“Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι κάτι το ομοιογενές. Μια ματιά στα ποσοστά μετεγκατάστασης που δεν έχουν απορροφήσει τουλάχιστον 14 από τις 32 χώρες, 5 εκ των οποίων δεν έχουν μετεγκαταστήσει ούτε έναν άνθρωπο σχεδόν, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Επομένως είναι σημαντικό να δουλεύουμε όλες οι χώρες προς την προοπτική μιας πραγματικά ενωμένης Ευρώπης και να μην ζούμε σε ροζ συννεφάκι ότι αυτό σήμερα είναι μια πραγματικότητα, στην οποία μάλιστα μπορούμε να στηρίξουμε πολιτικές που αφορούν τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων που αιτούνται διεθνούς προστασίας διαφεύγοντας του πολέμου.”

Τα παραπάνω θα απαντούσα σήμερα αν είχα μπροστά μου τον πρώην Γερμανό Πρέσβη στην Ελλάδα, Πέτερ Σόοφ. Ήταν ο άνθρωπος που στο γεμάτο ακροατήριο στην παρουσίαση της ειδικής έκθεσης του Συνηγόρου του Πολίτη για την αποτύπωση της κατάστασης του προσφυγικού, ζήτησε από όλους και ειδικά από την κοινωνία των πολιτών να δώσουμε χρόνο στη κοινή συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας να δείξει τι μπορεί να καταφέρει και να μην την κατακεραυνώνουμε, παίζοντάς το «θιασώτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

 

Για την υποδοχή στα νησιά

Την αδυναμία υποστήριξης της κοινής δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας την είδαμε. Είδαμε επίσης και την κάκιστη εφαρμογή της από ελληνικής πλευράς. Τα αποτελέσματα ήταν «λαμπρά». Είχαμε θανάτους και ανθρώπους να τρέμουν από το κρύο τον περασμένο χιονισμένο χειμώνα. Είδαμε συνθήκες υποδοχής αταίριαστες σε ευρωπαϊκό κράτος. Είδαμε τους εταίρους μας να «τραβούν τ’ αυτί» της Υπηρεσίας Ασύλου για fast-track διαδικασίες, που δεν τιμούν κανέναν που τις ζητά. Είδαμε τα αποτελέσματα της επιβάρυνσης των νησιών, να τροφοδοτούν ρατσιστικές συμπεριφορές. Κατά τη διάρκεια των προσπαθειών μας να γράψουμε τα παιδιά των προσφύγων στα ελληνικά σχολεία στα νησιά, βγήκαν τοπικοί παράγοντες των δημοτικών αρχών αλλά και διευθυντές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας να αρνηθούν. Το επιχείρημά τους ήταν «αφοπλιστικό»: η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Μεταναστευτικής μας υποσχέθηκε ότι θα μείνουν στα κέντρα υποδοχής, επομένως δεν χρειάζονται σχολείο, δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε κινήσεις ένταξης στην τοπική νησιωτική κοινωνία. Κι έτσι ο κόσμος στοιβάζεται στα νησιά χωρίς κανένα άμεσα σκιαγραφούμενο μέλλον.

Σύμφωνα με πρόσφατα κυβερνητικά στοιχεία, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στα hotspot της Σάμου και της Λέσβου, όπου συνολικά 8.300 άνθρωποι ζουν σε εγκαταστάσεις χωρητικότητας μόλις 3.000 ανθρώπων. Στη Λέσβο 5.400 άνθρωποι ζουν σε υπερπλήρη αντίσκηνα και κοντέινερ, με περιορισμένη πρόσβαση σε κατάλληλη τροφή, νερό εγκαταστάσεις υγιεινής, υγειονομική περίθαλψη και προστασία. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι ιδιαίτερα σκληρές για εγκυμονούσες γυναίκες. Να μη συζητήσουμε τι αντιμετωπίζουν άνθρωποι με αναπηρία ή ασυνόδευτες γυναίκες ως προς ζητήματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Αν ο τρόπος υποδοχής είναι κακός και η υποστήριξη ανύπαρκτη δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πόσο επιβαρύνεται η ψυχική υγεία μετά από ένα τόσο δύσκολο ταξίδι. Μα όλα αυτά δεν τα έχετε διαβάσει δεκάδες φορές; Επομένως το ερώτημα είναι απλό: τι μπορεί να γίνει.

Με αφορμή τη σκέψη εντός κυβερνητικών κύκλων για μετακίνηση 2000 ανθρώπων από τα νησιά προς την ηπειρωτική χώρα, καθώς πλέον η κυβέρνηση έχει αρχίσει να βλέπει ότι αυτή η πολιτική δεν φτουράει και περισσότερο κακό παρά καλό κάνει στην εικόνα της αλλά και στην ουσία της πολιτικής της, 19 οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ζητήσαμε με ανοιχτή μας επιστολή προς τον Πρωθυπουργό της χώρας το αυτονόητο: να κατανοήσει το περσινό λάθος πολιτικής του Υπουργείου και να άρει τον γεωγραφικό αποκλεισμό από τα νησιά προς την ενδοχώρα. Εκεί, σε κατάλληλες συνθήκες υποδοχής, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους με αξιοπρέπεια και να κάνουν τις συνεντεύξεις για την ολοκλήρωση της διαδικασίας των αιτημάτων τους για άσυλο. Τα χρήματα πλέον ήρθαν στη διαχείριση του κράτους από το ενιαίο ταμείο ασύλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχει παρέλθει δε και χρόνος και έχουμε πλέον εμπειρία στη διαχείριση του προσφυγικού. Θέλω να πιστεύω ότι η κυβέρνηση έχει πια τη γνώση και την ωριμότητα να κινηθεί με διαφορετικό τρόπο από την περίοδο της «επείγουσας» παρέμβασης που ζήσαμε πριν δυο χρόνια.

