Ελάχιστα πράγματα είναι πιο διαβρωτικά για τη δημοκρατία από την ατιμωρησία. Όταν οι πολιτικοί κάνουν τρομερά πράγματα χωρίς να υποστούν καμία συνέπεια, οι άνθρωποι χάνουν την εμπιστοσύνη τόσο στην πολιτική όσο και τη δικαιοσύνη. Δικαίως τους βλέπουν ως μέσα που χρησιμοποιούν οι ισχυροί έναντι των αδυνάτων.

Από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, κανένας Βρετανός πρωθυπουργός δεν έχει επιχειρήσει κάτι τόσο αποκρουστικό, όπως η εισβολή στο Ιράκ που πέτυχε ο Τόνι Μπλερ. Αυτός ο απρόκλητος πόλεμος προκάλεσε το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και τον ακρωτηριασμό ακόμη περισσότερων. Κατέληξε δε, στο να ριχθεί το σύνολο της ευρύτερης περιοχής στο χάος, η οποία έχει έντεχνα γίνει πεδίο εκμετάλλευσης από τρομοκρατικές ομάδες. Αυτή τη στιγμή, τρία εκατομμύρια άνθρωποι στο Ιράκ είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι ενώ εκτιμάται ότι επιπλέον 10 εκατομμύρια χρήζουν ανθρωπιστικής βοήθειας.

Ωστόσο, ο Μπλερ, ο συνυπεύθυνος αυτών των εγκλημάτων (όπου ο θανατηφόρος συνδυασμός άθλιας κρίσης και τεράστιων δυνάμεων πειθούς έκαναν τον πόλεμο στο Ιράκ εφικτό), περιπλανάται ανά τον κόσμο, μαζεύοντας βραβεία και αμοιβές, δίνοντας πομπώδεις συνεντεύξεις, προστατευμένος πίσω από ένα ισχυρό μανδύα άρνησης και νομικής ατιμωρησίας. Εάν αυτό είναι ως φαίνεται η πολιτική, είναι να απορεί κανείς που τόσοι πολλοί άνθρωποι την έχουν εγκαταλείψει;

Το κρίσιμο ζήτημα – η νομιμοποίηση δηλαδή αυτού του πολέμου – ξεπερνούσε φυσικά την αρμοδιότητα του Sir John Chilcot. Μια κυβέρνηση της οποίας τα μέλη συμμετείχαν ενεργά στα γεγονότα που ήταν υπό διερεύνηση (ο Gordon Brown χρηματοδότησε και υποστήριξε τον πόλεμο στο Ιράκ) καθόρισε και τους όρους του παιχνιδιού: είναι δηλαδή σαν ένας κατηγορούμενος σε μια ποινική υπόθεση να είχε την ευχέρεια να ορίσει δικό του δικαστή, να επιλέξει την κατηγορία και η επ’ ακροατηρίου συζήτηση να διεξαχθεί στο ίδιο του το σπίτι.

Αλλά ο Μπράουν δεν θα μπορούσε να αποδειχτεί πιο λάθος αν φαντάστηκε την επιτροπή Chilcot σαν μια τετριμμένη διαδικασία για τους υπεύθυνους του πολέμου αυτού. Η έκθεση Chilcot, πολύ πιο δυναμική στα πορίσματα της από ό,τι αναμενόταν, καταρρίπτει κάθε ισχυρισμό της κυβέρνησης των Εργατικών σχετικά με την εισβολή και τα επακόλουθά της. Ο Τόνι Μπλερ δύο εβδομάδες πριν ξεκινήσει τον πόλεμο επιλογής του δήλωσε στη Guardian: «Οι, μέρα παρά μέρα, κρίσεις έρχονται και παρέρχονται. Σημασία έχει πως θα κριθούμε από την ιστορία». Λοιπόν, η κρίση αυτή έχει μόλις δημοσιευτεί και είναι ολοκληρωτικά επιβαρυντική.

Η έκθεση Chilcot καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Μπλερ μαζί με την κυβέρνηση του και τις υπηρεσίες ασφαλείας παρουσίασαν τη σοβαρότητα της απειλής που συνιστούσαν τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ με «μια βεβαιότητα που δεν ήταν δικαιολογημένη»: με άλλα λόγια κατασκεύασαν τις αποδείξεις. Επίσης «ο σχεδιασμός και οι προετοιμασίες για την μετά Σαντάμ Χουσεΐν εποχή στο Ιράκ αποδείχτηκαν εντελώς ανεπαρκείς». Αγνόησαν τις προειδοποιήσεις – που αποδείχθηκαν φρικτά προφητικές – σύμφωνα με τις οποίες «η στρατιωτική δράση θα αύξανε την απειλή από την Αλ-Κάιντα» και ότι «η εισβολή θα μπορούσε να οδηγήσει τα όπλα και τις όποιες δυνατότητες του Ιράκ στα χέρια τρομοκρατών».

