Ανοιχτή επιστολή έστειλαν Αυστριακοί που κατοικούν στην Ελλάδα προς την Αυστριακή κυβέρνηση κάνοντας έκκληση στην κυβέρνησή τους για αλλαγή στάσης σε σχέση με την προσφυγική κρίση και διαμαρτυρόμενοι για το κλέισιμο των συνόρων της χώρας τους. Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή την οποία αναδημοσιεύει η Pressenza.

Ανοιχτή επιστολή προς την Αυστριακή κυβέρνηση

Οι Αυστριακοί που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, που έχουν βαθείς δεσμούς με την χώρα αυτή, κάνουν έκκληση στην Αυστριακή κυβέρνηση να υιοθετήσει μια πιο υπεύθυνη στάση στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης. Η κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και όχι φορώντας παρωπίδες και προσποιούμενοι πως κλείνοντας τα σύνορα το πρόβλημα θα εξαφανιστεί. Η Αυστριακή κυβέρνηση πρέπει να αντιληφθεί ότι τα μονομερή, κρατικά μέτρα δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα και αντιφάσκουν με τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες χτίστηκε η Ευρώπη.

Παρά την προσωρινή κατάπαυση πυρός, ο πόλεμος στη Συρία μαίνεται αμείωτος, αναγκάζοντας τον τρομοκρατημένο άμαχο πληθυσμό, που είναι παγιδευμένος ανάμεσα στα εμπόλεμα μέτωπα, να συνεχίζει να αναζητά καταφύγιο φεύγοντας απ’ τη χώρα. Νιώθουμε ντροπή για την ανάλγητη αντίδραση της Αυστριακής κυβέρνησης, μιας από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου (στην 11η θέση), την ίδια ώρα που οι γειτονικές χώρες της Συρίας σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος αυτής της κατάστασης. Οι Αυστριακοί πολιτικοί ισχυρίστηκαν ότι η χώρα μας έχει δεχτεί περισσότερους μετανάστες από πολλές άλλες. Αλλά μια ματιά στα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στον ευρωπαϊκό νότο πιστοποιεί την όλως εσφαλμένη εκτίμηση, από την Αυστριακή κυβέρνηση, των γεγονότων.

Μια τακτική επίλυσης της προσφυγικής κρίσης που βασίζεται στην αύξηση πίεσης στην Ελλάδα είναι αντιπαραγωγική, μη ρεαλιστική και ανεύθυνη. Η Υπουργός Εσωτερικών της Αυστρίας υποστηρίζει ότι «μ’ αυτό τον τρόπο θα μπει ένα τέλος στις επικίνδυνες διελεύσεις της Μεσογείου». Όχι, κυρία Υπουργέ, κάνετε λάθος!

Ντουζίνες πλοίων συνεχίζουν να φτάνουν καθημερινά στις ελληνικές ακτές, μεταφέροντας συχνά πάνω από τρεις χιλιάδες απελπισμένους ανθρώπους τη μέρα. Η ανείπωτη φρίκη του πολέμου, η απόγνωση στις συνορεύουσες χώρες και η επιθυμία επανένωσης με τις οικογένειές τους είναι ένα ισχυρό κίνητρο για εκείνους που δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν διακινδυνεύοντας ένα τέτοιο ταξίδι προς ευρωπαϊκούς προορισμούς. Τι θα μπορούσε να τους σταματήσει; Η ακτοφυλακή; Τα πολεμικά πλοία; Τα τείχη; Οι συρμάτινοι φράχτες; Κανένα από τα μέτρα αυτά δε θα έχει αποτέλεσμα, παρά μόνο η περιστολή των πολεμικών πράξεων. Μέχρι τότε, ο τρομοκρατημένος πληθυσμός θα συνεχίσει να κάνει το παν για να ξεφύγει από τη δυστυχία του.

