Πριν μερικές εβδομάδες κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο μια επιστολή που υπογράφεται από έναν μεγάλο αριθμό καθηγητών του διεθνούς δικαίου και ερευνητών με τίτλο «Μία ένσταση κατά της καταχρηστικής επίκλησης της αυτοάμυνας ως απάντηση στην τρομοκρατία».

Μεταξύ των υπογραφόντων (μπορείτε να δείτε την από 22 Ιουλίου λίστα, η οποία ενημερώνεται τακτικά από το Κέντρο de Droit International de l’Université Libre de Bruxelles, ULB, εδώ) βρίσκουμε διακεκριμένα μέλη της διεθνούς κοινότητας Δικαίου, εκ των οποίων πάνω από 220 είναι καθηγητές και σχεδόν 50 ερευνητές και βοηθοί. Ο στόχος αυτής της συλλογικής πρωτοβουλίας είναι να αμφισβητήσει την επίκληση της αυτοάμυνας από διάφορα κράτη στο πλαίσιο του πολέμου κατά του ISIS.

Ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών είναι ήδη από το 1945 εξαιρετικά σαφής ως προς τη μοναδική εξαίρεση στην απαγόρευση της χρήσης βίας: η αυτοάμυνα (και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που έχουν εγκριθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας δυνάμει του άρθρου VII του Χάρτη). Ωστόσο, μετά την 11η Σεπτεμβρίου (2001), οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πολλές φορές χρησιμοποίησαν διάφορες ερμηνείες στην προσπάθεια να στηρίξουν νομικά μονομερείς στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφος ενός κράτους, χωρίς προηγούμενη συναίνεση των τοπικών Αρχών.

Σε πρόσφατο σημείωμα που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Ευρωπαϊκή Εφημερίδα Διεθνούς Δικαίου (EJIL), διαβάζουμε ότι: «Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, πολλά κράτη έχουν υποστηρίξει μια ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος της χρήσης βίας για αυτοάμυνα, καθώς τους επιτρέπει να επέμβουν στρατιωτικά εναντίον των τρομοκρατών όποτε και όπου και αν βρίσκονται. Συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι ότι κάθε κράτος θα μπορούσε να είναι στόχος, ανεξάρτητα από το αν το κράτος αυτό “συνέδραμε” τη στρατιωτική δράση της μη νόμιμης (σε αυτή την περίπτωση τρομοκρατικής) ομάδας ή “ουσιαστικά συμμετείχε” σε μια τέτοια ενέργεια»[1].

Η χρήση βίας για λόγους αυτοάμυνας θα πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Δίκαιο. Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζουμε ότι μετά τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι, η Γαλλία παρουσίασε ένα απροσδόκητο σχέδιο ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας (δείτε εδώ το πλήρες κείμενο της “μπλε έκδοσης” που κυκλοφόρησε μεταξύ των αντιπροσωπειών) αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά σε εκτελεστικές παραγράφους του Χάρτη, αυτό είναι πιθανώς μια μεγάλη πρώτη για την γαλλική διπλωματία στα Ηνωμένα Έθνη[2].

Το κείμενο της επιστολής (διαθέσιμη εδώ στα γαλλικά, αγγλικά, πορτογαλικά, ισπανικά και αραβικά) αναφέρει, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, ότι:

«Έτσι, πολλές στρατιωτικές επεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών κατά της Αλ Κάιντα, του ISIS ή άλλων συνδεδεμένων ομάδων, έχουν γίνει στο όνομα της αυτοάμυνας. Ενώ όλα αυτά, τα έχουν μερικοί υποβαθμίσει λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα της κατάστασης, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η αυτοάμυνα να γίνει άλλοθι και να χρησιμοποιηθεί συστηματικά για να δικαιολογήσει τη μονομερή έναρξη στρατιωτικών επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο. Χωρίς να αντιτιθέμεθα στη χρήση βίας κατά των τρομοκρατικών ομάδων ως ζήτημα αρχής – ιδιαίτερα στο σημερινό πλαίσιο της καταπολέμησης του ISIS – εμείς, καθηγητές και επιστήμονες Διεθνούς Δικαίου, θεωρούμε την επίκληση της αυτοάμυνας ως προβληματική. Στην πραγματικότητα, το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει μια σειρά μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε αυτά τα μέτρα πριν από την επίκληση αυτοάμυνας».

