Ο Χέντρικ Γκόλντσμιτ, γνωστός ως Γιάνους Κόρτσακ γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1878/9 [1] σε μια εβραϊκή οικογένεια. Γιατρός, δημοσιογράφος, ακτιβιστής, συγγραφέας, μα κύρια παιδαγωγός, πρωτοπόρος υπέρ των δικαιωμάτων του παιδιού, επηρέασε τα ρεύματα παιδαγωγικής θεωρίας και πρακτικής.

 

Διαμαρτυρήθηκε για τον «φιλανθρωπικό» χαρακτήρα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Παιδιού του 1924[2]: «Οι νομοθέτες της Γενεύης έχουν μπερδέψει τις υποχρεώσεις με τα δικαιώματα, ο τόνος της διακήρυξης δείχνει την πειθώ, όχι την διεκδίκηση: έκκληση στην καλή θέληση, παράκληση στην ευμένεια». Ενώ και οι πρακτικές παιδαγωγικής που πρωτοποριακά εφάρμοζε, επηρέασαν τις μεταπολεμικές νομοθετικές πρωτοβουλίες υπέρ των παιδιών, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που υιοθετήθηκε στα 20 Νοεμβρίου 1989 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.

 

Το παιδαγωγικό όραμα του Κόρτσακ ήταν τολμηρό όσο και η ίδια η ζωή. Όταν υπερασπιζόταν «Το δικαίωμα του παιδιού στο σεβασμό»[3], στην ουσία υπερασπιζόταν σεβασμό, «..στην παρούσα στιγμή, στην κάθε μέρα που περνά. Πως θα ξέρει να ζει αύριο,» (το παιδί) «εάν σήμερα δεν του επιτρέπουμε να ζει μια ευσυνείδητη, υπεύθυνη ζωή;[..] Ας του επιτρέψουμε με ευθυμία να αντλεί τη χαρά της αυγής και να εμπιστεύεται. Το παιδί έτσι ακριβώς επιθυμεί. Δεν λυπάται τον αφιερωμένο χρόνο για παραμύθια, για κουβεντούλα με τον σκύλο, για την μπάλα, για την σχολαστική παρακολούθηση μιας εικόνας [..] Και όλα αυτά με καλοσύνη. Έχει δίκιο το παιδί. Με αφέλεια φοβόμαστε το θάνατο, μη συνειδητοποιώντας ότι η ζωή είναι μια πομπή στιγμών που πεθαίνουν και αναγεννιούνται. Ένα έτος είναι μόνο μια δοκιμασία κατανόησης της αιωνιότητας στην καθημερινή της χρήση.[..] Αδέξια χωρίζουμε τα χρόνια σε λιγότερο και περισσότερο ώριμα. [..] Όταν παίζω ή μιλάω με ένα παιδί, σμίγουν δύο εξίσου ώριμες στιγμές της δικής μου και της δικής του ζωής».

 

Έναν αιώνα σχεδόν μετά την εμπνευσμένη παιδαγωγική του, συνεχίζουμε να επιβάλλουμε στα παιδιά, όπως τότε τόνιζε: «πρόγραμμα προφύλαξης, προνοητικότητας, φόβων και ανησυχιών, κακών προαισθημάτων και ζοφερών προβλέψεων[..] όσο περισσότερο τρομάζει μια μάνα των ευκατάστατων τάξεων στη σκέψη ενός πιθανού θανάτου του παιδιού της, τόσο πιο λίγες δυνατότητες έχει το παιδί να γίνει άνθρωπος [..] κάπως πνευματικά αυτοτελής. [..] Η πόρτα; -θα πιάσει το δάχτυλο. Το παράθυρο; -θα σκύψει και θα πέσει. Το κουκούτσι; -θα πνιγεί.[..] Το ξύλο; -θα βγάλει το μάτι. Μάζεψε από το χώμα κάποιο κουτί; -θα μολυνθεί. [..] Με το φόβο ο θάνατος να μη μας αρπάξει το παιδί, το αρπάζουμε εμείς από τη ζωή. Μη θέλοντας να πεθάνει, δεν το αφήνουμε να ζήσει». Σοκάρει ακόμη και σήμερα, η τολμηρή τοποθέτησή του.

 

Υπήρξε παθιασμένος επαναστάτης υπέρ της υποκειμενικότητας του παιδιού: «εάν επιθυμεί» (ο ενήλικας )«να διαπλάσει τα παιδιά βάσει ενός προτύπου, να τα ωθήσει όλα προς μια κατεύθυνση, τότε θα οδηγηθεί σε πλάνη».

 

Εμπνευσμένος στοχαστής ο ίδιος, ως «ποιητές και στοχαστές» αναγνώριζε και τα παιδιά, «..είναι οι πρίγκιπες των αισθήσεων» έλεγε και διεκδικούσε: «Σεβασμό, αν όχι ταπεινότητα» στην άγνοιά τους, στην προσπάθεια απόκτησης γνώσεων, στις αποτυχίες και τα δάκρυα, στο μυστήριο και στις διακυμάνσεις του επίπονου μόχθου της ανάπτυξης, στο δικαίωμα τους να είναι αυτό που είναι.

 

Διαφωνούσε με τη δογματική ερμηνεία της διδακτικής και πρέσβευε πως «μεταρρύθμιση του κόσμου σημαίνει μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης». Επέμενε στην ανάγκη διαλόγου με τα παιδιά, στην εμπιστοσύνη στη δυναμική τους, στο σεβασμό στην προσωπικότητα και την πνευματικότητά τους, στον αυτοπροσδιορισμό τους, τη χειραφέτηση και την αυτοδιάθεσή τους.

