Του Juan Gómez Valdebenito

Τη Δευτέρα 27 Μαρτίου ξεκινούν στην Κεντρική Έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη οι διαπραγματεύσεις για τη σχηματοποίηση μιας Συνθήκης που θα απαγορεύει οριστικά τα πυρηνικά όπλα.

Η πρωτοβουλία γεννήθηκε πριν τέσσερα χρόνια μετά από αίτημα χωρών όπως η Νορβηγία, το Μεξικό, η Κόστα Ρίκα και η Αυστρία που αποφάσισαν να δράσουν έχοντας κουραστεί από την έλλειψη βούλησης για συμμόρφωση με το άρθρο 6 της Συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Το άρθρο αυτό ορίζει την έναρξη διαπραγματεύσεων καλής θέλησης με σκοπό την εξάλειψη των πυρηνικών όπλων.

Έχοντας ως στόχο την ευαισθητοποίηση της διεθνούς διπλωματικής κοινότητας, οι χώρες αυτές οργάνωσαν μεμονωμένες Διασκέψεις με αντικείμενο τις ανθρωπιστικές επιπτώσεις μιας πυρηνικής έκρηξης. Η πρώτη Διάσκεψη έλαβε χώρα στο Όσλο, η δεύτερη στο Μεξικό και η Τρίτη στη Βιέννη το 2014. Αυτή η τελευταία έδωσε και το έναυσμα για την έναρξη της διαδικασίας απαγόρευσης αυτών των όπλων μαζικής καταστροφής. Κατά τη διάρκεια αυτής της Διάσκεψης ζητήθηκε από τις συμμετέχουσες χώρες να αναλάβουν μια επίσημη Ανθρωπιστική Δέσμευση για την απαγόρευση των πυρηνικών και 123 χώρες απάντησαν θετικά.

Η συμφωνία που προέκυψε ψηφίστηκε το 2015 στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών η οποία συμφώνησε στη σύσταση μιας ομάδας εργασίας με ανοιχτή σύνθεση (OEWG) και με σκοπό τη συγκεκριμενοποίηση αποτελεσματικών νομικών μέτρων και διατάξεων καθώς και την επιτάχυνση των πολυμερών διαπραγματεύσεων για την επίτευξη ενός κόσμου χωρίς πυρηνικά όπλα.

Με τη θετική έκθεση αυτής της Επιτροπής και τη θετική ψήφο 113 χωρών της Γενικής Συνέλευσης συμφωνήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο η έναρξη των διαπραγματεύσεων για τη σύνταξη μιας Συνθήκης που να απαγορεύει οριστικά τα πυρηνικά όπλα, ακόμη και χωρίς την υπογραφή των χωρών που τα διαθέτουν.

Όλη αυτή η διαδικασία στηρίχθηκε από την κοινωνία των πολιτών, η οποία με περίπου 200 οργανώσεις από περισσότερες από 80 χώρες και υπό το συντονισμό του Διεθνούς Δικτύου για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων (ICAN), άσκησε πίεση σε κυβερνήσεις, βουλευτές, δικαστές, δημάρχους, θρησκευτικούς ηγέτες για να στηρίξουν και να προάγουν τις διαπραγματεύσεις για την απαγόρευση.

Το ηθικό έρεισμα αυτών των διαπραγματεύσεων είναι οι ανθρωπιστικές επιπτώσεις που μια πυρηνική έκρηξη θα είχε στο οικοσύστημα του πλανήτη και η οποία θα απειλούσε σοβαρά και αμετάκλητα την επιβίωση του ανθρώπινου και του ζωικού είδους πάνω στη γη. Σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμα και η μερική αποκατάσταση της χλωρίδας θα καθυστερούσε δεκατίες .