Οι υπογράφοντες την επιστολή αυτή,

«…. θεωρούμε ότι η τρομοκρατία αναδεικνύει την πρόκληση της δίωξης και δίκης των ατόμων που διαπράττουν τρομοκρατικές πράξεις. Μια ποικιλία νομικών εργαλείων είναι διαθέσιμα υπό αυτό το πρίσμα. Αφορούν πρωτίστως την αστυνομική και δικαστική συνεργασία (κυρίως μέσω υπηρεσιών όπως η Interpol ή EUROPOL), με στόχο τόσο την τιμωρία των υπευθύνων για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν όσο και την πρόληψη αντίστοιχων εγκλημάτων στο μέλλον. Αν και σίγουρα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, η συνεργασία αυτή έχει συχνά αποδειχθεί αποτελεσματική στην εξάρθρωση δικτύων, ματαίωση επιθέσεων και σύλληψη δραστών τέτοιων υποθέσεων. Με το να αγκαλιάζουμε εκ προοιμίου τον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας” και τα παραδείγματα “αυτοάμυνας” και να κηρύσσουμε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να ευτελίσουμε, παραμελήσουμε ή αγνοήσουμε τις κατάλληλες νομικές διαδικασίες σε καιρό ειρήνης».

Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιστολή αυτή είναι ανοικτή για υπογραφή έως τις 31 Ιουλίου 2016 από μελετητές και ερευνητές του Διεθνές Δικαίου. Το κείμενο υπενθυμίζει ορισμένους σαφέστατους κανόνες τους οποίους οι διπλωμάτες στη Νέα Υόρκη γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα, παρά τις διφορούμενες ερμηνείες ορισμένων συναδέλφων τους, ιδίως από την έναρξη των αεροπορικών επιδρομών στη Συρία, χωρίς τη συγκατάθεση των Αρχών της[3].

Αυτό το συλλογικό έγγραφο αναφέρει, ακόμη, ότι:

«[…], η διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας στηρίζεται πρώτα και κύρια στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Το Συμβούλιο έχει χαρακτηρίσει τη διεθνή τρομοκρατία ως απειλή για την ειρήνη σε πολλές περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να παραμείνει πρωταρχική ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας να αποφασίζει, να συντονίζει και να εποπτεύει τις πράξεις συλλογικής ασφάλειας, εκτός από περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης που δεν επιτρέπουν χρονικά την αξιοποίηση του ΟΗΕ. Ο περιορισμός του έργου του Συμβουλίου στη θέσπιση διφορούμενων ψηφισμάτων σε θέματα ουσιαστικά διπλωματικού χαρακτήρα, όπως ήταν η περίπτωση του ψηφίσματος 2249 (2015) σχετικά με την καταπολέμηση της ISIS, είναι μια ατυχής πρακτική. Αντίθετα, ο ρόλος του Συμβουλίου πρέπει να ενισχυθεί σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του Καταστατικού Χάρτη, εξασφαλίζοντας έτσι μια πολυμερή προσέγγιση για την ασφάλεια […]. Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι παρά τις προσπάθειές του, ένα κράτος δεν είναι σε θέση να βάλει ένα τέλος στις τρομοκρατικές δραστηριότητες στο έδαφός του, δεν αρκεί για να δικαιολογηθούν βομβαρδισμοί στην επικράτεια του χωρίς τη συγκατάθεσή του. Ένα τέτοιο επιχείρημα δεν βρίσκει κανένα έρεισμα ούτε στα υφιστάμενα νομικά κείμενα ούτε στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Η αποδοχή αυτού του επιχειρήματος από εμπλεκόμενα μέρη ενέχει τον κίνδυνο σοβαρής κατάχρησης, δεδομένου ότι η στρατιωτική δράση μπορεί πλέον να διεξάγεται ενάντια στη θέληση ενός μεγάλου αριθμού κρατών, υπό το αποκλειστικό πρόσχημα ότι δεν υπήρξαν αρκετά αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας».

Πρέπει να σημειωθεί ότι τον Φεβρουάριο του 2016, οι νέες Καναδικές Αρχές αποφασίσανε να σταματήσουν τους βομβαρδισμούς στη Συρία και στο Ιράκ. Διαβάζουμε στο υπηρεσιακό σημείωμα που παρήχθη από τις Καναδικές Ένοπλες Δυνάμεις (CAF), ότι: «Σύμφωνα με τις οδηγίες της Κυβέρνησης του Καναδά, οι Καναδικές Ένοπλες Δυνάμεις (CAF) σταμάτησαν τις αεροπορικές επιδρομές στο Ιράκ και στη Συρία στις 15 Φεβρουαρίου 2016. Από την πρώτη εξόρμηση τους στις 30 Οκτωβρίου του 2014 και έως τις 15 Φεβρουαρίου 2016, τα CF-188 Hornets διενέργησαν 1378 εξορμήσεις με αποτέλεσμα 251 αεροπορικές επιδρομές (246 στο Ιράκ και 5 στη Συρία) όπου δαπανήθηκαν 606 πυρομαχικά με τα ακόλουθα αποτελέσματα: 267 αφορούσαν θέσεις μάχης του ISIS, 102 μονάδες εξοπλισμού και οχήματα του ISIS, καθώς και 30 αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς (IED), εργοστάσια και εγκαταστάσεις αποθήκευσης του ISIS».