 

Τις εκπαιδευτικές πρακτικές του, τις διέτρεχε ο σεβασμός στο παιδί ως αυταξία και όχι ως επένδυση στην ενηλικίωσή του. Επισήμαινε: «Σα να υπάρχουν δυο ζωές: η μία σοβαρή, σεβαστή και η άλλη επιεικώς ανεκτική, μικρότερης αξίας. Λέμε: μελλοντικός άνθρωπος, μελλοντικός εργαζόμενος, μελλοντικός πολίτης. Λέμε ότι θα γίνουν, ότι αργότερα θα ξεκινήσουν πραγματικά- ότι θα ξεκινήσουν σοβαρά μόλις στο μέλλον. [..] Μια ανήσυχη προσμονή για αυτό που θα γίνει αυξάνει την υποτίμηση αυτού που ήδη υπάρχει».

 

Τον Αύγουστο του 1942 ήρθε για τον Κόρτσακ η στιγμή που η πίστη του στην πνευματικότητα που τόσο υποστήριζε, δοκιμάστηκε με τον πιο αδυσώπητο τρόπο. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, «Το σπίτι των Ορφανών» που από το 1912 είχε ιδρύσει και διεύθυνε, μεταφέρθηκε στο Γκέτο της Βαρσοβίας . Από εκεί, ο Γκόρτσακ μαζί με 200 περίπου παιδιά, τους επιμελητές και την παιδαγωγό Στεφανία Βιλτσίνκα, οδηγήθηκαν από τους ναζί στον θάλαμο αερίων.

 

Την ύστατη στιγμή, προετοιμάζει τα παιδιά του για το «πέρασμα» από τη ζωή στην αιωνιότητα, οργανώνοντας μαζί τους μια τελευταία θεατρική παράσταση. Διαλέγει, όχι τυχαία, το φιλοσοφικό παραμύθι «Το ταχυδρομείο»[4], του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ που επεξεργάζεται την αναζήτηση της εσωτερικής ελευθερίας και τη συμφιλίωση με το θάνατο. Η τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιό του, στις 4 Αυγούστου 1942, εκφράζει το γνήσιο ενδιαφέρον και την πίστη του στον άνθρωπο: «Ποτίζω τα λουλούδια. Η φαλάκρα μου στο παράθυρο -τόσο καλός στόχος. Αυτός έχει το τουφέκι. [..] μήπως ως πολίτης ήταν δάσκαλος σε κάποιο χωριό ή συμβολαιογράφος, μήπως οδοκαθαριστής στη Λειψία ή σερβιτόρος στην Κολωνία; Τι θα έκανε αν του ένευα με το κεφάλι; -Αν φιλικά τον χαιρετούσα; Μήπως αυτός δεν ξέρει καν πως τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι; Μπορούσε να είχε έρθει μόλις χθες από μακριά…».

 

Πράγματι, «..τα πράγματα ήταν όπως ήταν..», σε εκείνη τη σκοτεινή στιγμή της ανθρωπότητας. Ο Γιάνους Γκόρτσακ όμως, δεν υποτίμησε μέχρι τέλους την πολλαπλότητα της ζωής. Απαρνήθηκε τον «ερημωμένο πόνο» και την «αδέσποτη εγκατάλειψη». Αν και του προσφέρθηκε δύο φορές η ευκαιρία να γλυτώσει, παρέμεινε δίπλα στα παιδιά του, συνοδεύοντας τα, «ζωντανά» στο θάνατο. «Γιατί τελικά πήγε με αυτά τα παιδιά….στον θάλαμο; Όχι για να γίνει μάρτυρας, όχι για να δείξει πόσο εξαιρετικός είναι, αλλά έτσι απλά, για να ζήσουν τα παιδιά του με πιο λίγο φόβο. Για λιγότερο φόβο».

 

Ίσως η πολύτιμη παρακαταθήκη που μας άφησε ο Κόρτσακ να είναι αυτή. Σε πλήρη συμφωνία με αυτό που ένιωθε και αυτό που έπραττε, την πιο τραγική στιγμή που η βία απειλούσε να καταπιεί την αξιοπρέπεια του Ανθρώπου, με αφοσίωση πότισε τα λουλούδια του, κράτησε από το χέρι τα παιδιά του και βάδισε μαζί τους εκστατικά προς ένα επιβεβλημένο μεν βίαιο θάνατο, αναδεικνύοντας όμως ως την τελευταία τους στιγμή, την πίστη στην αξία του ανθρώπου και τη δύναμη της ζωής που πρεσβεύει πως: «το καλό υπάρχει χίλιες φορές περισσότερο από το κακό. Είναι δυνατό το καλό και υπάρχει διαρκώς. Δεν αληθεύει ότι είναι ευκολότερο να χαλάς από το να διορθώνεις».

 

———

[1]Την ακριβή χρονιά δεν την ξέρουμε.
[2] Γνωστής και ως Διακήρυξη της Γενεύης, η οποία υιοθετήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1924 από την Κοινωνία των Εθνών.
[3] Δοκίμιο στο οποίο βασίζεται και το παρόν κείμενο. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017, σε επιμέλεια και μετάφραση (από τα πολωνικά) της Μπεάτα Ζουλκιέβιτς.,
[4] Έργα του οποίου είχαν απαγορευτεί από τους ναζί.