Ο ισχυρισμός Μπλερ ότι η καταστροφή που προκάλεσε ο ίδιος στο Ιράκ δεν θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί κατεδαφίστηκε από μια δήλωση που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μοτίβο για το σύνολο της έκθεσης: «Δεν συμφωνούμε ότι προέκυψε εκ των υστέρων». Όλες οι καταστροφές που έλαβαν χώρα «ήταν ρητά καταγεγραμμένες πριν από την εισβολή».

Αλλά η πιο επιβαρυντική και με συνέπειες δήλωση όλων ήταν αυτή με την οποία ο Chilcot ξεκίνησε: «Έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε να συνδράμει στην εισβολή στο Ιράκ πριν εξαντληθούν οι ειρηνικές λύσεις για  αφοπλισμό. Η στρατιωτική δράση εκείνη την εποχή δεν ήταν η τελευταία λύση».

Αυτή είναι η πιο σαφή δήλωση που επιτράπηκε στον Chilcot να διατυπώσει, ότι δηλαδή ο πόλεμος ήταν παράνομος. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε απηχεί το άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο καθορίζει τους όρους που πρέπει να εκπληρούνται για τη διεξαγωγή ενός νόμιμου πολέμου. Έχει, πράγματι, ορίσει την εισβολή στο Ιράκ ως έναν επιθετικό πόλεμο, ο οποίος περιγράφεται από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης ως: «το υπέρτατο διεθνές έγκλημα που διαφέρει από τα άλλα εγκλήματα πολέμου κατά το ότι συσσωρεύει μέσα του το όλον κακό».

Και όπως ο Geoffrey Robertson επισημαίνει, δεν υπάρχει καμία νομική βάση για τη δίωξη του Μπλερ με αυτή την κατηγορία, είτε στη Μεγάλη Βρετανία είτε από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) ως αποτέλεσμα των μεγάλων καθυστερήσεων στην ενσωμάτωση του εγκλήματος αυτού στο καταστατικό της Ρώμης (που αποτελεί τη βάση του ΔΠΔ). Αλλά μπορεί να υπάρχουν άλλα μέσα για την επίτευξη του τελικού σκοπού. Έξι εβδομάδες πριν, σε μια άνευ προηγουμένου δοκιμασία στη Σενεγάλη, ο πρώην κυβερνήτης άλλης χώρας – ο Hissène Habré του Τσαντ καταδικάστηκε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Μια ακαδημαϊκή έρευνα σε 90 χώρες διαπίστωσε ότι περίπου το ένα τρίτο από αυτές έχουν, στη μία ή την άλλη μορφή, ενσωματώσει το έγκλημα της επίθεσης στο εθνικό τους δίκαιο. Με βάση το προηγούμενο της δίκης Habré, υπάρχει κάποια νομική βάση χάρη της οποίας ο Μπλερ δεν θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με μια παρόμοια διαδικασία, αν, σε έναν από τους πολλούς επικερδείς σταθμούς του σε όλο τον κόσμο, πατήσει το πόδι του σε ένα τέτοιο κράτος;

Οι νομικοί λόγοι βέβαια διαφέρουν από τους διπλωματικούς και μπορούμε να αναμένουμε ότι οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν ένα ευρύ φάσμα απειλών και εξουσιών για να ματαιώσουν την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου: στην τελική, το διεθνές δίκαιο είναι αυτό που χρησιμοποιούν τα ισχυρά κράτη απέναντι στα αδύναμα. Κοιτάξτε την κυβέρνηση Κάμερον πως έχει δαπανήσει μέχρι σήμερα £ 600.000 για να εμποδίσει μια αστική υπόθεση κατά του πρώην υπουργού Εξωτερικών Jack Straw και του πρώην επικεφαλή της MI6, Sir Mark Allen, σχετικά με την απαγωγή και απέλαση στη Λιβύη αντιφρονούντων στο καθεστώς του Καντάφι, οι οποίοι επανειλημμένα βασανίστηκαν κατά την άφιξη τους εκεί.

Η δικαιοσύνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημοκρατία. Αν ένας πρωθυπουργός μπορεί να αποφύγει απαγγελία κατηγορίας για την διεξαγωγή επιθετικού πολέμου, τότε ολόκληρο το πολιτικό σώμα είναι διεφθαρμένο. Στην έκθεση Chilcot, υπάρχει καταλογισμός, σταθερός και σκληρός και πολύ καθυστερημένος. Αλλά ακόμα δεν είναι δικαιοσύνη.

Αναδημοσιεύεται με την άδεια του αρθρογράφου. Το αρχικό άρθρο μπορείτε να το βρείτε στην Guardian εδώ.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