Οι Ευρωπαίοι, που δεν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους και δεν μοιράζονται καν τις ίδιες στοιχειώδεις αξίες, είναι απασχολημένοι με το να χτίζουν όλο και πιο ισχυρά και απειλητικά φρούρια. Όσο κι αν προσπαθούν, αυτό δε θα εμποδίσει τους πρόσφυγες που φεύγουν απ’ τον πόλεμο για να σώσουν τη ζωή τους. Πολλοί ακόμη θα έρθουν, ελπίζοντας, με κάθε κόστος, κάπως να τα καταφέρουν, επειδή η ελπίδα είναι αυτή που πεθαίνει τελευταία. Η Ευρώπη δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να αντιμετωπίσει υπεύθυνα την καταστροφική κατάσταση των εμπόλεμων χωρών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και να κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους να ξαναχτίσουν τις ζωές τους. Αυτό προϋποθέτει διορατικότητα, σοφία και δύναμη πειθούς. Διαφορετικά, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια γενιά που ζώντας σε χώρες ρημαγμένες απ’ τον πόλεμο θα μεγαλώσει νιώθοντας την πιο βαθιά απογοήτευση και εχθρότητα προς την Ευρώπη και τις «αξίες» της.

Φαίνεται ότι στην Ελλάδα ανατέθηκε ο ρόλος του «νταή» της Ευρώπης που καλείται να εφαρμόσει την πολιτική των συρματοπλεγμάτων. Αυτή είναι η ενδόμυχη επιθυμία της αυστριακής πρακτικής; Αφότου ξέσπασε η οικονομική κρίση το 2010, δημοσίως αποδίδεται στην Ελλάδα η ανικανότητα να δώσει απάντηση στα δικά της διοικητικά προβλήματα. Και τώρα το ελληνικό κράτος καλείται να διαχειριστεί μια κατάσταση που ούτε η αυστριακή κυβέρνηση δε θα ήταν ικανή να επωμιστεί. Οι Έλληνες εθελοντές, σε συνεργασία με ελληνικές ΜΚΟ και διεθνείς οργανώσεις, κάνουν το καλύτερο δυνατό για να σώσουν τις ζωές των προσφύγων, να προσφέρουν ιατρική μέριμνα, σίτιση και παρηγοριά στους απελπισμένους. Πώς μπορεί, αναρωτιόμαστε, μια χώρα γονατισμένη τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, να χειριστεί αυτή την κατάσταση; Το 2015 έφτασαν 856,000 άνθρωποι στις ελληνικές ακτές. Από τις αρχές του χρόνου μέχρι αυτή τη στιγμή ο αριθμός αυτός έχει ξεπεράσει τις 200,000 εκ των οποίων 410 άτομα έχουν πνιγεί ή αγνοούνται. Τι ακριβώς πρέπει να κάνουν οι Έλληνες, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται και οι ίδιοι σε κατάσταση ανέχειας;

Το ήμισυ του ελληνικού επιβατηγού στόλου για τα νησιά της Λέσβου, της Κω, της Χίου και της Λέρου διατίθεται για τη μεταφορά των προσφύγων στην ενδοχώρα, μειώνοντας σημαντικά το διαθέσιμο χώρο για τους τουρίστες. Νησιά που σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα επιβιώνουν από τον τουρισμό αναμένουν μια μείωση των εσόδων τους για το 2016 της τάξης του 80%.

Αναρωτιόμαστε, επίσης, πώς στην πρόσφατη Συνδιάσκεψη της Βιέννης για τους Πρόσφυγες δεν προσκαλέστηκαν εκπρόσωποι της πλέον εμπλεκόμενης χώρας. Ήταν, άραγε, ένα είδος τιμωρίας για την υποτιθέμενη ανικανότητα της Ελλάδας να διασφαλίσει τα θαλάσσια σύνορά της, για την πολιτική του περιορισμένου ελέγχου, για την έλλειψη συνεργασίας της; Όποια κι αν ήταν η πρόθεση της Συνδιάσκεψης, η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι παρούσα, τουλάχιστον για ν’ ακουστεί η φωνή της και να παρουσιάσει τα πραγματικά γεγονότα. Η Αυστριακή υπουργός εσωτερικών, κυρία Mikl-Leitner, εξέφρασε την άποψη της κυβέρνησης ότι είναι απολύτως δικαιολογημένη η άσκηση πίεσης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, πέραν μιας κοινής ευρωπαϊκής λύσης. Ποιος, αναρωτιόμαστε, έχει δικαίωμα να ασκήσει αυτή την πίεση; Χώρες που ανεύθυνα εφαρμόζουν νεοεθνικιστικές μεθόδους, αδιαφορώντας για τις νομικά θεμελιωμένες ευθύνες τους από τον καταστατικό Ευρωπαϊκό χάρτη;

