηθέας» του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες και του Κέντρου Ημέρας ΒΑΒΕΛ: https://www.projectprometheus.gr/el/ και το Πρόγραμμα  Πιστοποίησης Θυμάτων Βασανιστηρίων της ΜΕΤΑδρασης: https://bit.ly/2td6Wk4

[3] Πρόκειται για συνειδητή επιλογή του Έλληνα νομοθέτη και όχι για συμμόρφωση προς την αντίστοιχη Οδηγία 2013/33/ΕΕ η οποία στο άρ. 25 αυτής δεν προβλέπει πως θα γίνεται ο εντοπισμός και η πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων και βίας, καταλείποντας το ζήτημα στη σχετική ευχέρεια του εσωτερικού νομοθέτη.

[4] Το Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης (ΠΚ) (Istanbul Protocol -IP), ένα εγχειρίδιο για την αποτελεσματική διερεύνηση καταγγελιών βασανιστηρίων και τεκμηρίωση τους καθώς και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας,  αποτελεί ένα πρότυπο (standard) των Ηνωμένων Εθνών για την εκπαίδευση στην αξιολόγηση των προσώπων που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί βασανιστήρια και κακομεταχείριση, για τη διερεύνηση περιπτώσεων καταγγελλόμενων βασανιστηρίων, και για τη διαβίβαση αυτών των ευρημάτων στο δικαστικό σώμα ή οποιουδήποτε άλλο οργανισμό διερευνήσεων καταγγελιών.

[5] Και ορθώς γιατί μπορεί ένα πρόσωπο να έχει υποστεί τέτοια μεταχείριση που ναι μεν να μπορεί να χαρακτηριστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική πλην, όμως να μην εμπίπτει στον νομικό ορισμό των βασανιστηρίων π.χ στην περίπτωση που οι δράστες ήσαν μη κρατικοί φορείς και όχι κρατικοί υπάλληλοι. Είναι προφανές ότι η υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε νομικό κανόνα (εν προκειμένω στη σύμβαση των ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων – ν. 1782/1988) απαιτεί νομικές γνώσεις, τις οποίες κατά τεκμήριο στερείται ένας ιατρός.

[6] Βλ. άρ. 3 ν. 3418/2005 («Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας»), όπως αυτό ισχύει, σύμφωνα με το οποίο «1. Τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις, καθώς και οι ιατρικές συνταγές που εκδίδονται κατά τους νόμιμους τύπους, έχουν το ίδιο κύρος και την ίδια νομική ισχύ ως προς τις νόμιμες χρήσεις και ενώπιον όλων των αρχών και υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το αν εκδίδονται από ιατρούς που υπηρετούν σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτες ιατρούς. Σε κάθε περίπτωση, τα εκδιδόμενα πιστοποιητικά και οι εκδιδόμενες γνωματεύσεις αφορούν αποκλειστικά στο γνωστικό αντικείμενο της ειδικότητας κάθε ιατρού.»