Το θερμοπυρηνικό αποτέλεσμα μιας έκρηξης θα σκότωνε χιλιάδες ανθρώπους αν συνέβαινε σε κατοικημένες περιοχές όπως στην περίπτωση της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, ενώ η πυρηνική ακτινοβολία θα έπληττε σοβαρά εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη ανθρώπους επί δεκαετίες προκαλώντας συγγενείς δυσμορφίες σε πολλές γενιές. Ο πόνος που προκαλούν τα εγκαύματα από την ακτινοβολία είναι αδιανόητος πράγμα που επιδεινώνεται λόγω της απόλυτης αδυναμίας των νοσοκομειακών εγκαταστάσεων να περιθάλψουν ακόμη και ένα μικρό ποσοστό των τραυματιών και των ακρωτηριασμένων.

Και ακόμη και αν τα αποτελέσματα μιας έκρηξης και της ακτινοβολίας της περιορίζονταν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, οι ειδικοί έχουν υπολογίσει ότι η έκρηξη εκατό πυρηνικών βομβών μέσης ισχύος θα επέφερε λιμούς σε όλο τον πλανήτη προκαλώντας τον επονομαζόμενο πυρηνικό χειμώνα που θα έπληττε ανεπανόρθωτα τη γεωργία και τη δυνατότητά της να παράγει τροφή για τον πληθυσμό της γης.

Γι’ αυτόν το λόγο, κάνουν λάθος εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι ασφαλείς επειδή ζουν σε περιοχές πολύ απομακρυσμένες από το πιθανό σενάριο μιας πυρηνικής σύγκρουσης μια και οι επιπτώσεις της πάνω στο κλίμα και κατ’ επέκταση στη γεωργία και την κτηνοτροφία θα είναι παγκόσμιες και θα αγγίξουν όλους τους κατοίκους της γης.

Ο βασικός νομικός λόγος στον οποίο στηρίζονται όσοι τάσσονται υπέρ της κατάργησης είναι ότι τα πυρηνικά όπλα αντιτίθενται στο διεθνές δίκαιο μια και η Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών (TNP) επιτρέπει μόνο στις χώρες που ήδη τα διαθέτουν τη στιγμή σύναψης της Συνθήκης να τα διατηρήσουν, αλλά απαγορεύει ρητά σε άλλες χώρες να τα αναπτύξουν. Μόνο εννιά χώρες διαθέτουν πυρηνικά όπλα, οι πέντε που αποτελούν το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (Η.Π.Α., Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα και Ρωσία) συν την Ινδία, το Πακιστάν, το Ισραήλ και τη Βόρεια Κορέα που βγήκε από την TNP για να μπορέσει να αναπτύξει τα πυρηνικά της. Αυτή η αυθαίρετη διάκριση είναι απαράδεκτη για τη διεθνή κοινότητα που υποστηρίζει ότι καμία χώρα δεν έχει δικαίωμα να βρίσκεται πάνω από άλλη και να κρατά όλα τα έθνη κάτω από τη διαρκή απειλή μιας ανθρωπιστικής καταστροφής. Γι’ αυτό το λόγο η πλήρης και οριστική απαγόρευση και εξάλειψη είναι η μόνη λύση για αυτήν την εκτροπή του Διεθνούς Δικαίου.

Οι λόγοι που επικαλούνται οι χώρες που διαθέτουν πυρηνικά όπλα για να τα διατηρήσουν είναι η αποτροπή, δηλαδή η απειλή μιας πυρηνικής απάντησης σε οποιαδήποτε επίθεση από μια εχθρική χώρα.

Ωστόσο το επιχείρημα αυτό δεν αντέχει σε μια πιο βαθιά ανάλυση μια και η επικινδυνότητα αυτών των όπλων είναι υψηλότερη από την αποτροπή που λένε ότι εξασφαλίζουν. Οι πιθανότητες μια πυρηνικής έκρηξης είτε από ατύχημα, λάθος υπολογισμό, ψεύτικο συναγερμό ή ακόμη και τρομοκρατία ή χακάρισμα είναι πολύ υψηλές όπως έχει δείξει η ιστορία και μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα έχει σωθεί ως εκ θαύματος.