Αν η Αυστρία επιθυμεί μονομερώς να ακολουθήσει «μια τακτική πλήρους αποκλεισμού των προσφύγων», η μικρή μας χώρα θα μείνει στην ιστορία ως εκείνη που πυροδότησε μια ανθρωπιστική καταστροφή. Η κυβέρνηση της Αυστρίας δικαιολογεί την αντίδρασή της λέγοντας ότι είναι ανίκανη να οργανώσει και να διαχειριστεί μια μεγαλύτερη ροή προσφύγων. Αλλά σε σύγκριση με τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας, η φύλαξη και η διαχείριση των συνόρων της Αυστρίας είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο απλή. Πώς υποτίθεται ότι θα διαφυλάξει τα σύνορά της η Ελλάδα τη στιγμή που η Αυστρία υψώνει τείχη και συρματοπλέγματα; Ενώ είναι εύκολο για μια περίκλειστη χώρα όπως η Αυστρία να οχυρωθεί πίσω από τείχη, μια αντίστοιχη πολιτική είναι αδύνατη για μια χώρα με πάνω από 2.000 νησιά και με σχεδόν 14.000 χλμ. ακτογραμμής (διεθνώς στη 13η θέση). Δεδομένης της αποδεδειγμένης και πολύχρονης δομικής αδυναμίας της, η Ελλάδα και η οικονομία της έχουν ανάγκη από τη μέγιστη δυνατή βοήθεια ώστε να σταθούν στα πόδια τους, εν μέσω της χειρότερης προσφυγικής κρίσης μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Νιώθουμε βαθύτατα ντροπιασμένοι από την μπερδεμένη, κοντόφθαλμη «οπτική» που υστερικά επιλέγει να επιβάλλει η Αυστριακή κυβέρνηση στα δυτικά Βαλκάνια. Δε θα πρέπει, άραγε, να ληφθεί υπόψη και η ανέχεια ενός όλο και μεγαλύτερου κομματιού του ελληνικού πληθυσμού;

Κάνουμε έκκληση στην Αυστριακή κυβέρνηση να ενεργήσει με βάση τη λογική, να χρησιμοποιήσει τον κοινό νου και να εφαρμόσει τις αρχές των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο κοντόφθαλμος νεοεθνικισμός δεν έχει θέση στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Αυτή είναι η ελάχιστη υποχρέωση που έχουμε απέναντι στην ιστορία μας και το παρελθόν μας.

02.03.2016

Mag. Ρεγκίνα Βίζινγκερ (καθηγήτρια, Γερμανική Σχολή Αθηνών), Μάριον Χόφφμανν (συνταξιοδοτημένο πρώην στέλεχος της UNHCR), Βίνφριντ Λέχνερ (Καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών)

Προσυπογράφουν:

Μάρτιν Σάρνχορστ (σκηνοθέτης)
Δρ. Ουλρίκε Μέρλιν
Μαργαρίτα Βάμια
Βερένα Βογιατζόγλου
Ελίζαμπετ Παπαδοπούλου
Χίλντε Γκρούμπερ
Δρ. Μαριάννε Ντάννερ (καθηγήτρια, Γερμανική Σχολή Αθηνών)
Δρ. Χρήστος Βασδάρης (απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Αρχαιολόγος και
καθηγητής της Γερμανικής Σχολής Αθηνών)
Mag. Χριστίνε Πεδιαδίτη (καθηγήτρια στη Γερμανική Σχολή Αθηνών)
Δρ. της Νομικής Ελφρίντε Δαμάλα, Αθήνα
Mag. Ελένα Ζαμπάκα, Ερευνητικό Κέντρο «Δημόκριτος», Αθήνα
Χριστίνε Ζαμπάκα, συνταξιούχος
Mag. Κλαούντια Στάμου, αρχαιολόγος
Μαργαρίτα Μανωλά, συνταξιοδοτημένη καθηγήτρια
Ίρις Γαλετάκη
Μανουέλα Γαλετάκη
Χέλγκα Ρογαλά
Ελεάννα Ρογαλά
Κωνσταντίνος Ρογαλάς
Γκούντι Φραγκούλη

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