 

Για την ένταξη

Υπάρχουν αρκετές χιλιάδες αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες που ήρθαν για να μείνουν στην Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε ένα σωρό προκλήσεις να αντιμετωπίσουμε σε επίπεδο πολιτικών αλλά και κοινωνικών αντανακλαστικών. Συνοπτικά αναφέρω:

Α) δεν είναι δυνατόν να μην μπορούμε μέχρι και που γράφονται αυτές οι λέξεις να λύσουμε το «δράμα» του ΑΜΚΑ τους, με μια απλή Κοινή Υπουργική Απόφαση και να βοηθήσουμε ώστε οι άνθρωποι να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας καισε φαρμακευτική αγωγή.

Β) είναι απαράδεκτο να αντιμετωπίζουμε τα ασυνόδευτα παιδιά με όρους «ψηφαλακίων» και να εναντιώνονται τα δημοτικά συμβούλια στην εγγραφή τους στα ελληνικά σχολεία. Καθήκον κάθε υγιούς κυττάρου της κοινωνίας μας είναι να συμβάλλει προς την ένταξη και να βοηθά στην αλλαγή των ρατσιστικών αντανακλαστικών και την αντιμετώπιση του φόβου.

Γ) εδώ και ενάμιση χρόνο ορισμένα ασυνόδευτα παιδιά είχαν τη δυνατότητα μέσω του προγράμματος μετακίνησης DUBS να πάνε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Φυσικά πολύ λιγότερα από όσα αρχικά το ΗΒ είχε εξαγγείλει και έχει μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό. Μάθαμε την προηγούμενη εβδομάδα ότι θα φύγει επιτέλους το πρώτο παιδί. Ευελπιστούμε ότι οι διαδικασίες έχουν βρει το δρόμο τους και ότι δεν θα έχουμε επιπλέον εμπόδια για να ξεκινήσει η πορεία των παιδιών προς τη νέα ζωή.

Δ) δεν είναι δυνατόν να σχεδιάζονται προγράμματα ιατρικής, νομικής, επαγγελματικής και στεγαστικής προσέγγισης προς αυτόν τον πληθυσμό και να μην λαμβάνουν υπόψη τους το πιο απλό πράγμα: τη διερμηνεία.

Ε) γνωρίζουμε ότι ο τομέας της ψυχικής υγείας έχει δεχθεί μεγάλο πλήγμα, προ κρίσης προσφυγικής υποδοχής. Είναι σημαντικό όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς να κάτσουμε σε ένα τραπέζι και να ξανασχεδιάσουμε. Ας είναι το προσφυγικό η αφορμή. Απαντήσεις τύπου «έχουμε λίγα κρεβάτια στα νοσοκομεία και δεν μπορούμε να νοσηλεύσουμε» χρειάζονται διαφορετική πολιτική αντιμετώπιση. Άμεσα.

ΣΤ) η εργασία είναι ένα ακόμα ζήτημα που δεν γίνεται να παραλειφθεί καθώς ουσιαστικά είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν οι πρόσφυγες κατά το δυνατόν αυτονομία κατά την διαδικασία ένταξής τους. Η εργασία είναι ένα πρόβλημα στη χώρα για όλους και όλες μας. Χρειάζεται όμως μια επιπλέον μέριμνα, μια υπέρβαση στην εκπόνηση πολιτικών για την εργασία, καθώς δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι οι αιτούσες και οι αιτούντες διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα στερούνται το όποιο οικογενειακό υποστηρικτικό περιβάλλον.

 

Παράλληλα είναι σημαντικό να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών. Δεν είμαστε εδώ για να υποκαταστήσουμε το κράτος. Οφείλουμε να βοηθάμε, όπου αυτό είναι αναγκαίο, αλλά πάντα τηρώντας δυο βασικούς κανόνες: α) οι παρεμβάσεις μας πρέπει να στοχεύουν στο να καλύψουν κενά ή και να υιοθετηθούν στην πορεία από το κράτος καθώς εκεί βρίσκονται οι πόροι, χρηματικοί και ανθρώπινοι και β) όσο λειτουργούμε δομές ή κάνουμε παρεμβάσεις, πρέπει να διατηρούμε την ανεξαρτησία του λόγου μας και να αποφεύγουμε τυχόν δεσμεύσεις που μας φιμώνουν.

 

Η ίδια η διαδικασία του προσφυγικού δείχνει το δρόμο για τις αλλαγές. Χρειάζεται όλοι όσοι ασχολούμαστε με το θέμα να έχουμε θάρρος και εξυπνάδα. Θάρρος για να κοιτάμε τις επιλογές μας στον καθρέφτη και να αρθρώνουμε κριτική και αυτοκριτική. Και εξυπνάδα για να καταλαβαίνουμε ότι όσο οι χώρες μας εμπλέκονται σε πολέμους (άμεσα ή έμμεσα), όσες αλλαγές και να κάνουμε, θα είναι μόνο τσιρότα σε ένα πρόβλημα που στο βάθος δεν το αγγίζουμε στις διαστάσεις που του αρμόζει.

 

——–

Πρώτη δημοσίευση: ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΑΥΓΗΣ, Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017