Οι διαπραγματεύσεις για την απαγόρευση θα πραγματοποιηθούν χωρίς τη συμμετοχή των πυρηνικών χωρών που ψήφισαν κατά μιας τέτοιας συμφωνίας. Επίσης καταψήφισαν οι χώρες που προστατεύονται από την «πυρηνική ομπρέλα», που είναι ένα είδος ασπίδας που αποτρέπει το χτύπημα μιας πυρηνικής συσκευής στο έδαφός τους. Η πυρηνική ομπρέλα είναι μια επινόηση των ΗΠΑ και καλύπτει μεγάλο μέρος των χωρών της Ευρώπης, ιδιαίτερα όσες ανήκουν στο ΝΑΤΟ, καθώς και την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Επίσης τοποθετήθηκαν κατά οι χώρες που έχουν πυρηνικές εγκαταστάσεις στο έδαφός τους, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Τουρκία, η Ολλανδία (η οποία απουσίασε από τη διαδικασία της ψήφισης για την απαγόρευση).

Είναι τόσο το θράσος των πυρηνικών χωρών, ιδιαίτερα των Η.Π.Α., που αντί να επιδιώξουν τη μείωση και την εξάλειψη των πυρηνικών όπλων όπως ορίζει η TNP και η Συνθήκη START III που υπογράφηκε από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία το 2009, ανακοίνωσαν τον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών τους οπλοστασίων, και στην περίπτωση των ΗΠΑ μια επένδυση ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων για τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Η Συνθήκη αποσκοπεί σε μια πρώτη φάση κυρίως στο στιγματισμό όλων όσοι σχετίζονται με τις πυρηνικές βόμβες, παρά στο ίδιο το πρακτικό αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η απαγόρευση όσον αφορά στην εξάλειψη των πυρηνικών. Ο στιγματισμός αναφέρεται στην ηθική καταδίκη, αντικείμενο της οποίας θα είναι οι πυρηνικές χώρες και όλες οι βιομηχανίες που ασχολούνται με την κατασκευή πυρηνικών όπλων καθώς και όσοι τα χρηματοδοτούν, επειδή για κανέναν δεν είναι, τελικά, αδιάφορο να παρουσιάζεται στην κοινή γνώμη ως επιχείρηση που πραγματοποιεί παράνομες δραστηριότητες απαγορευμένες από το Διεθνές Δίκαιο.

Αυτήν τη στιγμή τα μόνα όπλα μαζικής καταστροφής που δεν έχουν απαγορευτεί νομικά είναι τα πυρηνικά, τουλάχιστον όσον αφορά στις χώρες που τα διαθέτουν βάσει της TNP. Τα βιολογικά όπλα, τα χημικά όπλα, οι νάρκες κατά προσωπικού και οι βόμβες διασποράς έχουν απαγορευτεί εδώ και χρόνια με διάφορες Διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις. Και παρά το ότι αυτό δε σήμανε σε μια πρώτη φάση ότι η εξάλειψή τους ήταν πλήρης, και ίσως να μην είναι ακόμα, η χρήση τους είναι εξαιρετικά σπάνια και πλήρως απαξιωμένη. Αλλά και τα συμβατικά όπλα έχουν περιορισμούς ως προς την εμπορευματοποίησή τους βάσει τη Συνθήκης Εμπορίας Όπλων που αναθεωρείται και εποπτεύεται ανά διετία.

Όλα αυτά απασχολούν ελάχιστα ή καθόλου τον τύπο και έχουν υπάρξει αναφορές μόνο για τις πυρηνικές δοκιμές στη Βόρεια Κορέα που αποτελεί την κύρια απειλή της ασιατικής ηπείρου και που, λόγω του τρόμου που δημιουργεί ο διαχειριστής της, μπορεί να ξεκινήσει μια πυρηνική σύγκρουση ανυπολόγιστων διαστάσεων.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε την ομάδα των επιστημόνων που χειρίζεται το Ρολόι του Τέλους του Κόσμου να μετακινήσει τους δείκτες του δυόμισι λεπτά πριν τα μεσάνυχτα (ώρα της αποκάλυψης) δεδομένης τόσο της πιθανότητας πυρηνικής σύγκρουσης όσο και της υπερθέρμανσης του πλανήτη.