Το 2015, ένας Καναδός μελετητής κατέληγε στο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του για τις Καναδικές αεροπορικές επιδρομές στη Συρία και το Ιράκ, ως εξής:

«Ωστόσο, υπάρχει ένα ακόμη νομικό εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσει ο Καναδάς. Η ερώτηση που τίθεται είναι πως ο Καναδάς μπορεί να στρέφεται νομίμως κατά του Isis, μιας μη κρατικής οντότητας στην επικράτεια της Συρίας, με την χρήση του επιχειρήματος της «απροθυμίας ή ανικανότητας» για την πρόληψη επιθέσεων του Isis κατά του Ιράκ; Εκτός εάν ο Καναδάς αποδίδει στην Συρία τις επιθέσεις του ISIS στο Ιρακ. Αυτή η αιτιολόγηση απομακρύνεται σημαντικά από την ανάγκη απόδοσης [σε χώρα] στις περιπτώσεις της Νικαράγουα, του Κονγκό και του Ισραηλινού τείχους. Φαίνεται να υπάρχει έλλειψη συναίνεσης σχετικά με το εάν η “κοινή λογική δικαίου” (opinio juris) και οι “πρακτικές κρατών” (state practice) έχουν αποδεχθεί το δόγμα “απρόθυμοι ή ανίκανοι” ως Εθιμικό Διεθνές Δίκαιο. Δεν μπορούμε να μην καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι αεροπορικές επιδρομές του Καναδά στη Συρία βασίζονται σε σαθρή ή τουλάχιστον αδύναμη νομική βάση»[4].

Οι υπογράφοντες την παρούσα πρόσκληση, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται από μέρα σε μέρα με επιστήμονες από διαφορετικές ηπείρους και ηλικιακές ομάδες, καταλήγουν επιβεβαιώνοντας ότι: «Η διεθνής έννομη τάξη δεν γίνεται να περιοριστεί σε μια παρεμβατική λογική παρόμοια με εκείνη που επικρατούσε πριν από την έκδοση του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ο σκοπός του Χάρτη ήταν να υποκαταστήσει τη μονομερή στρατιωτική δράση με ένα πολυμερές σύστημα που θα στηρίζεται στην συνεργασία και τον ενισχυμένο ρόλο του δικαίου και των θεσμών. Θα ήταν τραγικό εάν, επειδή η δράση βασίζεται στο συναίσθημα (όσο και αν αυτό μπορεί να είναι κατανοητό)  απέναντι στη τρομοκρατία, αυτός ο στόχος χανόταν».

 

[1] Βλ. CORTEN O., “A Plea Against the Abusive Invocation of Self-Defence as a Response to Terrorism”, European Journal of International Law (EJIL Talk), July 14, 2016, διαθέσιμο εδώ.

[2] Βλ. την πρόσφατη σημείωση μας στα Γαλλικά, BOEGLIN N., «Attentats à Paris: remarques à propos de la résolution 2249», Actualités du Droit, December 6, 2015, διαθέσιμο εδώ. Βλ. επίσης το μετά την κοινοβουλευτική συζήτηση στο Ην. Βασίλειο που εγκρίνει τις αεροπορικές επιδρομές στη Συρία, BOEGLIN N. «Arguments based on UN resolution 2249 in Prime Minister´s report on airstrikes in Syria: some clarifications needed», Human Rights Investigation, December 4, 2015, διαθέσιμο εδώ.

[3] Σχετικά με την έννοια του «απρόθυμου ή ανίκανου» κράτους, που δικαιολογεί, για ορισμένους διπλωμάτες, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφός του χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, δείτε το: CORTEN O., “The ‘Unwilling or Unable’ Test: Has it Been, and Could it be, Accepted?” Leiden Journal of International Law, 2016. Το πλήρες άρθρο είναι διαθέσιμο εδώ.

[4] Βλ. LESPERANCE R.J., “Canada’s Military Operations against ISIS in Iraq and Syria and the Law of Armed Conflict”, Canadian International Lawyer, Vol. 10 (2015), pp. 51-63, p. 61. Το πλήρες άρθρο είναι διαθέσιμο εδώ.